Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει τη συντριβή της μεσαίας τάξης
Η βαριά φορολογία διαλύει τις παραγωγικές τάξεις και μηδενίζει την ανάπτυξη - Βυθίζουν τη χώρα στην ύφεση - Η μία μετά την άλλη οι ελληνικές επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο
Της Μαρίνας Πρωτονοταρίου
Τα χιλιάδες μικρά οινοποιεία της χώρας είναι αμφίβολο αν θα ανταποκριθούν στην υπερβολική φορολόγηση, και ο κίνδυνος να γίνει και η αγορά του κρασιού μια γκρίζα αγορά με κρυφά αποθέματα που θα εμπορεύονται χωρίς δικαολογητικά, γίνεται μεγάλος.
Η επιβολή φόρων άμεσων και έμμεσων είναι με μαθηματική ακρίβεια η μέθοδος που ενώ στοχεύει στην αύξηση των δημόσιων εσόδων, βυθίζει όλο και πιο βαθιά τη χώρα στην ύφεση και στη μαύρη τρύπα του χρέους, αφού είναι ο κύριος λόγος της ολοένα αύξησης της παραοικονομίας.
Ο νέος ΕΦΚ στο κρασί δημιουργεί τεράστια κόστη στους μικρούς οινοποιούς που καλούνται να πληρώσουν το φόρο που αντιστοιχεί στα αποθέματά τους πριν κάνουν πωλήσεις δημιουργώντας τους ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Κι αυτό γιατί, όσα μικρά οινοποιεία δεν μπαίνουν σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης , απαιτείται ήδη η καταβολή του ΕΦΚ και των λοιπών επιβαρύνσεων για το σύνολο της ποσότητας του οίνου που κατείχαν στις 31 Δεκεμβρίου 2015. Χωρίς αυτήν την άμεση καταβολή, που πολλές φορές ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ, δεν είναι δυνατή, ήδη σήμερα, η πραγματοποίηση πωλήσεων. Με δεδομένη την έλλειψη ρευστότητας, οι παραγγελίες μένουν ανεκτέλεστες.
Σύμφωνα με τον Επαμεινώνδα Σπυρόπουλο του ομώνυμου οινοποιείου ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει τώρα η αγορά, είναι να αυξηθεί η παραοικονομία αφού τα μικρά οινοποιεία δενθα μπορούν να πληρώσουν τον ΕΦΚ για τα αποθέματά τους. Οι ποσότητες αυτές θα διοχετευτούν μετά στην αγορά σε χαμηλές τιμές δημιουργώντας αθέμιτο ανταγωνσιμό στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που πληρώνουν κανονικά φόρο. Η αύξηση της παραοικονομίας δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό στις νόμιμα φορολογούμενες επιχειρήσεις και επομένως μικρότερο μερίδιο στην αγορά, λιγότερα έσοδα και τελικά λιγότερο φόρο για το κράτος.
Ο φαύλος κύκλος ενίσχυσης της ύφεσης και της παραοικονομίας από την αύξηση των φόρων είναι ένα μοντέλο που επαναλαμβάνεται συχνά τα τελευταία 5 χρόνια και οδηγεί σε ακόμη λιγότερο φορολογούμενο εισόδημα και επομένως μείωση του ΑΕΠ και ύφεση.
Ποτά - τσιγάρα: Δύο κλάδοι θύματα του ΕΦΚ
Τα χρόνια της κρίσης, τέσσερις διαδοχικές αυξήσεις στα αλκοολούχα ποτά οδήγησαν σε υπερδιπλασιασμό του ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών καταγράφοντας συνολική αύξηση 125%. Οι αυξήσεις, μάλιστα, συνοδεύτηκαν από παράλληλη αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από 19% σε 23%.
Τα αποτελέσματα των διαδοχικών αυξήσεων έγιναν άμεσα αισθητά στη λιανική τιμή. Η λιανική τιμή ενός μέσου αλκοολούχου ποτού την περίοδο 2008-2012 αυξήθηκε κατά 48%. Η αύξηση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη φορολογία, η οποία πλέον αντιπροσωπεύει το 63%-75% της λιανικής τιμής.
Εξαιτίας της υπερφορολόγησης, την τετραετία 2009-2012, η απασχόληση στην ευρύτερη αλυσίδα προστιθέμενης αξίας του κλάδου των αλκοολούχων ποτών συρρικνώθηκε από τις 48.000 στις 27.000 θέσεις εργασίας.
Επίσης, η υπερφορολόγηση οδήγησε σε σημαντική αύξηση του λαθρεμπορίου. Μόνο το 2012, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, διακινήθηκαν λαθραία 8,2 εκατ. φιάλες, με τα διαφυγόντα έσοδα από ΕΦΚ να ανέρχονται σε 41,8 εκατ. ευρώ.
Από το 2010 που επιβλήθηκαν τρεις αυξήσεις στους φόρους κατανάλωσης των καπνικών και δύο αυξήσεις στους συντελεστές ΦΠΑ, η συνολική φορολογική επιβάρυνση των προϊόντων αυτών αυξήθηκε από το 73% στο 86% της τελικής λιανικής τιμής.
Κοινό σημείο στις δύο αγορές είναι ότι η μεγάλη αύξηση της φορολογίας έφερε εκτίναξη του ποσοστού των λαθραίων. Στα τσιγάρα, η εντυπωσιακή αύξηση του πάγιου στοιχείου του ΕΦΚ αύξησε τη φορολογική επιβάρυνση στα «φθηνά» τσιγάρα και τη μείωσε στα «ακριβά». Ακόμη, η σημαντική αύξηση του ελάχιστου ΕΦΚ επιβάρυνε μόνο τα «φθηνά» τσιγάρα. Ο συνδυασμός των ανωτέρω έπληξε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τσιγάρων και αύξησε τη διαφορά τιμής μεταξύ νόμιμων και λαθραίων τσιγάρων, με αποτέλεσμα την εκτίναξη του λαθρεμπορίου (από 3% το 2009 σε πάνω από 20% το 2013), με αρνητική επίπτωση στα φορολογικά έσοδα από ΕΦΚ και ΦΠΑ (σημαντική μείωση της φορολογηθείσας ποσότητας τσιγάρων σε σχέση με το 2009 και μειωμένα φορολογικά έσοδα).
Ο... προφήτης καθηγητής Σνάιντερ
Ο Αυστριακός καθηγητής Οικονομικών, Φρίντριχ Σνάιντερ (Friedrich Schneider), κορυφαίος ερευνητής του φαινομένου της παραοικονομίας παγκοσμίως, έχοντας μελετήσει το θέμα για περισσότερα από 30 χρόνια, σε 145 χώρες και έχοντας διατελέσει σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Κομισιόν, είχε προειδοποιήσει για αυτούς τους κινδύνους ήδη από το 2011.
Όπως είπε, σε συνέντευξή του σε ειδησεογραφικό πρακτορείο τότε, «θα ήταν μεγάλο λάθος η επιβολή πρόσθετων άμεσων ή έμμεσων φόρων στην Ελλάδα, καθώς θα «έσπρωχνε» στη μαύρη οικονομία ακόμη μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και θα αποδεκάτιζε την αγοραστική του δύναμη, σε βάρος τελικά των δημόσιων εσόδων και της χαλιναγώγησης του χρέους». Τότε είχε δηλώσει επίσης: «Νομίζω ότι η Ελλάδα έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου η αύξηση φόρων δεν έχει νόημα. Αν αυξήσετε κι άλλο τους φόρους, οι άνθρωποι θα αρχίσουν να πηγαίνουν στα Σκόπια, όπου η φορολογία είναι πολύ χαμηλότερη. Από εδώ που βρισκόμαστε, τα Βαλκάνια είναι δίπλα. Κατά την άποψή μου, πρέπει να σταματήσει κάθε αύξηση φόρου», σημειώνει ο κ.Σνάιντερ, σύμφωνα με τον οποίο η λύση για την επαναφορά σε τροχιά ανάπτυξης μπορεί να προέλθει μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα φορολογικά κίνητρα και την ανάπτυξη του τουρισμού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η ετήσια απώλεια δημόσιων εσόδων από τη φοροδιαφυγή υπερβαίνει τα 7 δισ. ευρώ, η παραοικονομία υπερβαίνει τα 41 δισ. ευρώ , δηλαδή το 23% του ΑΕΠ και η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού στερεί από την εθνική οικονομία πόρους ύψους 21 δισ. ευρώ. Όσο η ύφεση συνεχίζεται, οι φόροι αυξάνονται και η παραοικονομία μεγαλώνει, μειώνοντας το επίσημο φορολογητέο εισόδημα, δηλαδή το ΑΕΠ με αποτέλεσμα τη μείωσή του, δηλαδή μεγαλύτερη ύφεση. Να θυμηθούμε τι είχε πει το 2011 ο καθηγητής Σνάιντερ:« Αν δε, η ύφεση συνεχιστεί, η παραοικονομία θα μεγαλώσει, ιδίως αν η ελληνική κυβέρνηση εξαναγκαστεί από το ΔΝΤ και την ΕΕ να προχωρήσει σε ένα ακόμη πακέτο φορολογικών αυξήσεων», και προσθέτει ότι με βάση τα αποτελέσματα 12 ερευνών, η επίδραση των αυξήσεων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών στην παραοικονομία των χωρών φτάνει στο 35%-38%.