Στην τελευταία θέση η Ελλάδα στην ελκυστικότητα επενδύσεων σε ΑΠΕ
Υποχώρησαν ως προς την κατάταξή τους στο Δείκτη Ελκυστικότητας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Renewable energy country attractiveness index - RECAI) της ΕΥ, όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές αγορές, την ώρα που η ανοδική πορεία λιγότερο ώριμων αγορών στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία συνεχίζεται, σύμφωνα με την τελευταία έκδοση της έκθεσης.
Στην τελευταία θέση της κατάταξης στο Δείκτη Ελκυστικότητας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Renewable energy country attractiveness index - RECAI) της ΕΥ βρίσκεται η Ελλάδα σε σύνολο 40 χωρών, σύμφωνα με την τελευταία έκδοση της έκθεσης.
Ο δείκτης διαμορφώνεται με βάση μία σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν τις προοπτικές της αγοράς των ΑΠΕ, όπως:
Τις μακροπρόθεσμες ανάγκες σε ενέργεια και το βαθμό στον οποίο μπορούν να καλυφθούν από ανανεώσιμες πηγές
Το βαθμό στον οποίο οι ισχύουσες πολιτικές ενθαρρύνουν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών
Την ύπαρξη βασικών προϋποθέσεων, όπως δίκτυα, μακροχρόνιες συμβάσεις και χρηματοδότηση
Τις προοπτικές για τις επιμέρους μορφές ΑΠΕ
Το γενικότερο επενδυτικό κλίμα, την ευκολία του επιχειρείν και τη μακροοικονομική σταθερότητα
Σύμφωνα με την ΕΥ το γεγονός ότι Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση της κατάταξης, αντανακλά τη χαμηλή βαθμολογία της χώρας στα περισσότερα από τα προαναφερθέντα κριτήρια.
Ολες σχεδόν οι ευρωπαϊκές αγορές υποχώρησαν ως προς την κατάταξή τους στο Δείκτη Ελκυστικότητας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, την ώρα που η ανοδική πορεία λιγότερο ώριμων αγορών στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία συνεχίζεται.
Οι αναδυόμενες αγορές καταλαμβάνουν πλέον τις μισές από τις 40 θέσεις στο Δείκτη Ελκυστικότητας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων Αφρικανικών αγορών μεταξύ των 30 πρώτων θέσεων. Μόλις πριν από μία δεκαετία, μόνο η Κίνα και η Ινδία μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις αναπτυγμένες αγορές ως προς την ελκυστικότητα των επενδύσεων σε ΑΠΕ.
Η Χιλή (4), η Βραζιλία (6) και το Μεξικό (7) βελτίωσαν τη θέση τους μεταξύ των 10 ελκυστικότερων χωρών, ενώ η Γερμανία (5) και η Γαλλία (8) υποχώρησαν, σύμφωνα με το Δείκτη.
Είναι σαφές ότι οι αναδυόμενες αγορές μετασχηματίζουν την ενεργειακή τους πολιτική με πρωτοφανείς ρυθμούς. Πέρυσι, για πρώτη φορά, οι επενδύσεις ΑΠΕ στις αναπτυσσόμενες χώρες ξεπέρασαν εκείνες στις αναπτυγμένες, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική.
Η Χιλή είναι μία ακόμα από τις περιπτώσεις χωρών όπου οικονομικά βιώσιμες μονάδες ΑΠΕ μπορούν πλέον να ανταγωνισθούν απευθείας με τις διαφορετικές πηγές ενέργειας. Την ίδια ώρα, ο τομέας των ΑΠΕ στη Βραζιλία δείχνει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα εν μέσω οικονομικής ύφεσης. Επιπλέον, οι πρόσφατες δημοπρασίες ενέργειας στο Μεξικό έχουν δημιουργήσει μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες στο πλαίσιο μίας νέας, απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας.
Την ίδια ώρα, οι ευρωπαϊκές αγορές φαίνεται να μετριάζουν τις φιλοδοξίες τους ως προς τις ΑΠΕ, καθώς δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις ένταξης των νέων αυτών μορφών ενέργειας στο παραδοσιακό ενεργειακό τους μίγμα και στις μέχρι σήμερα επικρατούσες συμβατικές τεχνολογίες.
Οι ΗΠΑ (1), η Κίνα (2) και η Ινδία (3) διατήρησαν τις τρεις πρώτες θέσεις στο Δείκτη, καθώς το μέγεθος και η κλίμακα της δραστηριότητάς τους στον τομέα των ΑΠΕ ξεπερνά αυτήν άλλων χωρών. Ανεξάρτητα από την αβεβαιότητα που περιβάλει τη νέα νομοθεσία ενέργειας των ΗΠΑ (Clean Power Plan), η χώρα διατήρησε την πρώτη θέση στην κατάταξη, μετά και την πενταετή παράταση των φορολογικών ελαφρύνσεων για την αιολική και ηλιακή ενέργεια. Αυτό δημιούργησε ένα κρίσιμο κίνητρο για τους επενδυτές και αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική ανάπτυξη του ενεργειακού δυναμικού έως το 2020, σύμφωνα με την έρευνα.
Πρώτη από τις νέες εισόδους στο Δείκτη ήταν η Αργεντινή, που πέτυχε την υψηλότερη βαθμολογία μεταξύ των νεοεισερχόμενων χωρών. Οι προτάσεις για το μετασχηματισμό της οικονομίας της χώρας, αλλά και για την εκπόνηση ενός φιλόδοξου προγράμματος σχετικού με τις ΑΠΕ από τη νέα κυβέρνηση, κατέταξε τη χώρα στη 18η θέση, αναδεικνύοντας την ταχύτητα με την οποία οι νέες αγορές μπορούν να συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον των επενδυτών.