Πώς ο σούπερ Μάριο «έσωσε» τις ελληνικές τράπεζες: «Το δημοψήφισμα προκάλεσε τα capital controls»
Το 2015 ήταν έτος ανάκαμψης για την οικονομία της ζώνης του ευρώ. Ο πληθωρισμός, ωστόσο, παρέμεινε σε καθοδική τροχιά. Σε αυτό το περιβάλλον, βασικό ζητούμενο για τη ζώνη του ευρώ το 2015 ήταν η ενίσχυση της εμπιστοσύνης: της εμπιστοσύνης των καταναλωτών ώστε να τονωθεί η κατανάλωση, της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων για να αρχίσουν πάλι να προσλαμβάνουν προσωπικό και να επενδύουν και της εμπιστοσύνης των τραπεζών ώστε να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους. Αυτό ήταν απαραίτητο για να ενισχυθεί η ανάκαμψη και να στηριχθεί η επάνοδος του πληθωρισμού σε επίπεδα συμβατά με τον στόχο μας, δηλ. κάτω αλλά πλησίον του 2%, σημειώνει στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης ο Μ. Ντράγκι.
Ακολούθως, τονίζει, πως σταδιακά στη διάρκεια του έτους είδαμε πράγματι την εμπιστοσύνη να ενισχύεται. Η εγχώρια ζήτηση αντικατέστησε την εξωτερική ζήτηση ως κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης, υποβοηθούμενη από την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Η δυναμική των πιστώσεων άρχισε να ανακάμπτει στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο. Η απασχόληση εξακολούθησε να κινείται ανοδικά. Και οι φόβοι για αποπληθωρισμό, που ταλάνιζαν τη ζώνη του ευρώ στις αρχές του 2015, διαλύθηκαν εντελώς.
Όπως περιγράφουμε στη φετινή Ετήσια Έκθεση, η ΕΚΤ συνέβαλε σε αυτό το βελτιούμενο περιβάλλον με δύο κυρίως τρόπους, συνέχισε.
«Ο πρώτος και πιο σημαντικός ήταν μέσω των αποφάσεων της νομισματικής πολιτικής μας. Καθ' όλη τη διάρκεια του 2015 λάβαμε αποφασιστικά μέτρα προκειμένου να αποσοβήσουμε τους κινδύνους για τη σταθερότητα των τιμών και να διασφαλίσουμε τη σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Ξεκινήσαμε τον Ιανουάριο, με την απόφασή μας να επεκτείνουμε το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων (asset purchase programme - APP). Συνεχίσαμε με τις διάφορες προσαρμογές στο πρόγραμμα κατά τη διάρκεια του έτους, για παράδειγμα με τη διεύρυνση του καταλόγου των εκδοτών των οποίων οι τίτλοι είναι αποδεκτοί προς αγορά μέσω του προγράμματος.
Και καταλήξαμε με τις αποφάσεις που λάβαμε τον Δεκέμβριο να μειώσουμε το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων σε περαιτέρω αρνητικό επίπεδο και να διευρύνουμε τον χρονικό ορίζοντα του προγράμματος αγορών μας.
Τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν αποτελεσματικά. Οι συνθήκες χρηματοδότησης χαλάρωσαν σημαντικά, με μείωση των επιτοκίων τραπεζικών χορηγήσεων κατά 80 μονάδες βάσης περίπου στη ζώνη του ευρώ από τα μέσα του 2014 και μετά - επίδραση που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα επιτυγχανόταν με μία μόνο μείωση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης. Ευνοϊκά επηρεάστηκαν επίσης η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, εάν δεν είχε εφαρμοστεί το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων - συμπεριλαμβανομένης της δέσμης μέτρων του Δεκεμβρίου - ο πληθωρισμός θα ήταν αρνητικός το 2015, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και πλέον χαμηλότερος το 2016 και περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερος το 2017. Το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων θα αυξήσει το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα την περίοδο 2015-2018.
Στο τέλος του έτους τροποποιήσαμε την πολιτική μας εξαιτίας νέων αρνητικών εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία, οι οποίες επηρέασαν καθοδικά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό.
Αυτές οι αρνητικές επιδράσεις επιτάθηκαν στις αρχές του 2016, καθιστώντας αναγκαία την ενίσχυση της επεκτατικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής μας. Τον Μάρτιο του 2016 το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διευρύνει το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων ως προς το μέγεθος και τη σύνθεσή του (συμπεριλαμβάνοντας για πρώτη φορά εταιρικά ομόλογα), να μειώσει περαιτέρω το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, να εφαρμόσει μια νέα σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης παρέχοντας ισχυρά κίνητρα στις τράπεζες για χορήγηση πιστώσεων και να ενισχύσει περαιτέρω τις ενδείξεις που παρέχει για τη μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής. Αυτές οι αποφάσεις έδειξαν για άλλη μια φορά ότι η ΕΚΤ, ακόμη και όταν έρχεται αντιμέτωπη με παγκόσμιους παράγοντες που ωθούν σε μείωση του πληθωρισμού, δεν καταθέτει τα όπλα μπροστά στο φάσμα του εξαιρετικά χαμηλού πληθωρισμού.
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο η ΕΚΤ συνέβαλε στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης το 2015 ήταν αντιμετωπίζοντας απειλές κατά της ακεραιότητας της ζώνης του ευρώ, οι οποίες συνδέονταν κυρίως με τις εξελίξεις στην Ελλάδα το α' εξάμηνο του έτους. Λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε σχετικά με τη δέσμευση της νέας κυβέρνησης στο πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής, οι τράπεζες και το Ελληνικό Δημόσιο απώλεσαν την πρόσβαση στις αγορές και οι καταθέτες άρχισαν να αποσύρουν από τις τράπεζες τα χρήματά τους με ταχύτερους ρυθμούς. Το Ευρωσύστημα προσέφερε σανίδα σωτηρίας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (emergency liquidity assistance - ELA).
Η ΕΚΤ ενήργησε με πλήρη ανεξαρτησία σύμφωνα με τους κανόνες της. Δηλαδή διασφαλίστηκε αφενός ότι δεν παρείχαμε νομισματική χρηματοδότηση στην ελληνική κυβέρνηση και ότι χορηγήσαμε ρευστότητα μόνο στις τράπεζες που ήταν φερέγγυες και διέθεταν επαρκείς εξασφαλίσεις και αφετέρου ότι οι αποφάσεις που θα είχαν ευρύτερες συνέπειες για τη ζώνη του ευρώ λαμβάνονταν από τις πολιτικές αρχές που νομιμοποιούνται προς αυτό. Η προσέγγιση που ακολουθήσαμε ήταν απολύτως εντός των ορίων της εντολής μας: τηρήσαμε μεν τη δέσμευσή μας προς το ενιαίο νόμισμα η οποία περιέχεται στη Συνθήκη, την εφαρμόσαμε δε εντός των ορίων που θέτει το καταστατικό μας.
Παρόλο που οι κίνδυνοι καταστροφικών εξελίξεων αποσοβήθηκαν τελικά χάρη στη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδος και των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ για τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, αυτό το επεισόδιο κατέδειξε ότι η ζώνη του ευρώ ήταν εύθραυστη και επιβεβαίωσε εκ νέου την ανάγκη να ολοκληρωθεί η Νομισματική Ένωση. Προς τον σκοπό αυτό, τον Ιούνιο του 2015, ως ένας από τους «Πέντε Προέδρους», συνέβαλα στη σύνταξη έκθεσης η οποία περιέχει συγκεκριμένες προτάσεις για την περαιτέρω μεταρρύθμιση της θεσμικής αρχιτεκτονικής της ζώνης του ευρώ. Προκειμένου να επιτύχουμε μια ισχυρότερη ένωση και να αποφύγουμε την υπέρμετρη επιβάρυνση της κεντρικής τράπεζας, οι προτάσεις αυτές πρέπει εν τέλει να γίνουν πράξη».
Τέλος, σύμφωνα με τον Μάριο Ντράγκι, «το 2015 η ΕΚΤ ενίσχυσε την εμπιστοσύνη και προς τις δικές της διαδικασίες λήψης αποφάσεων ενδυναμώνοντας τη διαφάνεια και τη διακυβέρνησή της. Τον Ιανουάριο αρχίσαμε να δημοσιεύουμε τις αναφορές των συνεδριάσεών μας στις οποίες συζητείται η νομισματική πολιτική, παρέχοντας στους εξωτερικούς παρατηρητές μια ευκρινέστερη εικόνα των διαβουλεύσεών μας. Επίσης, αρχίσαμε να δημοσιεύουμε τις αποφάσεις όσον αφορά την έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα (ELA) και τα σχετικά ποσά, στοιχεία για τα υπόλοιπα του TARGET2, καθώς και το πρόγραμμα συναντήσεων των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής. Σε καιρούς μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής, τα βήματα αυτά προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης διαφάνειας είναι απαραίτητα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι λογοδοτούμε πλήρως στο κοινό.
Η διακυβέρνησή μας βελτιώθηκε και μέσω ενός προγράμματος με στόχο τη βελτιστοποίηση του τρόπου λειτουργίας της ΕΚΤ καθώς επεκτεινόμαστε σε νέα καθήκοντα και αντιμετωπίζουμε νέες προκλήσεις. Το 2015 αρχίσαμε να εφαρμόζουμε διάφορες συστάσεις που προέκυψαν από το εν λόγω πρόγραμμα, μεταξύ άλλων διορίζοντας για πρώτη φορά γενικό διευθυντή υπηρεσιών ώστε να στηριχθεί η εσωτερική οργάνωση της ΕΚΤ.
Το 2016 θα είναι για την ΕΚΤ ένα έτος εξίσου σημαντικών προκλήσεων. Αντιμετωπίζουμε αβεβαιότητα ως προς τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές. Αντιμετωπίζουμε δυνάμεις που συνεχίζουν να ωθούν προς μείωση του πληθωρισμού. Αντιμετωπίζουμε επίσης ερωτηματικά για το πού οδεύει η Ευρώπη και για την ανθεκτικότητά της σε νέες διαταραχές. Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσήλωσή μας στην εντολή που μας έχει ανατεθεί θα εξακολουθήσει να αποτελεί άγκυρα εμπιστοσύνης για τους πολίτες της Ευρώπης», καταλήγει στο σημείωμά του ο επικεφαλής της ΕΚΤ.
Τα δεδομένα για την Ελλάδα και οι τρεις φάσεις της κρίσης κατά τον Ντράγκι
Παροχή ρευστότητας προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε μια περίοδο αυξημένων εντάσεων
Σύμφωνα με την έκθεση, παράλληλα με την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης στην Ελλάδα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα λειτούργησε σε βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης και βελτιωμένο κλίμα στην αγορά κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2014, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της εξάρτησής του από χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους αποπληρωμής της ρευστότητας που του είχε χορηγηθεί μέσω του μηχανισμού έκτακτης ρευστότητας (ELA).
Εντούτοις, η πολιτική αβεβαιότητα οδήγησε σε σημαντικές αναλήψεις καταθέσεων και αύξησε τις εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές το πρώτο εξάμηνο του 2015. Έτσι επανήλθε η εξάρτηση από τον ELA, ενώ αυξήθηκε η προσφυγή σε χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα.
Οι εντάσεις στις αγορές υποχώρησαν και οι καταθέσεις σταθεροποιήθηκαν το καλοκαίρι του 2015, μετά τη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ σχετικά με το τρίτο πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής.
Σε γενικές γραμμές η χώρα πέρασε από τρεις φάσεις εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές το 2015.
Πρώτη φάση: σταδιακά αυξανόμενη προσφυγή στις πράξεις του Ευρωσυστήματος (από τον Δεκέμβριο του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2015)
Καθώς αυξάνονταν οι ανησυχίες των αγορών για το μέλλον του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα απώλεσε εν πολλοίς την πρόσβασή του σε χρηματοδότηση από την αγορά.
Αυτή η απώλεια χρηματοδότησης συνίστατο κυρίως σε εκροές καταθέσεων λιανικής και χονδρικής και σε μη ανανέωση συμφωνιών διατραπεζικής χρηματοδότησης με διεθνείς αντισυμβαλλομένους.
Καθώς οι ελληνικές τράπεζες διατηρούσαν επαρκούς ύψους περιουσιακά στοιχεία αποδεκτά ως ασφάλεια στις πράξεις του Ευρωσυστήματος, μπόρεσαν να αντισταθμίσουν την απώλεια χρηματοδότησης αυξάνοντας την προσφυγή σε πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος (ως επί το πλείστον σε πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης).
Δεύτερη φάση: προσφυγή στον ELA και συναφείς αποφάσεις (από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 2015)
Στο τέλος Ιανουαρίου και στις αρχές Φεβρουαρίου του 2015 οι ανησυχίες για την ολοκλήρωση της υπό εξέλιξη αξιολόγησης στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής αυξήθηκαν ραγδαία. Τον Δεκέμβριο του 2014 είχε χορηγηθεί δίμηνη παράταση.
Όσο πλησίαζε η λήξη της δίμηνης παράτασης δεν ήταν πλέον δυνατόν να υποτεθεί ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωνόταν με επιτυχία.
Έτσι το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 4.2.2015 να άρει από 11.2.2015 την εξαίρεση των εμπορεύσιμων τίτλων που έχει εκδώσει ή εγγυάται το Ελληνικό Δημόσιο από τον κανόνα της ελάχιστης επιτρεπτής πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Συνέπεια ήταν οι τίτλοι αυτοί να μη γίνονται πλέον αποδεκτοί ως ασφάλεια στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος. Ως εκ τούτου, μεγάλο ποσό της ρευστότητας που παρεχόταν τότε μέσω πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος υποκαταστάθηκε από ρευστότητα παρεχόμενη από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω του ELA.
Το Eurogroup αποφάσισε στις 24.2.2015 να παρατείνει την ισχύ της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης του Ευρωπαϊκού Ταµείου Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2015, με σκοπό την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ελληνικών αρχών και των θεσμών συνεχίστηκαν και το επόμενο διάστημα, αλλά οι χρηματοοικονομικές προοπτικές και το μακροοικονομικό περιβάλλον της Ελλάδος επιδεινώνονταν σταθερά, ασκώντας πρόσθετες πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα, κυρίως με τη μορφή αυξημένων εκροών καταθέσεων, οδηγώντας σε αυξανόμενη προσφυγή στον ELA.
Στο τέλος Ιουνίου του 2015 μια σειρά γεγονότων, όπως η απόφαση των ελληνικών αρχών να προκηρύξουν δημοψήφισμα και η μη παράταση του δεύτερου προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, οδήγησαν σε περαιτέρω εντάσεις.
Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν αρνητικά την καταλληλότητα και επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ασφάλεια για άντληση έκτακτης ρευστότητας μέσω του ELA, καθώς οι ασφάλειες αυτές συνδέονταν στενά με την ικανότητα της χώρας να τηρήσει τις χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις.
Υπό το φως των παραπάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 28.6.2015 να διατηρήσει αμετάβλητο το ανώτατο όριο του ELA για τις ελληνικές τράπεζες στο επίπεδο που είχε οριστεί στις 26.6.2015, όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου που δημοσίευσε η ΕΚΤ στις 28.6.2015.
Τρίτη φάση: σταθεροποίηση και βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας (από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 2015)
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις εκτεταμένες εκροές ρευστότητας, οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν στις 28.6.2015 τη θέσπιση τραπεζικής αργίας ώστε να σταθεροποιηθούν οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.
Η χρηματοοικονομική κατάσταση της Ελλάδος επιδεινώθηκε περαιτέρω τις επόμενες ημέρες, γεγονός που οδήγησε το Διοικητικό Συμβούλιο να αποφασίσει στις 6.7.2015 την προσαρμογή των περικοπών αποτίμησης που εφαρμόζονται στα συνδεόμενα με το Ελληνικό Δημόσιο εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που γίνονται αποδεκτά ως ασφάλεια από την Τράπεζα της Ελλάδος για την παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα και περαιτέρω στην απόφαση να διατηρήσει αμετάβλητο το ανώτατο όριο του μηχανισμού για τις ελληνικές τράπεζες στο επίπεδο που επικρατούσε στις 26.6.2015, όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου που δημοσίευσε η ΕΚΤ στις 6.7.2015.
Η Σύνοδος Κορυφής της ευρωζώνης στις 12.7.2015 συμφώνησε σε ένα τρίτο πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα, που καλύπτει περίοδο τριών ετών και χρηματοδοτείται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Χάρη στις θετικές για τη χρηματοοικονομική κατάσταση της χώρας εξελίξεις των προηγούμενων ημερών, το ανώτατο όριο του ELA για τις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκε στις 16.7.2015.
Μετά τη βελτίωση των χρηματοοικονομικών προοπτικών του Ελληνικού Δημοσίου, που συνδεόταν με το νέο πρόγραμμα και την εφαρμογή του από τις ελληνικές αρχές, οι συνθήκες ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα άρχισαν επίσης να βελτιώνονται. Οι τράπεζες ξανάνοιξαν στις 20.7.2015, αλλά οι περιορισμοί στις αναλήψεις και τις μεταφορές κεφαλαίων παρέμειναν σε ισχύ.
Εντούτοις, σύντομα οι ελληνικές αρχές ξεκίνησαν τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών για τις τράπεζες. Παράλληλα με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα παρατηρήθηκαν σε κάποιο βαθμό εισροές καταθέσεων και αποκαταστάθηκε εν μέρει η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές.
Οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκαν ουσιωδώς μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών το τελευταίο τρίμηνο του 2015.