Ραγδαίες αποεπενδύσεις: Χρηματοδότηση της ανάπτυξης μέσω στρατηγικών πωλήσεων
Αντανακλώντας την αυξημένη έμφαση στις Συγχωνεύσεις και Εξαγορές (Σ&Ε) ως εργαλείο για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, το 49% των εταιρειών σκοπεύουν να αποεπενδύσουν στη διάρκεια των επόμενων δυο ετών, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση με το 20% που κατεγράφη το 2015.
Παράλληλα, το ποσοστό των εταιρειών που δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε αποεπενδύσεις μειώθηκε από 56% σε 5%. Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν μια αυξημένη διάθεση ενίσχυσης και μετασχηματισμού των κύριων δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Οι αποεπενδύσεις χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως βασικό εργαλείο ανάπτυξης, με το 70% των επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν τα έσοδα από αυτές για να αναπτύξουν τις κύριες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, να επενδύσουν σε νέα προϊόντα και αγορές, ή να επεκταθούν σε άμεσα συμπληρωματικές δραστηριότητες.
Μεταξύ των επιχειρήσεων που ολοκλήρωσαν μια αποεπένδυση το 2015, το 39% επανεπένδυσαν τα έσοδα στη βασική τους δραστηριότητα, το 20% επένδυσαν σε νέα προϊόντα, αγορές ή γεωγραφικές περιοχές, ενώ το 11% προχώρησαν σε εξαγορές. Συνολικά, το 84% πιστεύουν ότι δημιουργήθηκε μακροπρόθεσμη αξία στην υπόλοιπη επιχείρηση.
Τη μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσαν οι επιχειρήσεις που χρησιμοποίησαν την τελευταία τους αποεπένδυση για να χρηματοδοτήσουν εξαγορές, καθώς είχαν 62% περισσότερες πιθανότητες να καταγράψουν υψηλότερες αποτιμήσεις για το υπόλοιπο της επιχείρησης μετά την πώληση, σε σχέση με τις επιχειρήσεις που χρησιμοποίησαν τα έσοδα για να μειώσουν το δανεισμό τους.
Οι αγορές αντέδρασαν θετικά στις εταιρείες που αποεπένδυσαν το 10% της αξίας τους, καθώς οι τιμές των μετοχών τους υπεραπέδωσαν κατά 612 μονάδες βάσης ως προς το χρηματιστηριακό δείκτη σε σχέση με τη χρονιά που προηγήθηκε της πώλησης. Για τις εταιρείες που αποεπένδυσαν το 20%, τα στοιχεία ήταν ακόμη πιο θετικά, ξεπερνώντας την επίδοση της προηγούμενης χρονιάς κατά 1.104 μονάδες βάσης.
Οι ευκαιριακές αποεπενδύσεις παραμένουν ο βασικός λόγος πώλησης, καθώς σχεδόν το ένα τρίτο (31%) ακολουθεί αυτή την οδό. Σύμφωνα με την έρευνα, οι ευκαιριακές πωλήσεις συγκεντρώνουν τις μικρότερες πιθανότητες να επηρεάσουν θετικά τις αποτιμήσεις της υπόλοιπης εταιρείας μετά την πώληση.
Το 49% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι η πρόσβαση σε ακριβή και πλήρη στοιχεία αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη διαδικασία αξιολόγησης των χαρτοφυλακίων. Αποσπασματικά ή ανόμοια στοιχεία οδηγούν σε διλήμματα αναφορικά με αποφάσεις για αποεπενδύσεις, με το 81% των στελεχών να αναφέρουν ότι η κακή ποιότητα των δεδομένων καθιστά δύσκολη την αποτελεσματική ανάλυσή τους.
Επιπλέον, το 42% των στελεχών δηλώνουν ότι καλούνται να ενσωματώσουν εξελιγμένα εργαλεία ανάλυσης και προσομοίωσης (business modelling tools) στις διαδικασίες αξιολόγησης του χαρτοφυλακίου για τη μέτρηση της απόδοσης.
Η έρευνα αναδεικνύει επίσης πως τα εργαλεία ανάλυσης και προσομοίωσης δεν είναι το δυνατό σημείο όσων συμμετείχαν. Για παράδειγμα, το 65% αναφέρουν ότι η ανάλυση των αντιλήψεων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των πελατών τους είναι εξαιρετικά αναποτελεσματική. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε μεγάλο βαθμό παραβλέπονται, ωστόσο το 19% των επιχειρήσεων σκοπεύουν να επενδύσουν σε αυτόν τον τομέα κατά τα επόμενα δύο χρόνια.
Σύμφωνα με την έρευνα οι επιχειρήσεις που αποεπενδύουν στρατηγικά, προχωρώντας σε αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου, προετοιμάζοντας τα προς πώληση στοιχεία και μελετώντας προσεκτικά πώς θα χρησιμοποιήσουν τα έσοδα από την πώληση, έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να υλοποιήσουν αποεπενδύσεις που θα επηρεάσουν θετικά την υπόλοιπη επιχείρηση μακροπρόθεσμα.
Το 56% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι ελλείψεις στη διαδικασία αξιολόγησης και αποτίμησης του χαρτοφυλακίου οδήγησαν σε αποτυχία ως προς τους επιδιωκόμενους στόχους της αποεπένδυσης, ενώ 44% επισημαίνει τη δυσκολία ανάδειξης της αξιολόγησης του χαρτοφυλακίου ως μια διαδικασία στρατηγικής σημασίας.
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης μια σαφή σύνδεση μεταξύ της συχνότητας των αποτιμήσεων του χαρτοφυλακίου και της επιτυχίας των αποεπενδύσεων. Μεταξύ των ερωτηθέντων που υλοποίησαν επιτυχημένες συμφωνίες, το 48% πραγματοποιούν τριμηνιαίες αξιολογήσεις και το 37% ετήσιες.