Η Κομισιόν «βλέπει» ανάπτυξη για την Ελλάδα μεν, αλλά...
Με την εκτίμηση πως η αβεβαιότητα παραμένει μεγάλη και ότι η προβλεπόμενη ανάκαμψη της οικονομίας εξαρτάται από την έγκαιρη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και από τη θετική αντίδραση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε σήμερα, Τρίτη (03/05/2016) στη δημοσιότητα την έκθεση με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η Ελλάδα εκτιμάται πως θα επιστρέψει στην ανάπτυξη το δεύτερο εξάμηνο του 2016, ενώ επισημαίνεται πως «η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα το 2015».
«Η ανάπτυξη αυτή θα ενισχυθεί το 2017, χάρη στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», επισημαίνεται στην ίδια έκθεση.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο πως, παρά τα όσα θετικά αποτιμά η Κομισιόν για την Ελλάδα, κανείς από τους δανειστές δεν φαίνεται διατεθειμένος να λάβει υπ’όψιν του τις προβλέψεις αυτές, όπως το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και με τα στοιχεία της Eurostat.
Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με την Επιτροπή, το δημοσιονομικό έλλειμμα του κράτους αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, μετά τα βελτιωμένα δημοσιονομικά στοιχεία του 2015 και το εφεδρικό πακέτο μέτρων που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση.
Η Κομισιόν τονίζει ότι το 2015, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν ηπιότερη (-0,2%) σε σχέση με το αναμενόμενο, λόγω της επιβολής των περιορισμών κεφαλαίων. Η οικονομική ύφεση προβλέπεται να φτάσει το -0,3% το 2016, ελαφρώς βελτιωμένο σε σχέση με τις χειμερινές προβλέψεις, χάρη στην εσωτερική κατανάλωση, στις εξαγωγές και σε μια ακόμη θετική χρονιά στον τουρισμό. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η αβεβαιότητα θα υποχωρήσει με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, η οποία αναμένεται να στηρίξει την σταδιακή χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων και να τονώσει τις επενδύσεις.
Το 2017 αναμένεται να ενισχυθεί η ανάπτυξη με την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, τη βοήθεια των διαρθρωτικών ταμείων και την ένεση ρευστότητας μέσω της εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου.
Όσον αφορά την ανεργία, η Επιτροπή επισημαίνει ότι θα συνεχίσει να υποχωρεί καθ’ όλη την περίοδο των προβλέψεων, σημειώνοντας ότι σε αυτό συνετέλεσαν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, το θετικότερο σενάριο θα μπορούσε να προέλθει από την ταχύτερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.
Το πιο αρνητικό σενάριο θα μπορούσε να προκύψει από μια ενδεχόμενη αποτυχία πλήρους εφαρμογής του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, από μία πιο αρνητική επίδραση της προσφυγικής κρίσης στο εμπόριο και στον τουρισμό, αλλά και από την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου.
Συνεχίζοντας, η Επιτροπή τονίζει ότι η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και η δημοσιονομική προσαρμογή το δεύτερο εξάμηνο του 2015 συνέβαλαν έτσι ώστε η Ελλάδα να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας το στόχο του προγράμματος ( -0,25% του ΑΕΠ). Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2015 ανέβασε το έλλειμμα στο 7,2% του ΑΕΠ το 2015. Παρά την υπερ-απόδοση του 2015 η ελληνική κυβέρνηση προβλέπει μέτρα ύψους 3% του ΑΕΠ ως το 2018 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος για πρωτογενή πλεονάσματα 0,5%του ΑΕΠ το 2016, 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018.
Η έκθεση της Κομισιόν υπενθυμίζει, επίσης, ότι το πακέτο προσαρμογής περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό 1% του ΑΕΠ, στη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος 1% του ΑΕΠ, αλλαγές στο ΦΠΑ 0,25% του ΑΕΠ και προσαρμογές στις δημόσιες δαπάνες 0,75% του ΑΕΠ.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί στο 3,1% του ΑΕΠ το 2016 και στο 1,8% του ΑΕΠ το 2017.
Το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί στο 182,8% το 2016, λόγω της εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών και των δόσεων που απορρέουν από το πρόγραμμα. Η πτωτική τάση του χρέους αναμένεται να ξεκινήσει το 2017.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, το αρνητικό σενάριο όσον αφορά τις δημοσιονομικές προβλέψεις θα μπορούσε να προέλθει από μεγαλύτερες δαπάνες για το προσφυγικό και από πιθανές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Το θετικότερο σενάριο θα μπορούσε να προέλθει από μεταρρυθμίσεις στον τομέα των εσόδων και την αποτελεσματική εισπραξιμότητα των φόρων.