Κερέ: Στην Ευρωζώνη χρειάζονται φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξη
Οι χώρες της Ευρωζώνης χρειάζονται «φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις», καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει τις συνθήκες για μία βιώσιμη ενίσχυση της ανάπτυξης», δήλωσε το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Μπενουά Κερέ, όπως αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times.
«Φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις είναι ακόμη αναγκαίες στις περισσότερες οικονομίες της Ευρωζώνης, δεδομένου του χαμηλού δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και της υψηλής διαρθρωτικής ανεργίας», δήλωσε ο Κερέ σε ομιλία του, προσθέτοντας ότι οι όλες οι χώρες μπορούν να κάνουν τα φορολογικά τους συστήματα πιο ευνοϊκά στην ανάπτυξη και να αναδιαρθρώσουν τις δημόσιες δαπάνες στην κατεύθυνση των επενδύσεων, της έρευνας και της εκπαίδευσης.
Τα μέτρα για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, περιλαμβανομένων των υποδομών, είναι αναγκαία για να αυξηθούν οι επενδύσεις και να ενισχυθεί η δημιουργία θέσεων απασχόληση, σημείωσε ο Κερέ.
Ο ίδιος απέρριψε την άποψη ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει αποθαρρύνει τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σημειώνοντας ότι «αυτή διαψεύδεται από τα γεγονότα». «Πραγματοποιήθηκαν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, όταν τα επιτόκια ήταν υψηλότερα»; ρώτησε ρητορικά ο κεντρικός τραπεζίτης.
Ο Κερέ σημείωσε ότι με τόσο πολλούς Ευρωπαίους πολίτες να εκφράζουν αμφιβολίες για την Ευρώπη, «το καθήκον των ευρωπαϊκών θεσμών είναι να δυναμώσουν τη νομιμοποίησή τους , ενισχύοντας τη δημοκρατική λογοδοσία τους και δείχνοντας ότι πετυχαίνουν τους στόχους που έχουν θέσει».
Τόνισε ότι η ΕΚΤ το έχει κάνει αυτό, περιγράφοντας τις φανερές επιτυχίες της «χωρίς προηγούμενο χαλαρής στάσης της νομισματικής πολιτικής της».
Όπως είπε, τα μέτρα που πήρε η ΕΚΤ «ενίσχυσαν τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες στην Ευρωζώνη» (σε αυτά οφείλεται, όπως είπε, το 50% της ανάκαμψης της οικονομίας της Ευρωζώνης), «βελτίωσαν τις χρηματοδοτικές συνθήκες και αντιμετώπισαν τον χρηματοπιστωτικό κατακερματισμό», ενώ «βοήθησαν να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη στο κοινό νόμισμα σε ένα πλαίσιο χρηματοπιστωτικής αστάθειας και υψηλής αβεβαιότητας».