«Κόκκινα» δάνεια: Στο έλεος των αιμοβόρων funds εκατοντάδες επιχειρήσεις
Μέσω πλειστηριασμών αναμένεται να αλλάξουν χέρια εκατοντάδες επιχειρήσεις, των οποίων τα δάνεια έχουν «κοκκινήσει», καθώς οι τράπεζες πιέζονται να προχωρήσουν μαζικά σε ρυθμίσεις ή να βγάλουν τα δάνεια στο σφυρί. Κι αυτό γιατί τα funds δεν θέλουν να πληρώσουν καμιά υπεραξία στους ιδιοκτήτες των χρεωμένων εταιρειών, συζητούν μόνον όταν πρόκειται να δώσουν τίμημα κάτω από την καθαρή θέση της εταιρείας και αν δεν τα βρίσκουν... προτιμούν να περιμένουν μέχρι τους πλειστηριασμούς.
ΠΙΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥΣ - ΟΛΕΣ ΟΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Το ντόμινο των αλλαγών ξεκίνησε από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών του Δεκεμβρίου, και οι αλλαγές αυτές σήμερα μέσω των κόκκινων δανείων αγγίζουν ολόκληρο τον επιχειρηματικό κόσμο.
Οι περσινές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και, κυρίως, οι χαμηλές τιμές που δόθηκαν σ’ αυτές, μείωσαν το ενεργητικό των τραπεζών και εξοβέλισαν του Έλληνες μετόχους.
Ταυτόχρονα, μειώθηκε η δυνατότητα παρέμβασής τους σε σοβαρά θέματα, όπως η εκμετάλλευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και πλέον οι αποφάσεις λαμβάνονται από τους ξένους.
Ακολούθως, όσα προβλέπει το τρίτο Μνημόνιο για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τα κόκκινα δάνεια άνοιξε την πόρτα στις χαμηλές αποτιμήσεις δανείων και εταιρειών.
Μεταπώληση κόκκινων δανείων
Σύντομα θα ξεκινήσουν οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων αξίας πολλών δεκάδων δισ. ευρώ, με τις αλλαγές που προωθούνται στο θεσμικό πλαίσιο για τα κόκκινα δάνεια εν όψει της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου.
Ειδικότερα, έρχονται τροποποιήσεις στον νόμο για τα επιχειρηματικά δάνεια και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, και με την αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας για τα κόκκινα δάνεια θα αλλάξει ο τρόπος αντιμετώπισής τους. Οι τράπεζες θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την πολιτική ανοχής που είχαν και θα πιεστούν να προχωρήσουν είτε σε βιώσιμες ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις είτε σε πλειστηριασμούς.
Το υπουργείο Οικονομίας ετοιμάζει αλλαγές στον νόμο για τη διαχείριση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων (νόμος Δένδια), οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο στη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και στην ουσία λύνουν τα χέρια στις τράπεζες για να διαχειριστούν τον μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων.
Η διαχείριση αφορά κυρίως στη ρύθμιση των οφειλών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και σε ταχείες αναδιαρθρώσεις μεγάλων επιχειρηματικών δανείων με πρωτοβουλία των πιστωτών.
Μέχρι σήμερα οι τράπεζες ήταν διστακτικές στο να προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις διότι τα τραπεζικά στελέχη δεν ενέκριναν διαγραφές οφειλών υπό τον φόβο των πιθανών νομικών συνεπειών είτε για απιστία έναντι των μετόχων της τράπεζας, είτε για διακριτική μεταχείριση από ανταγωνιστικές ή άλλες επιχειρήσεις. Με τις αλλαγές, όμως, που προωθούνται στη νομοθεσία θα καλύπτονται οι τράπεζες για την περίπτωση των αναδιαρθρώσεων, ενώ θα τροποποιηθούν οι πτωχευτικές διαδικασίες και θα τους δοθούν μεγαλύτερες δυνατότητες για μετοχοποίηση δανείων με δική τους πρωτοβουλία.
Θα αλλάξουν χέρια οι επιχειρήσεις
Σημειώνεται ότι τα προβληματικά δάνεια των ελληνικών επιχειρήσεων φτάνουν στα 60 δισ. ευρώ και αποτελούν τον καλύτερο τρόπο για να τις αποκτήσουν κοψοχρονιά τα ενδιαφερόμενα fund.
Οι αλλαγές που πέρασαν στον Πτωχευτικό Κώδικα με το τρίτο μνημόνιο καλύπτουν τις προσδοκίες των ξένων, αφού επιταχύνουν τους πλειστηριασμούς. Σε περιπτώσεις προβληματικών επιχειρήσεων ο Κώδικας ορίζει εκκαθαριστές με άμεση διαδικασία (2-3 μήνες) και διενέργεια πλειστηριασμών. Ο Πτωχευτικός Κώδικας διευκολύνει τους ξένους επενδυτές, αφού όποιο ποσό κι αν ζητά ένας επιχειρηματίας, στο τέλος το εργοστάσιο θα τεθεί σε εκκαθάριση και θα καταλήξει σε ένα πλειστηρισμό όπου τα funds μπορούν να φροντίσουν να μην ανέβουν οι τιμές.
Οι επιχειρηματίες στο πλαίσιο αυτό είναι σε απόγνωση και για να αποφύγουν τη ρευστοποίηση των εταιρειών τους, ζητούν να εξαγοραστούν από διάφορες επιχειρήσεις ακόμη και έναντι 1 ευρώ.
Ταυτόχρονα οι τραπεζίτες δέχονται πιέσεις από τα credit funds προκειμένου να πουλήσουν κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια σε τιμές που κυμαίνονται από 10% έως και 20% της ονομαστικής αξίας τους. Στο περιβάλλον αυτό ευρύτερης απαξίωσης πολλές ελληνικές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε κλείσιμο και μεγάλος αριθμός πολύτιμων θέσεων εργασίας θα χαθούν.