Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Κίνδυνοι για την οικονομία ακόμη και νέο μνημόνιο
Προειδοποιήσεις πάσης φύσεως περιλαμβάνει η Εκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού για τους κινδύνους που είναι αντιμέτωπη η οικονομία εν μέσω της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση που δεν ολοκληρώνεται.
ΣΥΣΤΗΝΕΙ ΓΡΗΓΟΡΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ - Το οικονομικό κόστος καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό.
Οι καθυστερήσεις, σε συνδυασμό με τις αρνητικές τάσεις που διαμορφώνονται στο ΔΝΤ για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, απειλούν να ελαχιστοποιήσουν το «ατμοσφαιρικό» και το ευθέως οικονομικό όφελος που αναμένουμε από μια τελική συμφωνία. Προφανώς η πολιτική ηγεσία, στο βαθμό που της αναλογεί, δυσκολεύεται να πείσει διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς πυλώνες για την ανάληψη των αναγκαίων μέτρων και νομοθετικών πρωτοβουλιών που θα πρέπει να υιοθετήσει όταν καταλήξει η συμφωνία για την υλοποίηση του προγράμματος. Ας το διατυπώσουμε διαφορετικά: Το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό, εκ των βασικών συμπερασμάτων της έκθεσης του γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, το οποίο υπερτονίζει ότι αν υπάρξει νέα καθυστέρηση στην αξιολόγηση τότε θα έρθει νέο μνημόνιο.
Το κλείσιμο της αξιολόγησης σε εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα ένταξης της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ συνιστά στην τριμηνιαία έκθεση του για την ελληνική οικονομία το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής το οποίο καταγράφει τις θετικές εξελίξεις με την επαναφορά της οικονομίας σε ρυθμούς ανάπτυξης το 2016, τη μείωση της ανεργίας και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος υψηλότερου των στόχων. Το γραφείο Προυπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επαναλαμβάνει τη θέση του ότι η απαίτηση των θεσμών για πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας μετά το 2018 ύψους 3,5% του ΑΕΠ είναι αντιπαραγωγικός και πηγή κινδύνων για την ανάπτυξη.
«Υπάρχει ακόμα καιρός για το κλείσιμο της αξιολόγησης (που θα έπρεπε πάντως να είχε συμβεί τις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου). Αν τελικά επιτευχθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα (το αργότερο εντός Φεβρουαρίου), θα δώσει την δυνατότητα στην Ελλάδα να ενταχθεί ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (πιθανότατα τον Μάρτιο) στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ που θα επιτρέψει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας. Οι τράπεζες θα μπορέσουν να αντλήσουν ανετότερα ρευστότητα από την ΕΚΤ και η κυβέρνηση θα αποσύρει βαθμιαία τους κεφαλαιουχικούς ελέγχους. Στη συνέχεια, ρεαλιστικό θα ήταν να επιδιώξει η κυβέρνηση, δοκιμαστικά έστω, την έξοδο στις αγορές. Η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει την εφαρμογή του περιβόητου «κόφτη», την υποχρέωση δηλαδή να περικόψει πρωτογενείς δαπάνες (μισθούς και συντάξεις κυρίως του Δημοσίου). Με το κλείσιμο της αξιολόγησης επίσης θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική και θα διευρυνθούν οι προοπτικές της οικονομίας».
Αυτό σημειώνεται στην τριμηνιαία έκθεση και αφορά στο διάστημα Οκτώβριος - Δεκέμβριο 2016.
Σύμφωνα με την έκθεση «η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα σήμαινε επίσης ότι κλείνει σειρά ολόκληρη ευαίσθητων ζητημάτων και, τότε, μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα επιστρέψουμε σε σταθερούς θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που θα διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η ανεργία θα μειωθεί. Με δυο λόγια, αν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα. Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις π.χ. για ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Σημαίνουν όμως ότι το κλειδί είναι οι μεταρρυθμίσεις» επισημαίνουν οι καθηγητές συντάκτες της έκθεσης με επικεφαλής Παναγιώτη Λιαργκόβα.
«Με την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης δεν τελειώνει το μονοπάτι εφαρμογής του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (Μνημονίου) και η ομαλή εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων της τρέχουσας δανειακής σύμβασης για τους εξής λόγους:
- Πρώτον, θα χρειασθεί χρόνος για την πλήρη εφαρμογή των νομοθετικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και των τυχόν εκκρεμοτήτων που θα μεταφερθούν στο επόμενο στάδιο.
- Δεύτερον, ακολουθεί αμέσως μετά τη δεύτερη, η τρίτη αξιολόγηση προόδου, που αν ερμηνεύσουμε το Μνημόνιο κατά γράμμα και μετά τις καθυστερήσεις των προηγούμενων θα πρέπει να τελειώσει σε ασφυκτικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Αυτό σημαίνει πιθανόν ότι ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων.
Επίσης, η επόμενη αξιολόγηση περιλαμβάνει (πέραν των τυχόν εκκρεμοτήτων μεταξύ άλλων στην ενέργεια, στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και στις ιδιωτικοποιήσεις) μόνο φαινομενικά εύκολα ζητήματα: νέες ιδιωτικοποιήσεις, περαιτέρω ρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, κατάρτιση νέου κώδικα φορολογίας για να απλουστευθεί η τωρινή νομοθεσία κ.α.».
Η Ελλάδα μετά το 2018, όπως σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, θα χρειαστεί δάνεια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της. «Αυτά μπορούν να εξευρεθούν είτε από τις αγορές, εφόσον έχει καταφέρει να βγει σε αυτές, είτε από τον ΕΜΣ. Και αυτό το γεγονός αποτελεί πεδίο που δυσκολεύει και το κλείσιμο της αξιολόγησης λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων μεταξύ ΔΝΤ, Ε.Ε και ελληνικής κυβέρνησης».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Ειδικότερα επισημαίνεται ότι: «Προφανώς, ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον EΜΣ θα συνοδευθεί σύμφωνα με τους κανόνες του από ένα νέο, το τέταρτο Μνημόνιο (=πρόγραμμα προσαρμογής). Αλλά οι δυσκολίες έγκρισης ενός νέου προγράμματος από τους εταίρους που θα βρίσκονται υπό σημαντικές πολιτικές πιέσεις καθιστά επίφοβους τους όρους που θα το συνοδεύουν. Αν δεν υπάρξει συμφωνία με τον ΕΜΣ (που σημειωτέον είναι διακυβερνητικό όργανο και όχι όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ή χρηματοδότηση μέσω εξόδου στις αγορές, τότε η πτώχευση θα είναι αναπόφευκτη με πιθανότατη συνέπεια την έξοδο από το Ευρώ».
Η φορολογία
Οσον αφορά τη φορολογία στην Εκθεση σημειώνεται πως οι συνεχείς μεταβολές στη φορολογία πρέπει να σταματήσουν καθώς προκαλούν αβεβαιότητες και δεν επιτρέπουν σε άτομα, ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρη- ματίες να προγραμματίσουν σε βάθος χρόνου. Αποτρέπουν σοβαρούς επενδυτές και δίνουν κίνητρα για φοροδιαφυγή, την οποία η κυβέρνηση επιχειρεί μα άλλα μέτρα (ηλεκτρονικές συναλλαγές κλπ) να περιορίσει. Η νομοθεσία είναι πολύπλοκη. Η φοροδιαφυγή παραμένει προγραμματικός στόχος της πολιτικής.
Συνοπτικά, σημειώνεται, το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης είναι υψηλό, όχι καθαυτό, αλλά σε συνδυασμό με τις λοιπές διαρθρωτικές υστερήσεις – απρόβλεπτες μεταβολές στην οικονομική πολιτική, ανασφάλεια δικαίου, κακές υποδομές, δυσκολίες στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, γραφειοκρατία, φορολογική αστάθεια κλπ. Είναι σε τέτοιες συνθήκες που διογκώνονται οι αρνητικές επιπτώσεις των αυξήσεων φορολογικών συντελεστών σε επιχειρήσεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε ειδική αναφορά για την παροχή Τσίπρα με το βοήθημα στους συνταξιούχους, επισημαίνει ότι «δεν φαίνεται να προηγήθηκε πειστική ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών. Αφησε άλλες κατηγορίες ευπαθώς ομάδων, με πολύ χαμηλότερο εισόδημα από το ότιο των 850 ευρώ (πχ μακροχρόνια άνεργους), επαναλαμβάνοντας άστοχες επιλογές του παρελθόντος».
Αναφορικά για την ανεργία τονίζεται ότι «η μείωση του ποσοστού συνοδεύεται με τη σημαντική εξάπλωση των λεγόμενων «ελαστικών» μορφών απασχόλησης».
Οσον αφορά το εσωτερικό σημειώνεται πως «οι εγχώριοι παράγοντες ανάσχεσης παραμένουν ενεργοί σε πολλούς μεταρρυθμιστικούς τομείς όπου η κατάσταση είναι πράγματι ασαφής. Ναι μεν ψηφίστηκαν πολυνομοσχέδια με πάσης φύσεως αλλαγές, αλλά οι εκκρεμότητες είναι μεγάλες και επιβαρύνουν τις σχέσεις με ους θεσμούς. Ουσιαστικά στην πράξη διακυβεύεται η συνολική ισορροπία του προγράμματος. Δεν έχει γίνει σαφές πόσο καθυστερήσεις, αδράνειες και αντιφάσεις στο μέτωπο υλοποίησης των δεσμεύσεων του Μνημονίου και η χαμηλή εμπιστοσύνη δεν αφήνουν την ελληνική οικονομία να προχωρήσει», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Υπό αυτό το πρίσμα, σημειώνεται πως «κατά πάσα πιθανότητα δεν θα λείψουν οι τριβές και μάχες οπισθοφυλακής το 2017 και οι επίσημες προσδοκίες για την ανάπτυξη θα τεθούν σε δοκιμασία. Αλλά το Μνημόνιο θα συνεχίσει να εφαρμόζεται γιατί ευνοείται μεταξύ άλλων και από το γεγονός ότι ουδείος εκ των ιθυνόντων σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιθυμεί να σκάσει η βόμβα της χρεοκοπίας στα χέρια του». Σε συνάρτηση με αυτό, το Γραφείο Προϋπολογισμού αναφέρεται και στο ενδεχόμενο πτώχευσης: «Μετά από πτώχευση και έξοδο από τη ζώνη του Ευρώ, θα εκελίψει ο «αυτοπεριορισμός» της ελληνικής πολιτικής εντός και μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος με τους κανόνες και τις ευκαιρίες του. Η όποια κυβέρνηση τότε, θα «παραδέρνει» στη θάλασσα του διεκδικητισμού κατακερματισμένων συμφερόντων και της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών σε ένα σχεδόν σίγουρα κατακερματισμένο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο, το οποίο θα αναζητά τη συγκρότηση μιας νέας ταυτότητας στο διεθνές περιβάλλον από χειρότερες θέσεις, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας».
Η έκθεση αναφέρεται στην ενίσχυση των λαικιστικών κινημάτων στην Ευρώπη και καταγράφει την ανησυχία των συντακτών της στο ενδεχόμενο επιβεβαίωσης αυτής της τάσης στις επερχόμενες εκλογές σε Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία και τον κίνδυνο να δράσουν ως καταλύτης και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα παροτρύνοντας ανάλογες δυνάμεις καθιστώντας σισύφειο το έργο της προσαρμογής.
Τα πιθανά προβλήματα που θέτει μια πτώχευση είναι προβλέψιμα - νέα καταβύθιση της παραγωγής, τραπεζική κρίση, διακοπή των εισροών από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, αβεβαιότητα και στην περίπτωση εξόδου από το κοινό νόμισμα, υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, έντονες τάσεις για σπιράλ πληθωρισμού και υποτιμήσεων που θα απαιτούν μία εξαιρετικά περιοριστική νομισματική πολιτική, κλπ και με το εξωτερικό, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να επικρέμαται απειλητικό ως «δαμόκλειος σπάθη».
Αλλά, η καθαρά οικονομική ανάλυση υποκρύπτει το σπουδαιότερο ίσως, ότι μετά από πτώχευση και έξοδο από τη ζώνη του Ευρώ θα εκλείψει ο «αυτοπεριορισμός» της ελληνικής πολιτικής εντός και μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος με τους κανόνες του (και τις ευκαιρίες). Η όποια κυβέρνηση τότε θα «παραδέρνει» στη θάλασσα του διεκδικητισμού κατακερματισμένων συμφερόντων και της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών σε ένα σχεδόν σίγουρα κατακερματισμένο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο το οποίο θα αναζητά τη συγκρότηση μίας νέας ταυτότητας στο διεθνές περιβάλλον από χειρότερες θέσεις, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας».
Σε ότι αφορά το 2016 η έκθεση τονίζει ότι η ελληνική οικονομία έδειξε ότι έχει αντοχές και σταθεροποιήθηκε παρά τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζει.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ για το 2016 αναμένεται να διαμορφωθεί οριακά γύρω από το μηδέν, μετά την κατακρήμνιση του τα προηγούμενα χρόνια σωρευτικά κατά περίπου 25%. Το γ΄ τρίμηνο σημειώθηκε πάλι μεγέθυνση. Θετικό είναι σύμφωνα με την έκθεση ότι η ανεργία μειώθηκε το 2016 μολονότι εξακολουθεί να κινείται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Το γ' τρίμηνο του 2016, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 22,6%, ελαφρά χαμηλότερα από το 23,1% του προηγούμενου τριμήνου και το 24% του αντίστοιχου τριμήνου του 2015. Η απασχόληση, επίσης, αυξήθηκε κατά 1,8% σε ετήσια βάση. Εξαιτίας της αύξησής της και της σταθεροποίησης του μέσου μισθού, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό αυξήθηκαν κατά 0,9% το γ΄ τρίμηνο του 2016, μετά την πτώση κατά 2,9% το 2015.