Χρέος, μεταρρυθμίσεις και πρωτογενές πλεόνασμα οι «πονοκέφαλοι» που έβαλε το ΔΝΤ στην Κυβέρνηση
Το ΔΝΤ φρόντισε για μία ακόμα φορά να στείλει τα δικά του μηνύματα τόσο προς την ελληνική όσο και προς την ευρωπαϊκή πλευρά.
Το μήνυμα προς τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας ήταν σαφές και δεν είναι άλλο από τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως τόσο στο κείμενο του μνημονίου, όσο και στις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ περιγράφεται ως μη βιώσιμο. Μάλιστα εντός της τεχνικής ανάλυσης μπορεί κάποιος να συναντήσει εκ νέου τον όρο «εξαιρετικά μη βιώσιμο».
«Συμφωνήθηκε με τις ελληνικές αρχές. Υπήρχε συμφωνία και συνεννόηση για αυτό», είπε η Ντέλια Βελκουλέσκου για το «ταβάνι» του ελληνικού χρέους και τη μεταφορά του στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης.
Και σημείωσε: «Η συμφωνία αυτή δεν έγινε μονομερώς. Το χρέος της Ελλάδας παραμένει μη βιώσιμο. Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύθηκε ότι δεν θα πράξει οτιδήποτε που θα αυξήσει το χρέος».
Το άλλο μήνυμα του ΔΝΤ είναι η γρήγορη... αναπροσαρμογή στους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5 σε 1,5% του ΑΕΠ ώστε να μείνουν κονδύλια προς ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και των δημοσίων επενδύσεων στην Ελλάδα.
Εξάλλου, η Ντέλια Βελκουλέσκου, δεν έκρυψε την ενόχληση του Ταμείου, για τα «φιλόδοξα πρωτογενή πλεονάσματα» που έχει θέσει για μακρύ χρονικό διάστημα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
«Αναμένουμε πως οι μεταρρυθμίσεις θα βοηθήσουν στη στήριξη του φιλόδοξου μεσοπρόθεσμου στόχου για πρωτογενή πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ την τριετία 2019-22. Το ΔΝΤ δεν συμφωνεί με τη διευθέτηση αυτή, αλλά δεν θέλησε να μπλοκάρει τη συμφωνία με το θέμα αυτό. Επίσης ζήτησε όπως μετά το 2022, να επιτραπεί η μείωση του πλεονάσματος στο 1,5%, ώστε να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, να υποχωρήσουν οι φόροι και να στηριχθεί η απασχόληση και η ανάπτυξη», είπε.
Υπενθυμίζεται πως εδώ και αρκετό καιρό, διακεκριμένοι οικονομικοί αναλυτές ξεκαθάριζαν πως η διατήρηση πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων συνιστά «καθαρή τρέλα» (Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ).
Η τρίτη… ένσταση του ΔΝΤ αφορά τις δαπάνες του Δημοσίου για αγαθά και υπηρεσίες. Το τεχνικό μνημόνιο ορίζει ότι δεν μπορεί να ξεπεραστεί το ανώτατο όριο δαπανών τόσο στον στενό δημόσιο τομέα όσο και σε επίπεδο φορέων γενικής κυβέρνησης.
Ξεκάθαρο ήταν το μήνυμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προς την ελληνική πλευρά σχετικά με το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων και την εφαρμογή τους. Το "καυτό" ζήτημα παραμένει η εφαρμογή του νομικού πλαισίου της αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων. Αυτό είναι και το δυσκολότερο εγχείρημα που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική πλευρά, με δεδομένο ότι τα δημοσιονομικού χαρακτήρα μέτρα είναι προγραμματισμένα για το 2019 και 2020.
Η Ελλάδα πάντως, σύμφωνα με το Ταμείο, θα χρειαστεί τη στήριξη των εταίρων της τόσο για την έξοδο στις αγορές, όσο και για την ελάφρυνση του χρέους της, η οποία πιθανότατα θα συνδυαστεί με εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.
Για το Ταμείο, σύμφωνα με την Βελκουλέσκου, «η συμφωνία θα ισχύσει όταν το ΔΝΤ λάβει διαβεβαιώσεις από τους Ευρωπαίους, οι οποίες θα είναι συγκεκριμένες και αξιόπιστες, και θα διασφαλίζουν ότι εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους και ότι εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις από την ελληνική κυβέρνηση. Πρόκειται βασικά για την πολιτική των δύο πυλώνων: Μεταρρυθμίσεις από την Ελλάδα, ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους δανειστές».
Το «άκυρο» της ΕΚΤ στη Λαγκάρντ για τα stress tests στις ελληνικές Τράπεζες
Το ΔΝΤ ζητά πριν τη λήξη του προγράμματος νέο έλεγχο της ποιότητας των περιουσιακών στοιχειών των τραπεζών καθώς και νέα stress tests προκειμένου να ελεγχθεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια. Το Ταμείο θεωρεί ότι θα απαιτηθούν εκ νέου 10 δισ. ευρώ ανακεφαλαιοποίησής τους.
Η Κριστίν Λαγκάρντ είχε πει πως «οι εποπτικές αρχές πρέπει να κάνουν επιπλέον ενέργειες, περιλαμβανομένων επικαιροποιημένων asset quality review και stress tests, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες πριν από το τέλος του προγράμματος».
Για το συγκεκριμένο ζήτημα, Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με δήλωσή του στο ΑΠΕ σημείωσε: «Η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ έχει αποφασίσει για τις εποπτικές προτεραιότητές της, σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους 12 μήνες. Είναι γνωστές και περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, επιτόπιους ελέγχους σε συγκεκριμένους τομείς των διαφόρων ελληνικών τραπεζών. Εάν/όταν γίνει αίτημα για την προσθήκη επιπρόσθετων δραστηριοτήτων, σε αυτό το εποπτικό της πρόγραμμα, η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει σχετικά».