«Μαύρη» οικονομία 40 δισ. ευρώ στην Ελλάδα
Η αύξηση της φορολογίας, η ανεργία και ο τεράστιος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αριθμός των αυτοαπασχολουμένων αποτελούν παράγοντες διόγκωσης της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, τα capital controls όμως και η έλλειψη «ζεστού χρήματος» αποτελούν παράγοντες που δημιουργούν ολοένα και περισσότερα προβλήματα στην ολοκλήρωση των «μαύρων» συναλλαγών.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΚΙΩΔΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - 750 ΕΥΡΩ ΜΑΥΡΑ ΔΑΠΑΝΑ ΚΑΘΕ ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ - ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Στα 40 δισ. ευρώ, υπολογίζεται η «μαύρη» οικονομία στην Ελλάδα, αν και μειώθηκε κατά 20 δισ. στα χρόνια της κρίσης. Υπολογίζεται δε πως κάθε ένας από μας δαπανά πάνω από 750 ευρώ τον χρόνο για αγορά αδήλωτων προϊόντων και υπηρεσιών. Περισσότερα ξοδεύουν οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Η μαύρη οικονομία ανέρχεται στα 40 δισ. ευρώ τον χρόνο και το Δημόσιο χάνει περί τα 16 δισ. ευρώ ετησίως από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Οι έρευνες μέτρησης της παραοικονομίας στην Ελλάδα, δείχνουν ότι η αναλογία από το 25,4% του ΑΕΠ που ήταν το 2010, υποχώρησε στο 23,6% μέσα σε μια τετραετία. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό σημαίνει ότι η μαύρη οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου: αντιστοιχούσε σε περίπου 59-60 δισ. ευρώ το 2010, ενώ σήμερα εκτιμάται ότι έχει υποχωρήσει κοντά στα 40 δισ. ευρώ. Ως κυριότερη αιτία της υποχώρησης θεωρείται η έλλειψη ρευστότητας, η οποία αποτελεί και «πηγή ζωής» για τη μαύρη οικονομία.
Τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτό το 23%-25% στο οποίο υπολογίζεται η «σκιώδης οικονομία» στην Ελλάδα; Οι ερευνητές, σύμφωνα με την Καθημερινή της Κυριακής, εντάσσουν τις παράνομες δραστηριότητες που συνεπάγονται την παροχή νόμιμων αγαθών και υπηρεσιών και όχι τις παράνομες δραστηριότητες που συνεπάγονται την παροχή παράνομων αγαθών και υπηρεσιών. Ετσι, το λαθρεμπόριο καπνικών, καυσίμων και οινοπνευματωδών, ή η αγορά προϊόντων «μαϊμού», εντάσσεται στη «σκιώδη οικονομία», σε αντίθεση –για παράδειγμα– με τα ναρκωτικά που δεν συμπεριλαμβάνονται.
Το τι σημαίνει η διατήρηση της «σκιώδους οικονομίας» σε τόσο υψηλά επίπεδα, προκύπτει με έναν απλό υπολογισμό: η φορολογική απόδοση μιας μονάδας του ΑΕΠ ανέρχεται περίπου στο 40%. Αν λοιπόν η «σκιώδης οικονομία» διαμορφώνεται στο 24%-25% ετησίως, το Δημόσιο χάνει έσοδα που αντιστοιχούν περίπου στο 9%-10% του ΑΕΠ ή κοντά στα 16 δισ. ευρώ ετησίως.
Το ελληνικό 24%-25% του ΑΕΠ είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στον κόσμο. Μας ξεπερνούν μόνο η Βουλγαρία (31%), η Κροατία, η Ρουμανία, η Λιθουανία και η Εσθονία με 28%, η Τουρκία με 27% και η Λετονία με 26%. Οσον αφορά στους λόγους για τους οποίους το ποσοστό διατηρείται σε τόσο υψηλά επίπεδα, καταγράφονται αναλυτικά στην έρευνα για τη «σκιώδη οικονομία» που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Θαλής».
Οι αιτίες
Η έρευνα με επιστημονικό υπεύθυνο τον Αριστείδη Μπιτζένη προσδιορίζει ως σημαντικότερους παράγοντες:
1. Την εκρηκτική αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας αλλά και του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Ο ΦΠΑ του 24% συγκαταλέγεται στους τρεις υψηλότερους στην Ευρώπη, σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα ο ανώτατος συντελεστής (έως και 55% μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης) δεν ενεργοποιείται από τόσο χαμηλό επίπεδο εισοδήματος (45.000 ευρώ), ενώ και ο συντελεστής υπολογισμού των εισφορών (εργοδοτικές και εργαζομένου) είναι στους τρεις υψηλότερους στην Ευρώπη.
2. Την ανεργία. Οι μελέτες αποτυπώνουν ευθεία συσχέτιση της ανεργίας με την αύξηση της «σκιώδους οικονομίας» και η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην κορυφή της Ευρώπης όσον αφορά στο ποσοστό της ανεργίας. Από την επεξεργασία των στοιχείων του Ευρωβαρόμετρου, προκύπτει ότι οι άνεργοι δαπανούν 789 ευρώ (κατά μέσον όρο) σε αδήλωτα προϊόντα και υπηρεσίες σε αντίθεση με τους μισθωτούς, οι οποίοι ρίχνουν τη «μαύρη» δαπάνη στα 493 ευρώ.
3. Το μερίδιο της αυτοαπασχόλησης στη συνολική απασχόληση. Οι εταιρείες που απασχολούν έως 9 άτομα προσωπικό αντιπροσωπεύουν στην Ελλάδα το 96% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων και απασχολούν το 55% του προσωπικού, όταν στην Ευρώπη ο μέσος όρος διαμορφώνεται κάτω από το 30%. Οι αυτοαπασχολούμενοι στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 32% του συνόλου των εργαζομένων, όταν ο μέσος όρος για την Ευρωπαϊκή Ενωση των «28» διαμορφώνονται στο 14%. Η δαπάνη των αυτοαπασχολουμένων στα αδήλωτα προϊόντα και υπηρεσίες εκτινάσσεται στα 950 ευρώ, πολύ πάνω από τον μέσο όρο των 750 ευρώ.
4. Τη γραφειοκρατία.
5. Τη φορολογική ηθική. «Περιγράφει τη διάθεση των πολιτών να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις μέσα από τον συνδυασμό των ακόλουθων παραγόντων: τα προσωπικά κίνητρα όσον αφορά στο κέρδος από τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, την επιρροή του κοινωνικού περίγυρου της κουλτούρας κ.λπ.», αναφέρει ο Βασίλης Βλάχος από το Παρατηρητήριο Μέτρησης της Παραοικονομίας.
Η ευθύνη για την απώλεια αυτών των 16 δισ. ευρώ ετησίως διαχέεται σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, όπως αποτυπώνεται και σε πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την αδήλωτη εργασία.
Οι πρακτικές
Στη συγκεκριμένη μελέτη, η οποία παραδόθηκε στα χέρια του πρώην υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου, εμπεριέχονται καθημερινές πρακτικές των Ελλήνων που επηρεάζουν τα δημόσια έσοδα:
• Κάθε πολίτης δαπανά –κατά μέσον όρο– περίπου 748 ευρώ για την αγορά αδήλωτων αγαθών και υπηρεσιών.
• Εμπεριέχονται επίσης στοιχεία για το μέσο εισόδημα που εισπράττεται με τη μορφή των «μαύρων». Ο μέσος όρος διαμορφώνεται στα 1.268 ευρώ.
• Περισσότερα «μαύρα» εισπράττουν οι άνδρες (1.941 ευρώ) παρά οι γυναίκες (778 ευρώ).
• Για τους αυτοαπασχολούμενους, το αδήλωτο εισόδημα εκτινάσσεται στα 5.000 ευρώ, ενώ για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος πέφτει στα 1.000 ευρώ.
• Με βάση δε το ηλικιακό κριτήριο, μεγαλύτερη ροπή στα αδήλωτα εισοδήματα εμφανίζουν οι άνω των 55 ετών (με περίπου 2.909 ευρώ), όταν για τους νέους κάτω των 24 ετών το αντίστοιχο ποσό πέφτει στα 754 ευρώ.
Το ζητούμενο πλέον είναι να υιοθετηθούν άμεσα πολιτικές για τη μεταφορά μέρους της «σκιώδους οικονομίας» στην επίσημη. Πολιτικές που προτείνει το Παρατηρητήριο για την παραοικονομία με στόχο να επιταχυνθεί η μεταφορά... δισεκατομμυρίων είναι:
1. Η θέσπιση κανόνων για την εξασφάλιση της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου.
2. Η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τη φοροδιαφυγή και η αποφυγή υπερβολών όπως αυτή που ταυτίζει σήμερα τον οφειλέτη με τον φοροφυγά.
3. Η αύξηση των ελέγχων αλλά και η παροχή κινήτρων στους ελεγκτές για τη διεκπεραίωσή τους.
4. Ο αποκλεισμός φυσικών και νομικών προσώπων που καταδικάζονται για φοροδιαφυγή από δημόσιους διαγωνισμούς και προγράμματα χρηματοδότησης με εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους.
5. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών. Πρόταση του Παρατηρητηρίου αποτελεί το να είναι αφορολόγητες οι «επενδύσεις εκ του μηδενός».