ΔΝΤ: Γιατί είναι σημαντικές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την οικονoμία
Συνήθως το ΔΝΤ συμπεριφέρεται όπως ο ένας ή ο άλλος θρησκευτικός θεσμός: διεκδικεί ένα κάποιο αλάθητο για τις οικονομικές αναλύσεις του και για τις κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες απορρέουν από αυτές. Σπάνια διορθώνει εαυτό και ποτέ δημόσια.
Τώρα όμως συνέβη. Ο αναπληρωτής επικεφαλής του Ταμείου Ντέιβιντ Λίπτον δημοσίευσε μια τρισέλιδη καταχώρηση στο blog του με θέμα: «Γιατί είναι σημαντικές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αναζωογώνηση της παγκόσμιας οικονομίας». Πρόκειται για μια δημοσίευση η οποία μοιάζει με εκπληκτική αλλαγή.
Επί χρόνια, στην πραγματικότητα από την έναρξη της κρίσης το 2018, οι περισσότεροι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ υποστήριζαν την άποψη ότι το χρήμα είναι αποφασιστικής σημασίας για να δοθεί πνοή στην παγκόσμια οικονομία. Οσο περισσότερα τόσο καλύτερα: δηλαδή ελαστική δημοσιονομική πολιτική, περισσότερες κρατικές δαπάνες, επομένως δισεκατομμύρια για περισσότερη ανάπτυξη σε όλον τον κόσμο.
Σε τι ωφέλησε αυτό; Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία η οικονομία περπάτησε με αυτόν τον τρόπο. Αν το δει κανείς σε παγκόσμιο επίπεδο λειτούργησε ακόμα καλύτερα στην Κίνα, στην Ασία. Αλλά και στην Ευρώπη και στην ευρωζώνη.
«Η πρόγνωση του ΔΝΤ για την παγκόσμια ανάπτυξη είναι απογοητευτική» γράφει τώρα ο Λίπτον στο Blog του: 3,1% ανάπτυξη για το 2016 και 3,4% το 2017. Συν το ότι η προοπτική αυτή σκιάζεται από την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, των συνεπειών του Brexit συμπεριλαμβανομένων.
Μετά τη συνάντηση των 20 πλέον ανεπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών το Σαββατοκύριακο στο Τσενγκντού της Κίνας το ΔΝΤ αλλάζει τρόπο σκέψης: ζητά διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καλύτερα εναρμονισμένες με τις μακροοικονομικές προϋποθέσεις της κάθε χώρας. Πρέπει όμως να διαβάσει κανείς το έγγραφο επακριβώς για να διακρίνει τις ελευθερίες που παρέχει.
Ο Λίπτον συμβουλεύει τις αναπτυσσόμενες χώρες να κάνουν μεταρρυθμίσεις οι οποίες βελτιώνουν τη λειτουργία των αγορών. Αντιθέτως οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα πρέπει να ενδυναμώσουν την καινοτόμες δυνατότητές τους.
Επίσης, συμβουλεύει τις χώρες να απορρυθμίσουν οικονομικά τις αγορές εργασίας σε καλές εποχές, διότι οι εργαζόμενοι θα είναι τότε περισσότερο πρόθυμοι να αναζητήσουν μια νέα θέση εργασίας. Αντιθέτως, σε χαλεπούς καιρούς, τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα είχαν ως συνέπεια μάλλον την απόλυση πολλών εργαζομένων.
Οσο πιο αδύναμη είναι μια οικονομία, τόσο σημαντικότερο είναι να επιλέξουν μεταρρυθμίσεις οι οποίες ενθαρρύνουν την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Επενδύσεις σε έργα υποδομής λ.χ. θα ενίσχυαν σήμερα την οικονομική δραστηριότητα και θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας. Και επειδή έτσι θα αυξηθεί και η παραγωγική ικανότητα είναι και μακροπρόθεσμες.
Μετά όμως προκύπτει κάτι το οποίο ο -ευρισκόμενος σε διακοπές Γερμανός υπουργός Οικονομικών- δεν θα διάβαζε με ευχαρίστηση: O Λίπτον συμβουλεύει επιπροσθέτως την υποστήριξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με ισχυρότερη οικονομική ζήτηση. Με αυξημένες κρατικές δαπάνες δηλαδή.
Επίσης, ανεπτυγμένες χώρες όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Γερμανία θα πρέπει να δαπανούν περισσότερα για τις δημόσιες υποδομές, όπως γράφει. Και αναφέρει τις τρεις χώρες ρητά. Εκτός αυτού, χώρες όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Κορέα, ο Καναδάς, η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ θα πρέπει να δημιουργήσουν καλύτερες ευκαιρίες για πλήρη απασχόληση των γυναικών.
Αλλες οι οποίες διαθέτουν λιγότερα χρήματα στα ταμεία τους, όπως η Ιταλία για παράδειγμα, πρέπει αντ΄αυτού να μεταρρυθμίσουν τις αγορές τους, κυρίως στούς τομείς των επενδύσεων και της απασχόλησης, χωρίς όμως να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον έγγραφο, το οποίο από τη μια πλευρά λέει κάτι για τη αλλαγή του ΔΝΤ και από την άλλη για τη διπλωματία και το μεγάλο βάρος της πολιτικής στου διεθνείς θεσμούς. Το αποφασιστικό στοιχείο στο τρισέλιδο κείμενο του Λίπτον είναι η επικεφαλίδα του: «Γιατί είναι σημαντικές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αναζωογόνηση της παγκόσμιας οικονομίας».
Η επικεφαλίδα του κειμένου θέτει το νέο κέντρο βάρους του Ταμείου, όχι τον διαφοροποιημένο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα προβλήματα, και συμπεριλαμβάνει τον μεγαλύτερο αντίπαλο της ελαστικής δημοσιονομικής πολιτικής, τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε.
Διότι είναι αυτός ο οποίος απορρίπτει σε τακτά διαστήματα τις αυξημένες δαπάνες για την αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας και ζητά αντ΄αυτών διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παγκοσμίως. Το ΔΝΤ υποχωρεί μεν κατά ένα μέρος αλλά δεν τον απαλλάσσει κιόλας από το δικό του καθήκον.
Πηγή: Die Welt