Ανάλυση: Γιατί η πτώση στην τιμή του πετρελαίου θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία
Αφού «φλέρταρε» με τη νέα τιμή-ρεκόρ κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι, το πετρέλαιο κατάφερε να σπάσει με αποφασιστικό τρόπο ακόμη και αυτό το κατώφλι στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, βαθαίνοντας τις σοβαρές απώλειες των αγορών στην αυγή του 2016.
Αρνητικό ρεκόρ: Κοντά στα 20 δολάρια το βαρέλι – Γιατί το Ιράν απειλεί να τινάξει στον αέρα τις αγορές «μαύρου χρυσού» - Πώς επηρεάζονται τράπεζες, επιτόκια, επενδύσεις, νοικοκυριά σε παγκόσμια κλίμακα
Επιμέλεια: Χρήστος Θ. Παναγόπουλος
Οι λόγοι για τη μείωση κατά 20% στις τιμές του πετρελαίου από την αρχή της χρονιάς περιφέρεται γύρω από τις ολοένα αυξανόμενες ανησυχίες για την οικονομία της Κίνας, τους φόβους για μια μόνιμη υπερβολική προσφορά στις προμήθειες «μαύρου χρυσού», ενώ πρόσφατα σχετίζεται και με την άρση των κυρώσεων σε βάρος του Ιράν. Μάλιστα, η Τεχεράνη έχει δεσμευθεί ότι θα επαναφέρει την παραγωγή της στα 500.000 – 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα, μέσα σε μία μόλις χρονιά.
Στην πραγματικότητα, το ιρανικό υπουργείο Πετρελαίου εξέδωσε εντολή για αύξηση της παραγωγής κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα, αμέσως μόλις ανεστάλησαν οι κυρώσεις της διεθνούς κοινότητας.
Τα κέρδη από την παραγωγή ιρανικού πετρελαίου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εμπροσθοβαρή, μιας και οποιαδήποτε παραγωγή από 500.000 έως και 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις χρημάτων, ενώ ενδέχεται να πάρει χρόνια μέχρις ότου αποδώσει καρπούς.
Όμως και πάλι, οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες είναι αρνητικές για την τιμή του πετρελαίου. Παρά το γεγονός ότι οι πετρελαϊκές αγορές υπήρξαν ως επί το πλείστον θετικές ως προς το ότι το Ιράν θα επανέφερε τα πετρελαϊκά του αποθέματα προς εκμετάλλευση, υπήρξε μια σχεδόν σπασμωδική αντίδραση στην είδηση ότι θα αρθούν οι κυρώσεις σε βάρος του Ιράν. Παράλληλα, η Τεχεράνη διαθέτει πετρέλαιο και συμπυκνώματα πετρελαϊκών παραγώγων τα οποία βρίσκονται στοιβαγμένα σε πλωτές αποθήκες στον Περσικό Κόλπο. Πρόκειται για τεράστια αποθέματα που πρέπει πλέον να ξεπουληθούν στις αγορές.
Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, αλλά πιστεύεται ότι το Ιράν έχει υπό τον έλεγχό του 18 τάνκερ γεμάτα με τουλάχιστον 12 εκατ. τόνους αργού πετρελαίου και επιπλέον άλλους 24 εκατ. τόνους συμπυκνωμάτων. Όταν, λοιπόν, αυτός ο όγκος αποθεμάτων βγαίνει προς πώληση σε μια αγορά, όπου υπάρχει ήδη υπερπροσφορά, τότε αναπόφευκτα οι τιμές θα υποστούν ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις προς τα κάτω.
Ντόμινο αρνητικών εξελίξεων
Κι ενώ, εύλογα, θα πίστευε κανείς ότι οι χαμηλές τιμές στην ενέργεια μπορούν να δώσουν ώθηση στην παγκόσμια οικονομία, επειδή οι καταναλωτές μπορούν να κερδίσουν από τα χαμηλά κόστη, υπάρχουν ολοένα και αυξανόμενες ενδείξεις ότι η δραματική κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου – τόσο ξαφνικά και τόσο γρήγορα – έρχεται να σπείρει, στην πραγματικότητα, νέες «οικονομικές θύελλες». Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου δαπάνησε 200 δισ. δολάρια για εξόρυξη, διύλιση και νέο εξοπλισμό το 2013. Με την είσοδο του Ιράν εκ νέου στις αγορές, οι δαπάνες αυτές μειώνονται σημαντικά.
Ήδη, σύμφωνα με το Bloomberg, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης, η Wood Mackenzie, εκτίμησε ότι επενδύσεις ύψους 380 δισ. δολαρίων για πετρέλαιο και φυσικό αέριο πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων εξαιτίας αυτής της εξέλιξης.
Μάλιστα, ο βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών θεωρητικός Πολ Κρούγκμαν, σε πρόσφατο άρθρο του στους New York Times, εκτίμησε ότι η ραγδαία πτώση στις τιμές του πετρελαίου δεν βοηθά την παγκόσμια οικονομία να βγει από την «παγίδα ρευστότητας» στην οποία έχει περιέλθει.
Και δεν έχει άδικο αφού η πλειονότητα των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν αρχίσει να εμφανίζουν προβλήματα ρευστότητας, επειδή οι τιμές του πετρελαίου έχουν συρρικνωθεί κατά τουλάχιστον 70% σε λιγότερο από δύο χρόνια. Αυτή η ραγδαία πτώση στις δαπάνες πλήττει την ευρύτερη βιομηχανική δραστηριότητα. Την ίδια στιγμή, πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, βρίσκονται αντιμέτωπες με πολιτικές σκληρής και επώδυνης λιτότητας.
Οικονομικές συνέπειες
Τα αποτελέσματα εμφανίζονται με ποικίλους τρόπους: ήδη παρουσιάζεται σημαντική επιβράδυνση σε υλικά που σχετίζονται με την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως μηχανές, φορτηγά, χάλυβας και σιδηροδρομικό δίκτυο. Όμως, οι συνέπειες μπορεί να είναι και οικονομικές: Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, τα «σπασμένα» πληρώνουν πλέον οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι.
Ενδεικτικά, η Citigroup ανακοίνωσε μια αύξηση κατά 32% στα μη αποδοτικά εταιρικά δάνεια κατά το δ’ τρίμηνο του 2015, σε σύγκριση με την ίδια χρονική περίοδο το 2014. Αλλά και η Wells Fargo ανακοίνωσε μια αύξηση στις χρεώσεις, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην πτώση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Εν τω μεταξύ, και η JP Morgan ανέφερε σε πρόσφατη έκθεσή ότι ενδεχομένως να χρειαστεί να προσθέσει περισσότερα χρήματα στην αποθεματική της βάση, εξαιτίας ακριβώς της επιδείνωσης που παρουσιάζει το ενεργειακό της χαρτοφυλάκιο.
Αλλά και από μακροοικονομικής πλευράς, η «βουτιά» στις τιμές του πετρελαίου μπορεί να είναι αρνητική. Η ραγδαία πτώση ενδέχεται να επηρεάσει τα τραπεζικά επιτόκια και όχι με τον τρόπο που συνήθως πιστεύεται ότι συμβαίνει. Οι χαμηλές τιμές στην ενέργεια σπρώχνουν προς τα κάτω τον πληθωρισμό - συνήθως αυτό θεωρείται ως κάτι θετικό – λύνοντας τα χέρια στις κεντρικές τράπεζες από το να διενεργούν επεκτατικές νομισματικές πολιτικές, για να τονώσουν την οικονομία.
Ωστόσο, η ραγδαία αυτή πτώση του «μαύρου χρυσού» αναγκάζει τα μαζικά κρατικά επενδυτικά ταμεία, πολλά από τα οποία βασίζονται στα χρήματα του πετρελαίου, να τραβήξουν μεγάλο μέρος των κεφαλαίων τους από τις χρηματαγορές, με σκοπό να αντιμετωπίσουν τα δημοσιονομικά προβλήματα που σοβούν στις χώρες, όπου εδρεύουν.
Ενδεικτικά, κατά την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2015, τα κρατικά επενδυτικά ταμεία απέσυραν τουλάχιστον 100 δισ. δολάρια από τις επενδύσεις τους, τα μισά από τα οποία προήλθαν από κεφάλαια της Σαουδικής Αραβίας.
Ακόμη κι αν ένα μικρό κομμάτι από τα συνολικά 7,2 τρισ. δολάρια που διαθέτουν τα κρατικά επενδυτικά ταμεία ως περιουσιακά στοιχεία αποσυρθεί εξαιτίας αυτής της ιδιότυπης ενεργειακής κρίσης, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ραγδαία άνοδο των επιτοκίων, καθώς θα αρχίσει ένα γενικότερο ξεπούλημα ομολόγων. Την ίδια στιγμή, τα σχέδια που προέρχονται από Ριάντ είναι εμφανώς αδιαφανή, κι έτσι κανείς δεν μπορεί πραγματικά να ξέρει τι να περιμένει από εδώ και στο εξής.
Με το πετρέλαιο να μη δείχνει κανένα σημάδι ανάκαμψης στο εγγύς μέλλον, οι επιπτώσεις και οι κίνδυνοι μιας παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης γίνονται ολοένα και πιο έντονοι.