«Μαύρη» η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για την οικονομία
Κατακεραυνώνει τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης - Τραγικό λάθος η αργοπορία στο κλέισιμο της δεύτερης αξιολόγησης - Κίνδυνος για «ανατροπή δεδομένων με απρόβλεπτες συνέπειες»
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η ελληνική οικονομία έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών, ρίχνουν το ΑΕΠ και αυξάνουν το ελληνικό χρέος.
Όπως αναφέρει, το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, δεν κλείνει τις ανοικτές πληγές, ούτε αλλάζει ο κλίμα των αγορών απέναντι στην ελληνική οικονομία, ενώ παράλληλα τονίζει πως το πρόβλημα των θεσμών και της εξαγωγικής βάσης μπορεί να λυθεί μόνο με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως δεν αποδίδουν αμέσως, «από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η ελληνική οικονομία εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από αυτούς που είχαν τεθεί».
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, «τo πρώτο τρίμηνο του 2017 η οικονομία της χώρας δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα», αφήνοντας την Ελλάδα σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση.
Την ίδια στιγμή η έκθεση υπογραμμίζει την μεθόδευση της κυβέρνησης σχετικά με τη νέα συμφωνία, η σημερινή κυβέρνηση έχει δεσμεύσει και τις επόμενες. «Με τα δεδομένα αυτά, ουσιαστικά μετατέθηκε η εφαρμογή μέρους του προγράμματος προσαρμογής (2015) για την περίοδο μετά το τέλος του, δεσμεύει επομένως και μελλοντικές κυβερνήσεις».
Στην έκθεση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά και για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, τονίζοντας πως οι περισσότερες αρνητικές συνέπειες που έχουν εμφανιστεί οφείλονται κυρίως σε αυτό το δεδομένο. «Η αρνητική τροπή των πραγμάτων οφείλεται κατ' αρχάς στην καθυστέρηση της 2ης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (= Μνημονίου), που επικαιροποιήθηκε τον Ιούνιο του 2016. Σε αυτό συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές».
Πάντως, ως θετικό βήμα αναφέρεται το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης που επετεύχθη σήμερα, με την έκθεση να αναφέρεται σε ένα «θετικό πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την μελλοντική έξοδο της χώρας στις αγορές».
Τέλος, η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής και της επιστημονικής ομάδας του καθηγητή, Παναγιώτη Λιαργκόβα, κατακεραυνώνει τους «πανηγυρισμούς» της κυβέρνησης περί επίτευξη στόχων, καθώς όπως τονίζουν, η υπερφορολόγηση έχει πάντα αυτό το αποτέλεσμα.
«Πρώτον, πρόκειται για αφαίρεση πόρων από το εισοδηματικό κύκλωμα που εξηγεί εν μέρει την ύφεση. Δεύτερον, δεν γνωρίζουμε αν θα διατηρηθεί στο μέλλον. Τρίτον, δεν προέκυψε από βελτίωση της οικονομίας καθώς το ΑΕΠ το 2016 παρέμεινε στάσιμο σε πραγματικούς όρους. Λογικά, ένα τέτοιο πλεόνασμα θα έπρεπε να προκύψει από μια αναπτυσσόμενη οικονομία και όχι από μια στάσιμη, δηλαδή από μια οικονομία που αξιοποιεί περισσότερους ανθρώπινους και υλικούς πόρους αντί να τους αφήνει αναξιοποίητους.
Είναι, δε, αξιοσημείωτο ότι οι συντάκτες της έκθεσης αμφιβάλλουν και για την υλοποίηση των αντίμετρων που... διαφημίζει η κυβέρνηση. Αμφιβολίες εκφράζουν και σχετικά με το ότι «τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν επί μακρόν στο επίπεδο του 3,5% ΑΕΠ μετά το 2018 χωρίς ζημιά για την οικονομία».