«Βόμβα» των δανειστών στη διαπραγμάτευση για μείωση 10% στις επικουρικές
Η κυβέρνηση θα πρέπει να νομοθετήσει από τώρα σταθερές περικοπές συντάξεων 1,8 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 1% του ΑΕΠ
Οι επικουρικές μπήκαν στο τραπέζι των περικοπών από την τρόικα γιατί δεν τους βγαίνει ο λογαριασμός από τις μειώσεις στις κύριες συντάξεις.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής, στα στοιχεία που παρουσίασε η ελληνική πλευρά, οι μειώσεις στις κύριες συντάξεις δεν υπερβαίνουν το 0,8% του ΑΕΠ, δηλαδή είναι ένα ποσό της τάξης του 1,35 δισ. ευρώ. Στο πακέτο μέτρων όμως που ενεργοποιείται με τη λήξη του προγράμματος, από τον Αύγουστο του 2018 και μετά, η κυβέρνηση θα πρέπει να νομοθετήσει από τώρα σταθερές περικοπές συντάξεων 1,8 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 1% του ΑΕΠ.
Οι δανειστές δεν δέχτηκαν το 0,8% και πρότειναν στους υπουργούς «να κόψετε και από τις επικουρικές», όπως αποκάλυψε πηγή που έχει γνώση των διαπραγματεύσεων.
Η τρύπα που δημιουργείται από τη διαφορά του 0,8% έως το 1% του ΑΕΠ είναι της τάξης των 450 εκατ. ευρώ τουλάχιστον.
Το ποσό αυτό σημαίνει μια πρόσθετη μείωση της τάξης του 10% στις επικουρικές συντάξεις, δεδομένου ότι η ετήσια δαπάνη κινείται στα 4 δισ. ευρώ.
Στις συνομιλίες και στους πίνακες που αντάλλασσαν και ανταλλάσσουν τα επιτελεία των αρμόδιων υπουργών με τους συνεργάτες της τρόικας, αποκαλύπτεται και άλλη μία πτυχή σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας: Οτι ακόμη κι αν δεν προστατευθούν οι κύριες συντάξεις των 500 ή των 600 ευρώ και επανυπολογιστούν και αυτές για να βγουν οι προσωπικές διαφορές με το νέο σύστημα, το συνολικό ύψος των περικοπών δεν μεταβάλλεται. Δηλαδή, ακόμη κι αν οι μειώσεις που θα γίνουν μετά το 2018 πιάσουν και τις μικρές συντάξεις, αυτό δεν θα φέρει τα 1,8 δισ. που συμφώνησε να βρει η κυβέρνηση από περικοπές συντάξεων!
Ο λόγος είναι διότι από το μέχρι τώρα επανυπολογισμό και κυρίως από το 15% των συντάξεων γήρατος του ΙΚΑ που επανυπολογίστηκαν διαπιστώνεται ότι οι περισσότερες είναι στα κατώτατα όρια, δηλαδή στα 450 με 490 ευρώ, και η νέα σύνταξη με τον επανυπολογισμό βγαίνει με θετική (υπέρ των συνταξιούχων δηλαδή) προσωπική διαφορά που είναι κατά μέσο όρο στα 20 με 35 ευρώ.
Από το δείγμα του 15% των συντάξεων ΙΚΑ που επανυπολογίστηκαν, στοιχεία του οποίου αποκαλύπτει σήμερα ο «Ε.Τ.» της Κυριακής, ένα 65% με 75% είναι συντάξεις των κατώτατων ορίων που θα αυξηθούν κατά 30 ευρώ. Το υπόλοιπο 35% είναι συντάξεις που θα έχουν μειώσεις 5% έως 25%, καθώς με το νέο σύστημα υπολογισμού η σύνταξη βγαίνει μικρότερη από αυτή που παίρνουν.
Αν τα ποσοστά του δείγματος γενικευθούν σε όλες τις συντάξεις του ΙΚΑ, τότε οι μειώσεις θα πιάσουν το πολύ 500.000 συνταξιούχους, σε σύνολο περίπου 1 εκατ. δικαιούχων του Ιδρύματος.
Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει ότι για να φτάσει ο λογαριασμός στα 1,8 δισ. ευρώ είναι σχεδόν απίθανο, παρά μόνον αν το «ψαλίδι» περάσει και στις επικουρικές.
Και εδώ όμως προκύπτουν ζητήματα, καθώς, αν μειωθούν κατά 10% όλες οι επικουρικές, θα ξαναμπεί «ψαλίδι» και σε αυτές που είχαν μειώσεις, εφόσον το άθροισμά τους με τις κύριες ήταν πάνω από τα 1.300 ευρώ. Αν εξαιρεθούν οι επικουρικές που μειώθηκαν από πέρυσι τον Αύγουστο και μετά, τότε το «ψαλίδι» θα πιάσει περίπου 800.000 δικαιούχους με επικουρικές των 120 έως 250 ευρώ το μήνα, που δεν είχαν μειώσεις γιατί μαζί με την κύρια σύνταξη δεν φτάνουν στα 1.300 ευρώ.
Το «κούρεμα» στις επικουρικές δεν αποφεύγεται, πάντως, καθώς η υπουργική απόφαση για τον επανυπολογισμό των επικουρικών συντάξεων που βγήκε μετά το νόμο Κατρούγκαλου προβλέπει ότι θα υπολογιστούν ξανά όλες οι επικουρικές και θα μειωθούν εκείνες που έχουν άθροισμα πάνω από 1.300 ευρώ μαζί με τις κύριες. Ο επανυπολογσμός για τις υπόλοιπες επικουρικές είναι δεδομένος, όπως είναι δεδομένες και οι περικοπές των προσωπικών διαφορών που θα προκύψουν από αυτόν τον επανυπολογισμό. Στην περίπτωση της οριζόντιας μείωσης με 10%, θα έχουν όλοι μειώσεις, ενώ με τον επανυπολογισμό, που έτσι κι αλλιώς προβλέπεται από την υπουργική απόφαση, θα εξαιρεθούν περίπου 270.000 που είχαν ήδη περικοπές, αλλά θα την πληρώσουν 800.000 που έμειναν εκτός μειώσεων, με «κούρεμα» που θα είναι πολύ πάνω από 10%.
Η αναθεωρημένη πρόβλεψη για μικρότερο ΑΕΠ, μάλιστα, αλλάζει τα δεδομένα, καθώς ανεβάζει το ποσοστό της συνταξιοδοτικής δαπάνης πάνω από το 14%, ενώ οι δανειστές απαιτούν δραστική μείωση κάτω από 10%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Εργασίας, η μηνιαία συνταξιοδοτική δαπάνη έχει πέσει στα 2,1 δισ. ευρώ και, αν το ποσό αυτό διατηρηθεί όλο το 2017, θα βγει μια εξοικονόμηση της τάξης των 300 εκατ. ευρώ. Παρά ταύτα, στο σύνολό της η δαπάνη συντάξεων για το 2017 υπερβαίνει τα 25 δισ. ευρώ και με τα περίπου 4 δισ. ευρώ των επικουρικών φτάνει στα 29 δισ. ευρώ, δηλαδή ξεπερνά το 16,5% του ΑΕΠ.
Η κρατική χρηματοδότηση είναι πάνω από 13 δισ. ευρώ και με το σενάριο της προς τα κάτω αναθεώρησης του ΑΕΠ η τρόικα απαιτεί να μειωθεί δραστικά η χρηματοδότηση του κράτους στο σύνολο της δαπάνης συντάξεων και να αντιπροσωπεύει σχεδόν τα μισά. Ζητά δηλαδή «ξεφούσκωμα» κρατικών συνταξιοδοτικών δαπανών της τάξης των 5 με 6 δισ. ευρώ για τα επόμενα χρόνια.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση έχει παραδοθεί σε αφορολόγητο στα 5.900 ευρώ ενώ σημεία σύγκλισης σημειώθηκαν όσν αφορά την Έκτακτη Εισφορά Αλληλεγγύη και τις μειώσεις στους συντελεστές φορολογίας και του ΕΝΦΙΑ.
Το χάσμα παραμένει στο Εργασιακό και την Ενέργεια. Τα αποτελέσματα των συζητήσεων αναμένεται να αποτυπωθούν γραπτώς από την ελληνική πλευρά προς τους Θεσμούς ενόψει του EwroWorking Group την Πέμπτη που θα συνεδριάσει υπό τον Τόμας Βίζερ με στόχο τη συνάντηση το Eurogroup στις 7 Απριλίου στη Μάλτα.
Το έγγραφο της ελληνικής πλευράς θεωρείται ότι θα αποσταλεί εντός των επομένων ημερών ώστε να τρέξει η διαδικασία και να επιστρέψουν τα τεχνικά κλιμάκια στην Αθήνα.
Ανοιχτό παραμένει το «μέτωπο» της διαπραγμάτευσης για τα ενεργειακά, η οποία, εκτός από οικονομικές προεκτάσεις, ενέχει και σοβαρές πολιτικές πτυχές. Οι εταίροι πιέζουν για πώληση του 40 % των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών εργοστασίων της ΔΕΗ και μάλιστα με ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα. Δηλαδή, εκκίνηση της διαδικασίας το φθινόπωρο με "market test" που θα καταδείξει το ενδιαφέρον της αγοράς για την απόκτηση μονάδων, καθορισμό του «καλαθιού» των προς πώληση μονάδων ως το τέλος του χρόνου και ολοκλήρωση του διαγωνισμού μέσα στο 2018. Θεωρούν ότι η μέθοδος των δημοπρασιών λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ που επελέγη ως εργαλείο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (μέθοδος την οποία οι ίδιοι οι εταίροι προσυπέγραψαν στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης) είναι ατελέσφορη, δεν πρόκειται να οδηγήσει στο στόχο που είναι η μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ στο 50% ως το 2020 (από 90 % περίπου που είναι τώρα) και για το λόγο αυτό πρέπει να εφαρμοστούν δομικά μέτρα όπως η πώληση μονάδων.
Η ελληνική πλευρά πιέζει προκειμένου να εξαιρεθούν από το «πωλητήριο» τα υδροηλεκτρικά, όπως επίσης και να υποχρεωθούν οι ιδιώτες που θα αγοράσουν λιγνιτικά εργοστάσια, να διαθέτουν μέρος της ενέργειας που θα παράγουν σε διοικητικά καθορισμένες τιμές μέσω δημοπρασιών ΝΟΜΕ, όπως συμβαίνει σήμερα με τη ΔΕΗ. Κρίσιμο στοιχείο της διαπραγμάτευσης αποτελεί η σύνθεση του «καλαθιού» των μονάδων της ΔΕΗ που - εφόσον συμφωνηθεί κάτι τέτοιο - θα διατεθούν προς πώληση. Όχι μόνο αν θα περιλαμβάνονται ή όχι υδροηλεκτρικά, αλλά και το ποιες λιγνιτικές μονάδες θα επιλεγούν, δεδομένου ότι τα παλαιότερα και πιο ρυπογόνα εργοστάσια της ΔΕΗ βαίνουν προς απόσυρση λόγω εφαρμογής της περιβαλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, ή χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις απορρύπανσης για να συνεχίσουν να λειτουργούν.Υπενθυμίζεται ότι το μοντέλο της πώλησης μονάδων της ΔΕΗ ως μέσο για απελευθέρωση της αγοράς είχε συμφωνηθεί μεταξύ των εταίρων και της προηγούμενης κυβέρνησης αλλά καταργήθηκε από την σημερινή και αντικαταστάθηκε από τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ.
Στο μεταξύ, σε σημερινό άρθρο ο υπουργός Εσωτερικών, Πάνος Σκουρλέτης, κάνει λόγο για «επίθεση, που στο στόχαστρό της έχει την περιουσία της ΔΕΗ με σκοπό αυτή να περάσει σε εξευτελιστικές τιμές σε συγκεκριμένα ευρωπαϊκά και εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα» και διατυπώνει την καταγγελία πως «στελέχη των διαπραγματευτικών κλιμακίων από τη μεριά των δανειστών παίζουν, απ' ότι λέγεται, ακριβώς αυτό τον ρόλο, της προώθησης συγκεκριμένων συμφερόντων.
Ο κ. Σκουρλέτης θέτει τα ερωτήματα «Γιατί σήμερα οι θεσμοί αγνοούν ό,τι είχε προηγουμένως, μέχρι και την πρώτη αξιολόγηση συμφωνηθεί; Γιατί θέτουν ζητήματα έξω από τα όρια της συμφωνίας επαναφέροντας σενάρια για πώληση του 40% των μονάδων της ΔΕΗ;», επισημαίνοντας ότι «σε αυτή την επίθεση συμπράττουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ». Τονίζει δε ότι δεν είναι οπαδός παρωχημένων αντιλήψεων, που δεν αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, της οποίας είμαστε αναπόσπαστο μέλος, ούτε υπερασπίζεται μονοπωλιακές καταστάσεις και ξεπερασμένα μοντέλα περασμένων δεκαετιών, «ούτε όμως θεωρώ πως η κυβέρνησή μας δεν θα πρέπει να αντιταχθεί στον επιχειρούμενο κανιβαλισμό της ΔΕΗ».