Πρόταση ενίσχυσης του «σχεδίου Γιούνκερ» στα 620 δισ. ευρώ μέχρι το 2022
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για διπλασιασμό και παράταση του λεγόμενου επενδυτικού πακέτου Γιούνκερ, από τα 350 δισ. ευρώ στα 630 δισ. ευρώ ως το 2022, ανακοίνωσε σήμερα ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του για την Κατάσταση της Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο.
TΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΠΑΚΕΤΟΥ
Κατά την ομιλία του, ο Ζ. Κ. Γιούνκερ υπογράμμισε την ανάγκη να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή οικονομία μέσα από επενδύσεις σε θέσεις απασχόλησης και ανάπτυξης.
«Η Ευρώπη πρέπει να πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στη νεολαία της, σε όσους αναζητούν εργασία, στις νεοσύστατες επιχειρήσεις της. Το επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη, ύψους 315 δισ. ευρώ, οδήγησε ήδη σε επενδύσεις ύψους 116 δισ. ευρώ μέσα στο πρώτο έτος λειτουργίας του. Και τώρα θα του δώσουμε παγκόσμια διάσταση», δήλωσε ο Ζ.Κ. Γιύνκερ και συνέχισε λέγοντας:
«Θα εξασφαλίσουμε ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων θα δώσει τουλάχιστον 500 δις ευρώ ως το 2020 και θα κάνουμε ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες για να φτάσουμε τα 630 δις ως το 2022. Με τη συνεισφορά των κρατών μελών μπορούμε να φτάσουμε αυτό το στόχο ακόμα πιο γρήγορα. Θα προσπαθήσουμε να ελκύσουμε ιδιωτικές επενδύσεις γι αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε το κατάλληλο περιβάλλον».
Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε το επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη το Νοέμβριο του 2014, λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) - το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα του επενδυτικού σχεδίου - ήδη αναμένεται να κινητοποιήσει 116 δισ. ευρώ σε 26 κράτη μέλη, από τα οποία θα ωφεληθούν περισσότερες από 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παρουσίασε σήμερα νομοθετική πρόταση παράτασης με την οποία η αρχική τριετής περίοδος (2015-2018), με στόχο τα 315 δισ. ευρώ, θα επιμηκυνθεί με επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 500 τρισ. ευρώ έως το 2020, στο τέλος του τρέχοντος πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.
Για να ενισχυθεί η ικανότητα παρέμβασης του ΕΤΣΕ ακόμη περισσότερο και να επιτευχθεί ο στόχος του διπλασιασμού του επενδυτικού στόχου, η Επιτροπή καλεί και τα κράτη μέλη να συνεισφέρουν.
Η δεύτερη φάση του ΕΤΣΕ θα επικεντρωθεί στη χρηματοδότηση περισσότερων διασυνοριακών και βιώσιμων έργων, μέσω της σύνδεσης του ΕΤΣΕ με τους φιλόδοξους στόχους της συμφωνίας για το κλίμα COP21. Και η Επιτροπή προτείνει να αυξηθεί ακόμη περισσότερο η διαφάνεια εκθέτοντας λεπτομερώς και επακριβώς γιατί επελέγη κάθε έργο και πώς πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στον κανονισμό για το ΕΤΣΕ.
Προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω το ΕΤΣΕ, η Επιτροπή σκοπεύει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της γεωγραφικής κάλυψης, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην παροχή τοπικής, τεχνικής βοήθειας σε όσα κράτη μέλη επιθυμούν να ζητήσουν χρηματοδότηση.
Η Επιτροπή προτείνει επίσης να απλοποιηθεί περαιτέρω ο συνδυασμός των αιτήσεων χρηματοδότησης από το ΕΤΣΕ με άλλες πηγές χρηματοδότησης στην ΕΕ, όπως τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία (ΕΔΕΤ).
Επιπλέον, η Επιτροπή προτείνει να ενισχυθεί η κοινωνική διάσταση του ΕΤΣΕ με αύξηση του συνολικού ποσού των χρηματοδοτικών μέσων για τη στήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων και τη μικροχρηματοδότηση από 193 εκατ. ευρώ σε 1 δισ. ευρώ, γεγονός που αναμένεται να κινητοποιήσει σχεδόν 3 δισ. ευρώ συνολικών επενδύσεων.
Τέλος, η Επιτροπή ανακοίνωσε ένα νέο ευρωπαϊκό εξωτερικό επενδυτικό σχέδιο (ΕΕΣ). Το μέσο θα επιτρέψει την τόνωση των επενδύσεων στην Αφρική και τις γειτονικές χώρες της ΕΕ, ιδίως για την υποστήριξη των κοινωνικών και οικονομικών υποδομών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Με εισροές ύψους 3,35 δισ. ευρώ από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, το ΕΕΣ θα στηρίξει καινοτόμες εγγυήσεις και παρόμοια μέσα για τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων, κινητοποιώντας έως και 44 δισ. ευρώ σε επενδύσεις.
Εάν τα κράτη μέλη και άλλοι εταίροι καταβάλλουν συνεισφορά ανάλογη με εκείνη της ΕΕ, το συνολικό ποσό θα μπορούσε να ανέλθει σε 88 δισ. ευρώ.