Είδηση - «βόμβα» για όσους πίνουν καφέ
Ήδη μέσα στα χρόνια της κρίσης το αγαπημένο καφεδάκι των Ελλήνων μπορεί να μην επιβαρύνθηκε άμεσα, ωστόσο όλοι οι υπόλοιποι φόροι, η μείωση εσόδων, οι αυξήσεις και οι όποιες περικοπές που άδειασαν το πορτοφόλι οδήγησαν τους περισσότερους να κυκλοφορούν με το ποτήρι του καφέ στο χέρι, προκειμένου να μην στερηθούν ίσως και τη μοναδική τους απόλαυση.
Οι συνεχείς μεταβολές στην καθημερινότητά μας επί τα χείρω όμως δεν σταματούν εδώ. Από την Πρωτοχρονιά ακριβότερα θα είναι μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών με την αύξηση της φορολογίας.
Εκ των θυμάτων η αγορά του καφέ αλλά και εκατομμύρια καταναλωτές από την 1η Ιανουαρίου 2017.
Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης κατά την εισαγωγή του προϊόντος με ταρίφα 2 έως 4 ευρώ ανά κιλό, μεταφράζεται, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, όπως γράφουν τα Νέα, σε ανατιμήσεις 10 λεπτών ανά σερβιριζόμενο καφέ σε καταστήματα εστίασης και κατά 25% στην τιμή λιανικής στο ράφι.
Τον περασμένο Μάιο η κυβέρνηση, προκειμένου να κλείσει τα δημοσιονομικά μέτρα της πρώτης αξιολόγησης, ψήφισε μεταξύ άλλων και την επιβολή του συγκεκριμένου φόρου ο οποίος κλιμακώνεται ανάλογα με την κατηγορία καφέ.
Στον ωμό, μη καβουρδισμένο καφέ ο φόρος είναι δύο ευρώ ανά κιλό (πάντα κατά την εισαγωγή), στον καβουρδισμένο αυξάνεται σε τρία ευρώ και για τον στιγμιαίο καφέ καθώς και τα παρασκευάσματα από εκχυλίσματα, αποστάγματα ή συμπυκνώματα καφέ ο φόρος είναι τέσσερα ευρώ ανά κιλό.
Η ετήσια κατανάλωση καφέ στην Ελλάδα ξεπερνά τους 42.000 τόνους σε ετήσια βάση και σύμφωνα με πηγές της αγοράς η δημοσιονομική αποτελεσματικότητα του μέτρου είναι τουλάχιστον αμφίβολη. Τα προσδοκώμενα από το υπουργείο Οικονομικών έσοδα ανέρχονται σε 62 εκατ. ευρώ, αλλά η αγορά βλέπει ως πιθανότερο σενάριο την άνθηση του παράνομου εμπορίου και της φοροδιαφυγής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ιδίως στον ωμό, μη καβουρδισμένο καφέ η επιβολή του φόρου των δύο ευρώ ανά κιλό εισαγόμενου προϊόντος συνεπάγεται διπλασιασμό του κόστους, με δραματικές - όπως τις χαρακτηρίζουν οι ίδιες πηγές - επιπτώσεις σε μια αγορά η οποία απασχολεί, από την παραγωγή έως την πώληση, περισσότερους από 200.000 εργαζομένους.