Η φορολογία «γονατίζει» τις επιχειρήσεις – Το κράτος «αρπάζει» το 55% του μισθολογικού κόστους
Πιο συγκεκριμένα στη σχετική μελέτη ο ΣΕΒ αποκαλύπτει ότι για τους μισθωτούς που υπερβαίνουν τον μισθό των χιλίων ευρώ καθαρά, το μη μισθολογικό κόστος για την επιχείρηση φτάνει στο ιλιγγιώδες ποσοστό του 50% πράγμα που έχει μετατρέψει σε είδος προς εξαφάνιση τα «υψηλά μισθολόγια».
Ο Σύνδεσμος τονίζει πως ένα ενδεχόμενο αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών ως μέσο χρηματοδότησης του ασφαλιστικού θα ήταν καταστροφικό καθώς «η πρόσφατη συζήτηση για παραπέρα αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών παραβλέπει την εμπειρία των τελευταίων 6 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων η υπερφορολόγηση οδήγησε συστηματικά σε καταστροφή θέσεων εργασίας, ανεργία και κοινωνική ανέχεια χωρίς να καταφέρνει να εξασφαλίσει τους υπεραισιόδοξους στόχους φορολογικών εσόδων. Η ταλαιπωρημένη αγορά εργασίας αδυνατεί, λόγω των υψηλότατων ασφαλιστικών εισφορών και φόρων να ανταμείψει όσους παράγουν, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας. Από την κατάσταση αυτή ζημιώνονται η οικονομία, η κοινωνία αλλά και το κράτος – καθώς στο τέλος εισπράττει λιγότερα χρήματα».
Ο Σύνδεσμος παραθέτει μελέτη του ΟΟΣΑ για τη φορολόγηση και τις εισφορές εργαζομένων στις διάφορες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, η οποία αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν είναι χώρα χαμηλής φορολογίας.
Συγκεκριμένα με τα στοιχεία αυτά που αφορούν στο 2014 φαίνεται πως στην Ελλάδα όταν ένας μισθωτός αμείβεται λίγο καλύτερα από το «χιλιάρικο» πολύ σύντομα το κράτος φτάνει να εισπράττει κοντά στο ήμισυ του συνολικού κόστους του εργοδότη. Αντίστοιχα, πρόσφατα στοιχεία από λογιστήρια επιχειρήσεων μελών του ΣΕΒ δείχνουν ότι ειδικά για υψηλόμισθο στέλεχος εταιρείας στην πράξη το κράτος εισπράττει πάνω από 55% του συνολικού κόστους που καταβάλλει η επιχείρηση.
Βεβαίως οι υψηλές αυτές επιβαρύνσεις θίγουν όχι μόνο την επιχείρηση που αυξάνει το κόστος της αλλά και τον ίδιο τον μισθωτό. Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ «αυτές οι "μέσες" επιβαρύνσεις εν μέρει αποκαλύπτουν πως οι υψηλότατες ασφαλιστικές εισφορές μαζί με την υπερπροοδευτική φορολογία αποθαρρύνουν την αύξηση των απολαβών ενός μισθωτού».
Διαβάστε αναλυτικά τα στοιχεία την έκθεση
Για έναν μηχανικό (ασφαλισμένο στο ΤΣΜΕΔΕ, που είναι "ευγενές ταμείο") με μικτό μισθό €2.500 (συνολικό κόστος εργοδότη €3.114) ο εργοδότης αποφασίζει να δώσει αύξηση, για να ανταμείψει τη συστηματική προσπάθεια και καλή απόδοσή του. Του αυξάνει συνεπώς τον μικτό μισθό στις €3.500 (κόστος εργοδότη €4.360). Στο τέλος, η αύξηση αυτή κοστίζει €1.246 στον εργοδότη και ο εργαζόμενος ανταμείβεται για την παραγωγικότητα του με επιπλέον καθαρές αποδοχές €396. Το κράτος από την άλλη εξασφαλίζει για τον εαυτό του επιπλέον έσοδο €850, δηλαδή το 68,2% της αύξησης πηγαίνει στο κράτος! Κυριολεκτικά η αριστεία του εργαζόμενου ανταμείβει το κράτος και ο εργαζόμενος μένει με την… ηθική ικανοποίηση ότι με την εντατική εργασία του συνεισφέρει στη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών! Ειδικά στην περίπτωση αυτή, η διαφορά ανάμεσα στον μηχανικό (ασφαλισμένο στο ΤΣΜΕΔΕ) και στον μισθωτό ασφαλισμένο στο ΙΚΑ είναι ότι με την ίδια αύξηση μικτών αποδοχών, ο εργαζόμενος ασφαλισμένος στο ΤΣΜΕΔΕ λαμβάνει μια καθαρή αύξηση που είναι μειωμένη κατά 15% – αυτό συμβαίνει λόγω των υψηλών εισφορών στο ΤΣΜΕΔΕ που ξεπερνούν ακόμα και τις υψηλές εισφορές ενός αντίστοιχου μισθωτού στο ΙΚΑ.
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ το θέμα αυτό δεν αφορά μόνο τους λίγους πλέον (δυστυχών για όλους και κυρίως για τα φορολογικά έσοδα) εργαζόμενους με υψηλές (σε σύγκριση με τη σύγχρονη πλέον ελληνική πραγματικότητα) αμοιβές.
Ενδιαφέρει άμεσα το κράτος, γιατί οι παραγωγικοί εργαζόμενοι ανταγωνιστικών επιχειρήσεων είναι οι βασικοί τροφοδότες του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτοί οι εργαζόμενοι πρέπει να αυξηθούν σε αριθμό ώστε να σταματήσει η χώρα να είναι τόπος "ανέργων και συνταξιούχων" που αναζητούν από μια όλο και πιο ισχνή παραγωγική οικονομία να τους εξασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης. Όμως η υπερφορολόγηση της παραγωγικής οικονομίας σημαίνει ότι ακριβώς αυτοί οι εργαζόμενοι είναι ελάχιστοι σε αριθμό καθώς είτε μεταναστεύουν είτε αποφεύγουν να δραστηριοποιηθούν με αυξημένη απόδοση.
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ, η υψηλή φορολόγηση εκδιώκει από την αγορά τους μισθούς στους οποίους το κράτος παίρνει μερίδιο άνω του 35-40%. Ειδικά στα επίπεδα μισθών στα οποία το κράτος έχει μερίδιο άνω του 50% οι μισθωτοί είναι ελάχιστοι. Όπως και με τα τέλη κυκλοφορίας, τους φόρους πολυτελείας, τους φόρους σε πετρέλαιο θέρμανσης, τσιγάρα και κινητή τηλεφωνία και στους μισθούς η υπερφορολόγηση τελικά οδηγεί σε μικρότερα έσοδα για το κράτος και την μειωμένη ικανότητα του να πληρώνει συντάξεις και κοινωνικές παροχές, καταλήγει ο ΣΕΒ.