Σοκ από την κυβερνητική απραξία

Για ακόμη μία χρονιά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ επιδίδεται στο γνωστό παιχνίδι των καθυστερήσεων και για ακόμη μία φορά η διαπραγμάτευση με τους δανειστές κατέληξε σε νέο αδιέξοδο, αφού κανένα από τα ζητήματα-«αγκάθια» δεν επιλύθηκε κατά τη διάρκεια των επαφών του οικονομικού επιτελείου με τους εκπροσώπους του Κουαρτέτου.

Σοκ από την κυβερνητική απραξία
4'

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ, ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ΖΗΤΑ ΣΥΝΕΧΩΣ ΠΙΣΤΩΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ – ΟΛΑ ΣΤΟΝ «ΑΕΡΑ» ΞΑΝΑ

Αυτό που απευχόταν πριν από λίγο καιρό ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ότι «εάν φτάσουμε Μάιο, καήκαμε», φαντάζει πλέον ως ορατό σενάριο, αλλά το τίμημα που πληρώνει η ελληνική οικονομία είναι ήδη πολύ βαρύ.

«Με το λαό μου έκανα μια συμφωνία: Εκείνος θα λέει ό,τι θέλει κι εγώ θα κάνω ό,τι θέλω» (Φρειδερίκος ο Μέγας, Αυτοκράτορας της Πρωσίας 1740-1786)

Κι ενώ οι δανειστές δηλώνουν έτοιμοι να επιστρέψουν στην Αθήνα περί τις 2 Απριλίου, σημειώνοντας ότι «η αποστολή υπήρξε παραγωγική» και πως «έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος ως προς τις μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος αλλά και επιπλέον πρόοδος σημειώθηκε και σχετικά με βασικές πτυχές της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού», δεν είναι λίγοι εκείνοι, ακόμη και μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης, που φοβούνται επανάληψη των φαινομένων του 2015.

Ο φόβος αυτός είναι απόλυτα δικαιολογημένος, αφού μέχρι και αυτή τη στιγμή όλα τα κρίσιμα θέματα που αφορούν στη διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών παραμένουν στον «αέρα».

Ταυτόχρονα, πληθαίνουν οι φωνές που επισημαίνουν σε κάθε ευκαιρία πως οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πορεία της οικονομίας.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας έπρεπε να είχε κλείσει - υπό κανονικές συνθήκες – ήδη από τον Δεκέμβριο του 2015. Έκτοτε, αντί η κυβέρνηση να πασχίζει να κλείσει μία προς μία τις εκκρεμότητες, δημιουργεί την αίσθηση ότι προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δημιουργεί εύλογα, μεγάλη νευρικότητα τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στην κοινωνία.

Ειδικά τους τελευταίους τρεις μήνες, ο Έλληνας ακούει, σε καθημερινή σχεδόν βάση, ότι έρχεται «ψαλίδι» σε κύριες κι επικουρικές συντάξεις, αυξήσεις επί των ασφαλιστικών εισφορών και σύνδεσή τους με το φορολογητέο εισόδημα, αλλά και μειώσεις επί του αφορολογήτου εισοδήματός του. Αυτή η κατάσταση οδηγεί την ίδια την κοινωνία σε μια καθημερινή παράκρουση.

Τα ίδια και χειρότερα, όμως, φαίνεται ότι απασχολούν και τους επιχειρηματίες. Στα «πηγαδάκια» των ανθρώπων της αγοράς, η αγωνία διαδέχεται το σάστισμα την ανησυχία για την επόμενη ημέρα. Σε μια χώρα που τελεί ήδη εδώ οκτώ μήνες υπό το οικονομικό «εμπάργκο» που έχουν επιβάλει τα capital controls, η επιχειρηματικότητα ασφυκτιά και ταλαιπωρείται, όταν την ίδια στιγμή ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αποφασίζει να ρίξει «ζεστό» χρήμα στις αγορές, με την Ελλάδα, όμως, να βρίσκεται εκτός των ωφελημένων.

Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα, εύλογα αναρωτιέται κανείς τι υπηρεσία προσφέρει μια κυβέρνηση που προγραμματίζει συγκεκριμένες ημερομηνίες και εν συνεχεία η ίδια τις αναιρεί, υποστηρίζοντας ότι «διαπραγματεύεται», ενώ επί της ουσίας το μόνο που μοιάζει να κερδίζει είναι λίγο παραπάνω χρόνο διακυβέρνησης.

Τη στιγμή που περισσότερο από ποτέ η Ελλάδα χρειάζεται ένα ουσιαστικό σχέδιο ανάπτυξης, το δίδυμο Τσίπρα-Καμμένου επιδίδεται σε ένα άεναο παιχνίδι καθυστερήσεων, το οποίο, ουσιαστικά, αφήνει πρόσφορο έδαφος στις υφεσιακές πολιτικές του «Μνημονίου 3» και δεν παρέχει καμία απολύτως εναλλακτική.

Μάλιστα παρουσιάζεται και κάτι εντελώς οξύμωρο: πώς είναι δυνατόν από τη μια η κυβέρνηση να ασκεί τρομακτική πίεση στους παραγωγικούς φορείς της χώρας, ζητώντας τους να λάβουν οδυνηρές αποφάσεις-εξπρές που θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στη βιωσιμότητά τους και την ίδια στιγμή να επιδίδεται σε ένα διαρκές «κρυφτούλι» με τους Θεσμούς;

Κυβιστήσεις και κυβερνητικός «χαβαλές»

Και μέσα σ’ όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η κυβερνητική ιλαροτραγωδία στους κόλπους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με τα όσα ακολούθησαν των απαράδεκτων δηλώσεων Μουζάλα για τα Σκόπια.

Αρχικά ο Καμμένος εξοργίστηκε, ο Τσίπρας ξαφνιάστηκε, εν συνεχεία ο Καμμένος απείλησε, ο Τσίπρας εμφανίστηκε κατευναστικός, και ύστερα πάλι ο Καμμένος αναδιπλώθηκε, για να φτάσει ο Τσίπρας από τις Βρυξέλλες να πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα», διότι «αυτά έχουν οι κυβερνητικές συνεργασίες».

Η παλινωδία, στην περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ γίνεται συνώνυμο της κυβερνητικής απραξίας. Με τα λόγια, όμως, τις υποσχέσεις και τις κυβιστήσεις (λαϊκιστί «κωλοτούμπες») ο τόπος αυτός δεν κυβερνάται.
Και σίγουρα δεν μπορεί μια χώρα να κυβερνηθεί, με τον ίδιο «χαβαλέ» που κάποιοι έπαιζαν πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια πριν από ένα χρόνο, οδηγώντας στην «ασφυξία» των capital controls και στο κίβδηλο δημοψήφισμα.

Είναι καιρός να καταλάβουν, ο κ. Τσίπρας και η κυβερνητική παρέα του, ότι ο χρόνος μετράει αντίστροφα και σίγουρα όχι υπέρ της Ελλάδας.

Σχετικές ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή