Αντίθετη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο η ελληνική νομοθεσία για το φόρο κληρονομιάς της πρώτης κατοικίας
Όπως προβλέπει ο ελληνικός κώδικας φορολογίας κληρονομιών (ΚΦΚ), «κατοικία ή οικόπεδο απαλλάσσεται από τον φόρο, εφόσον ο κληρονόμος δεν έχει δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε κατοικία ή ιδανικό μερίδιο κατοικίας που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του. Δικαιούχοι της απαλλαγής είναι οι Έλληνες και οι πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δικαιούχοι πρέπει να είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας».
Στη σημερινή του απόφαση, το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, ο φόρος κληρονομίας εμπίπτει στις διατάξεις της Συνθήκης της ΕΕ σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου τα συστατικά στοιχεία των πράξεων αυτών περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους-μέλους.
Κατά το ΔΕΕ, στους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, όσα έχουν ως συνέπεια την απομείωση της αξίας της κληρονομίας κατοίκου κράτους άλλου από το κράτος στο οποίο βρίσκονται τα οικεία περιουσιακά στοιχεία και το οποίο επιβάλλει φόρο κληρονομίας επί των στοιχείων αυτών. Ως εκ τούτου, κατά το ευρωδικαστήριο, συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων κανονιστική ρύθμιση κράτους-μέλους κατά την οποία η εφαρμογή απαλλαγής από τον φόρο κληρονομίας εξαρτάται από τον τόπο κατοικίας του κληρονομουμένου και του κληρονόμου κατά τον χρόνο του θανάτου, όταν έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά επαχθέστερη τη φορολογική μεταχείριση των κληρονομιών που αφορούν κατοίκους αλλοδαπής σε σύγκριση με τη μεταχείριση όσων κληρονομιών αφορούν μόνον κατοίκους ημεδαπής. Η διάταξη του ΚΦΚ έχει ως αποτέλεσμα την απομείωση της αξίας της κληρονομίας για τον κληρονόμο που πληροί όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις πλην της υποχρεώσεως μόνιμης κατοικίας στην Ελλάδα.