Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Δυσβάσταχτοι οι φόροι του προϋπολογισμού 2017 – Θα έρθει ύφεση

Για «φοροκεντρική λιτότητα» και για «βάθυνση της ύφεσης γιατί προβλέπει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα» κάνει λόγο το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σχολιάζοντας το σχέδιο προϋπολογισμού 2017.

«Ο προϋπολογισμός 2017 όπως προετοιμάζεται έχει βραχυπρόθεσμα έντονα υφεσιακό χαρακτήρα μολονότι η υφεσιακή επίπτωση μπορεί εν μέρει να εξουδετερωθεί με την αλλαγή του οικονομικού κλίματος λόγω ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων» σημειώνει μεταξύ άλλων το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην έκθεσή του επί του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού του 2017.

Οι συντάκτες της έκθεσης χαρακτηρίζουν φιλόδοξους τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, προτείνοντας προς τα κάτω αναθεώρησή τους αλλά κα ανακατανομή του κέντρου βάρους μεταξύ φόρων και δαπανών υπέρ των τελευταίων.

Στην έκθεση αναφέρεται ότι το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2017 «χαρακτηρίζεται από φοροκεντρική λιτότητα για την επίτευξη του στόχου ως προς ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ». Και όπως σημειώνεται «μολονότι, τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα είχαν πιθανόν μικρότερη άμεση υφεσιακή επίπτωση, το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης».

Όπως επεσήμανε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής κ. Λιαργκάβας, μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής το προσχέδιο δείχνει «προς την πλευρά της συνέχισης της λιτότητας, δηλαδή μείωση δαπανών και αυξήσεις φόρων. Αυτά λειτουργούν υφεσιακά και, σε συνδυασμό μάλιστα, με ένα υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο υπάρχει αυτήν τη στιγμή, τον αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές και την αδυναμία αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής, δημιουργείται ένα τοξικό κλίμα και ενισχύουν τον κίνδυνο οικονομικής στασιμότητας».

«Τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική διευθέτηση του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτόν και έχουν σύμμαχο το ΔΝΤ», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

«Όμως αντισταθμιστικές ενέργειες, κυρίως από την πλευρά της κυβέρνησης είναι δυνατόν να περιορίσουν σημαντικά τις υφεσιακές επιπτώσεις της φοροκεντρικής πολιτικής προσαρμογής. Οι ενέργειες αυτές σε συνδυασμό μάλιστα με ένα φιλικό προς την ανάπτυξη (και κοινωνικά δίκαιο) σχέδιο περικοπής πρωτογενών δαπανών μπορεί να οδηγήσουν σε επεκτατική δημοσιονομική προσαρμογή» σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης.

Σε ό,τι αφορά στις εκτιμήσεις για οικονομική μεγέθυνση της οικονομίας κατά 2,7% το 2017 η έκθεση επισημαίνει ότι οι
«προβλέψεις για την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές μπορούν να χαρακτηριστούν αρκετά αισιόδοξες» και ότι υπάρχουν κίνδυνοι - εσωτερικοί κα εξωτερικοί - που απειλούν τη πραγματοποίησή τους.

Δεδομένου ότι τα περιθώρια για οριζόντιες περικοπές δαπανών και οριζόντιες αυξήσεις φόρων έχουν εξαντληθεί «το κέντρο βάρους πρέπει να μετατεθεί στην ανακατανομή των φόρων και των δαπανών» προτείνεται στην έκθεση. Στον τομέα αυτόν όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «βάσεις του προσχεδίου ξεχωρίζει η προσπάθεια της κυβέρνησης να κατευθύνει ένα σημαντικό ποσό 871 εκατ. ευρώ μόνο για το 2017 στην κατηγορία των κοινωνικών επιδομάτων.

Από αυτά τα 571 εκατ. ευρώ αφορούν το νεοσυσταθέν Εισόδημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τα υπόλοιπα 300 εκατ. ευρώ αφορούν παρεμβάσεις στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής προστασίας και της παιδείας».

Σε ό,τι αφορά στα δημόσια οικονομικά στην έκθεση σημειώνεται ότι βρίσκονται σήμερα «σε καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με το 2009 ή το 2010» αλλά υποστηρίζεται ότι «πολλά θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη του ασφαλιστικού, η διατηρησιμότητα του οποίου, σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις δεν έχει διασφαλισθεί παρά τις τελευταίες αλλαγές».

Όπως και άλλες φορές το Γραφείο Προϋπολογισμού τάσσεται υπέρ της εφαρμογής του μνημονίου αναφέροντας «αναμενόμενη ανάκαμψη κινδυνεύει να αναβληθεί αν δεν εφαρμοσθούν οι μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου και αν δεν γίνουν ικανές επενδύσεις τόσο του κράτους (μέσω κοινοτικών προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων) όσο και του ιδιωτικού τομέα».

Σχετικές ειδήσεις