Γερμανικός Τύπος για διαπραγμάτευση: «Συνεχίζεται η μάχη για τα ψιλά γράμματα»
«Εξακολουθούν να υπάρχουν ανοικτά ζητήματα» ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές, σημειώνει το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων dpa σε ανταπόκρισή του από την Αθήνα και τις Βρυξέλλες.
Όπως σημειώνεται στο ρεπορτάζ που αναδημοσιεύουν πολλές γερμανικές εφημερίδες, όπως η Welt, η Bild, η WAZ, και η Berliner Morgenpost, η Süddeutsche Zeitung και η Frankfurter Allgemeine Zeitung στις ηλεκτρονικές τους εκδόσεις, «στις αρχές Απριλίου οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης πέτυχαν μια συμφωνία για χορήγηση νέας βοήθειας προς την υπερχρεωμένη Ελλάδα. Ωστόσο, συνεχίζεται η μάχη για τα ψιλά γράμματα (σ.σ. του ελληνικού προγράμματος)».
Θα υπάρξει συμφωνία στις 22 Μαΐου;
«Η Γερμανία αναμένει μια απόφαση για (σ.σ. εκταμίευση) νέας βοήθειας προς την Ελλάδα στις 22 Μαΐου εφόσον η κυβέρνηση στην Αθήνα τηρήσει όλους τους όρους», αναφέρει το δημοσίευμα, παραπέμποντας σε προηγούμενες δηλώσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στις εφημερίδες του μιντιακού ομίλου Funke. «Ωστόσο, ακόμη δεν έχει έρθει αυτή η ώρα. Ειδικοί (σ.σ. ελεγκτές) των δανειστών εξετάζουν ακόμη στην Αθήνα την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων», επισημαίνει το dpa, παραθέτοντας τοποθέτηση του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν ακόμη ορισμένα σημαντικά ανοικτά ζητήματα». Όπως υπογραμμίζεται, ακόμη εκκρεμεί και η δέσμευση του ΔΝΤ για συμμετοχή στο τρέχον ελληνικό πρόγραμμα δανεισμού, ενώ υπενθυμίζεται ότι η συμμετοχή του Ταμείου είναι εκ των ων ουκ άνευ για το Βερολίνο.
Όπως σημειώνεται, «εντός της γερμανικής κυβέρνησης υπάρχει, σύμφωνα με πληροφορίες της Welt am Sonntag, προθυμία για υποχωρήσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί η δέσμευση του ΔΝΤ. Πρόκειται για την προετοιμασία ενδεχόμενων επιπλέον μέτρων ελάφρυνσης του (σ.σ. ελληνικού) χρέους μετά το 2018. Το ΔΝΤ θεωρεί το βάρος του ελληνικού χρέους υπερβολικό και ζητά υποχωρήσεις εκ μέρους των ευρωπαίων δανειστών. Ο Σόιμπλε δεν θέλει να δεσμευτεί ακόμη», επισημαίνει το δημοσίευμα, υπογραμμίζοντας: «Σαφές είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει άφεση χρέους (σ.σ. κούρεμα), αλλά στην καλύτερη περίπτωση ελαφρύνσεις στους τόκους και στη αποπληρωμή (σ.σ. επιμήκυνση χρόνου εξόφλησης) των δανείων».
Η Ευρώπη ανακάμπτει
Σε τροχιά ανάκαμψης βρίσκεται η Ευρώπη, διαπιστώνει σε ανάλυσή της η Süddeutsche Zeitung. «Η εντύπωση της αδύναμης ηπείρου είναι απατηλή: Η ζώνη του ευρώ ενισχύεται οικονομικά. Η οικονομία έχει μάλιστα τις δυνατότητες να ξεπεράσει τις επιπτώσεις της χρηματοοικονομικής κρίσης», σημειώνει η εφημερίδα του Μονάχου, υπογραμμίζοντας πάντως ότι προϋπόθεση για να συμβούν όλα αυτά είναι να συμβάλουν ενεργά και οι πολιτικοί στην Ευρώπη με μεταρρυθμίσεις όπως η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, μια κοινή εγγύηση καταθέσεων και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου. Όπως επισημαίνει η SZ, «μετά από μακρά κρίση αυξάνεται και πάλι το ΑΕΠ σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, μόνο στην Ελλάδα δεν κινείται τίποτα. Το καταναλωτικό και επιχειρηματικό κλίμα βελτιώνεται, ενώ και στις χρηματαγορές υπάρχει αισιοδοξία, όπως δείχνει η άνοδος των μετοχών. Το ποσοστό ανεργίας μειώνεται σιγά σιγά: Τα τέσσερα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν 4,5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Αυτές δεν ανοίγουν μόνο στην ακμαία Γερμανία, αλλά και στη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, ακόμη και στην Ελλάδα, το αιώνια προβληματικό παιδί».
Η Ελλάδα στους πρωταθλητές των μεταρρυθμίσεων
Το δημοσίευμα υπογραμμίζει πάντως ότι η ανεργία των νέων παραμένει πολύ υψηλή και τονίζει ότι η ποιότητα των θέσεων εργασίας πρέπει να βελτιωθεί σε πολλές χώρες όπου προσφέρονται σήμερα κυρίως θέσεις μερικής απασχόλησης και ορισμένου χρόνου. Ωστόσο, όπως εκτιμά, δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για μια Ευρώπη που ασθενεί. Όπως τονίζει η SZ, «ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι ορισμένες χώρες της ευρωζώνης επωφελούνται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία συγκαταλέγονται παγκοσμίως στην κορυφαία ομάδα κρατών στο πεδίο της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων».
Πηγή: dw.com