Standard & Poor’s: Αναβαθμίζει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο «B-»
Η εξέλιξη αυτή, πρακτικά σημαίνει, πως ο S&P έχει πιθανότητες 33% ώστε να αναβαθμίσει την αξιολόγησή της για την Ελλάδα μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Σύμφωνα με την έκθεση του διεθνούς οίκου, ως θετική εξέλιξη αποτιμάται η επιτάχυνση των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, η οποία, σε συνδυασμό με μια πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους, θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να μειώσει το δείκτη χρέους / ΑΕΠ και τα κόστη εξυπηρέτησης χρέους ως το 2020.
Αναλυτικότερα, στην έκθεσή του ο οίκος επισημαίνει τα εξής:
Η αναθεώρηση του outlook αντανακλά την εκτίμηση πως το χρέος της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα υποχωρήσουν σταδιακά, λαμβάνοντας στήριξη από την οικονομική ανάκαμψη, τα δημοσιονομικά μέτρα ως το 2020 που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή και τη δέσμευση των πιστωτών της Ελλάδας και ειδικά του Eurogroup, για περαιτέρω βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους.
Tο Eurogroup, στην ανακοίνωση της 15ης Ιουνίου του 2015, έχει συμφωνήσει να διευκολύνει την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές με τη δημιουργία ενός «μαξιλαριού» ρευστότητας με εκταμιεύσεις δόσεων πάνω από το ποσό που χρειάζεται η ελληνική κυβέρνηση για την εξυπηρέτηση του χρέους και την πληρωμή των καθυστερούμενων οφειλών.
Κατά τη γνώμη μας, η στήριξη αυτή αναμένεται να ανοίξει το δρόμο για να επιστρέψει επιτυχημένα η Ελλάδα φέτος στις αγορές κρατικού χρέους.
Το Eurogroup επανέλαβε την πρόθεση του να προσφέρει στην Ελλάδα επιπλέον επιμηκύνσεις δανείων που έχει λάβει από τον EFSF, καθώς και αναστολές πληρωμών τόκων, μετά τη λήξη του προγράμματος. Τα δάνεια αυτά, τα οποία χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου προγράμματος της Ελλάδας, αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους. Ως εκ τούτου, τα επιπρόσθετα αυτά μέτρα, μόλις τεθούν σε ισχύ, θα επιμηκύνουν ακόμα περισσότερο το προφίλ του ελληνικού χρέους – αρκετά πάνω από τα 18 χρόνια που είναι σήμερα – και θα μειώσουν τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες.
Οι πληρωμές για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους θα ανέλθουν το 2019 στα 13,5 δισ. ευρώ, στο 7% του ΑΕΠ, αλλά αναμένoυμε ότι η κυβέρνηση θα εκδώσει χρέος για να εξομαλύνει τις μελλοντικές πληρωμές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του 2019. Για οποιαδήποτε άλλη χρονιά από το 2018 ως το 2023, εκτιμούμε ότι οι υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους θα είναι κάτω από το 4% του ΑΕΠ.
Δεν υπάρχουν ακόμα συγκεκριμένα δεδομένα για την ακριβή μορφή της περαιτέρω χρηματοοικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, αν υπάρξει καμία, μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος του ESM φέτος. Ωστόσο, δεδομένης της σημαντικής οικονομικής βοήθειας και του πολιτικού κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στην Ελλάδα από τους Ευρωπαίους πιστωτές της από την αρχή της κρίσης, πιστεύουμε πως η στήριξη – με τη μορφή τεχνικής βοήθειας και επιπλέον μέτρων προς μια μακροπρόθεσμη ελάφρυνση χρέους – αναμένεται να παραμείνει ισχυρή τα επόμενα χρόνια, αλλά θα συνδέεται με συγκεκριμένους όρους. Επιπρόσθετα, θεωρούμε σημαντικό ότι υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων της ευρωζώνης για το περίγραμμα ενός σχεδίου που θα συνδέει την ελάφρυνση του χρέους για την Ελλάδα με οποιαδήποτε απόκλιση στην πραγματική ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ από τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη στην ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους στο πρόγραμμα του ESM.
Σημειώνουμε ότι η εφαρμογή αυτού του σχεδίου, μόλις οριστικοποιηθεί, εξαρτάται από την συμμόρφωση της Ελλάδας με το τρέχον δανειακό πρόγραμμα. Ενώ η Ελλάδα αναμένεται να αποχωρήσει από το τρέχον πρόγραμμα το 2018, η Βουλή έχει νομοθετήσει μέτρα ως το 2020, συμπεριλαμβανομένων περικοπών στις συντάξεις και στο όριο του αφορολόγητου, καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως αλλαγές για την διευκόλυνση του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Αυτό επέτρεψε στους πιστωτές της Ελλάδας να ολοκληρώσουν τη δεύτερη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος του ESM και να εγκρίνουν την εκταμίευση 8,5 δισ. ευρώ (περίπου 4% του ΑΕΠ).
Πιστεύουμε ότι παραμένουν σημαντικές προκλήσεις για την εφαρμογή περαιτέρω δημοσιονομικών μέτρων και άλλων δυνητικά αντιδημοφιλών μεταρρυθμίσεων – όπως αυτές που σχετίζονται με τις αγορές αγαθών και εργασίας, τη δημόσια διοίκηση και τις ιδιωτικοποιήσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του φορολογικού βάρους στην Ελλάδα πέφτει σε μια υποκατηγορία του ιδιωτικού τομέα που αντιμετωπίζει πιέσεις από τις δύσκολες πιστωτικές συνθήκες, το απρόβλεπτο επιχειρηματικό κλίμα και το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον. Η φοροδιαφυγή παραμένει εκτεταμένη. Η πρόοδος στην ιδιωτικοποίηση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων είναι περιορισμένη σε σύγκριση με τον μακροπρόθεσμο στόχο για έσοδα 50 δισ. ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις (περίπου 30% του ΑΕΠ). Τέλος, η ρευστότητα ορισμένων κρίσιμων οντοτήτων που έχουν σχέση με το δημόσιο, όπωςh, παραμένει σε επισφαλή θέση λόγω των ληξιπρόθεσμων οφειλών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Ακόμα και έτσι, αναμένουμε μια ευρεία συμμόρφωση με τους στόχους του τρέχοντος προγράμματος μέχρι τη λήξη του τον Αύγουστο του επόμενου έτους. Η ανάκαμψη της οικονομίας, με ώθηση από την εκταμίευση 0,8 δισ. ευρώ (0,4%) από την ΕSM για την κάλυψη ληξιπρόθεσμων οφειλών, θα βοηθήσει τις αρχές να πετύχουν το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών στόχων, καθώς τα έσοδα από έμμεσους φόρους (ειδικά τον ΦΠΑ) θα έχουν καλή επίδοση.
Η κυβέρνηση συνεχίζει να έχει σημαντική κίνητρα για να συμμορφωθεί με το πρόγραμμα παραμένουν σημαντικές.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία δανείζει την Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί τα προγράμματα, θα συνεχίσει να αποτελεί μια κρίσιμη πηγή χρηματοδότησης για τις τράπεζες της Ελλάδας μέχρι να επιστρέψουν οι καταθέσεις στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η μελλοντική επιστροφή των καταθέσεων στην εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα εξαρτηθεί με τη σειρά της από την πολιτική σταθερότητα και την περαιτέρω οικονομική ανάκαμψη. Πιστεύουμε λοιπόν ότι η Ελλάδα είναι πιθανόν να συμμορφωθεί με τους όρους του προγράμματος - έστω και με καθυστερήσεις – επειδή η κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί θα μπορούσαν να καταστήσουν μη επιλέξιμη την δεξαμενή των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που οι ελληνικές τράπεζες χρησιμοποιούν ως ενέχυρο για την πρόσβαση σε ρευστότητα από την ΕΚΤ. Ένας άλλος λόγος είναι ότι η προοπτική της πρόσθετης ελάφρυνσης του χρέους, που μειώνει τις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους της κυβέρνησης θα μπορούσαν να ενθαρρύνει περαιτέρω την Ελλάδα να παραμείνει σε τροχιά.
Συνεπώς, προβλέπουμε ότι κατά την περίοδο 2017-2020 η Ελλάδα θα ανακοινώσει πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης περίπου 3% του ΑΕΠ ετησίως κατά μέσο όρο, παράλληλα με μια μέση ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 2,8% ετησίας, η οποία θα πρέπει να επιτρέψει στο δημόσιο χρέος να μειωθεί στο 158% του ΑΕΠ το 2020 από 179% το 2016.
Το χρέος μας προς το ΑΕΠ
Οι προβλέψεις μας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από μια επιτάχυνση του πραγματικού και του ονομαστικού ΑΕΠ, αν και σημειώνουμε ότι οι πρόσφατες δημοσιονομικές επιδόσεις είναι ενθαρρυντικές.
Επιπλέον, δεν αποκλείουμε τη δυνατότητα μιας πιο ευέλικτης προσέγγισης των πιστωτών της Ελλάδας όσον αφορά τη συμμόρφωσή της με τους ιδιαίτερα φιλόδοξου και δυνητικά αυτό-υπονομευόμενου μεσοπρόθεσμου στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Το 2016, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ήταν 3,9% του ΑΕΠ, πολύ υψηλότερο από το στόχο του προγράμματος για 0,5%. Ενώ μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης κατά τη διάρκεια του έτους προήλθε από τη συγκράτηση των δαπανών, η οποία επιβάρυνε την ανάπτυξη, ένα μέρος της προσαρμογής προήλθε επίσης από την πλευρά των εσόδων. Τα έσοδα γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 3%, αντανακλώντας υψηλότερα έσοδα από έμμεσους φόρους και φόρους εισοδήματος.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήμτα, αν και δεν βλέπουμε ως άμεσο τον κίνδυνο ενός άλλου γύρου ανακεφαλαιοποίησης. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPE) εξακολουθούν να αποτελούν το ήμισυ περίπου των συνολικών δανείων. Ετοιμάζονται πρωτοβουλίες για να αντιμετωπιστεί το υψηλό απόθεμα NPEs, όπως για παράδειγμα η νομοθεσία για τη διευκόλυνση της εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης, την ανάπτυξη μιας δευτερογενούς αγοράς και ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.
Οι αξιολογήσεις περιορίζονται από το υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας, το οποίο μεταφράζεται στο δεύτερο υψηλότερο λόγο του χρέους προς ΑΕΠ όλων των κρατών που αξιολογούμε.
Περιορίζονται επίσης από τα χαμηλά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης που έχουν διαβρώσει τα επίπεδα του εισοδήματος κατά την περασμένη δεκαετία και προκάλεσαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των τιμών και των μισθολογικών τάσεων από τις υπόλοιπες χώρες της ζώνη του ευρώ. Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στη ζώνη του ευρώ και σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως τα δυσμενή δημογραφικά δεδομένα, τα μεγάλα ελλείμματα στην κοινωνική ασφάλιση και ένα τραπεζικό σύστημα που αντιμετωπίζει προβλήματα και δυσχεραίνει την αμφισβητεί τη διαβίβαση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στην Ελλάδα.
Οι αξιολογήσεις υποστηρίζονται από το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης μεγάλου μέρους του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία εάν διατηρηθούν θα μπορούσαν σταδιακά να μειώσουν το χρέος της Ελλάδας σε σχέση με το ΑΕΠ.
Τη συνεχιζόμενη στήριξη από τους πιστωτές με τη μορφή μακροχρόνιων δανείων με ευνοϊκούς όρους. Και μια νέα δέσμευση για τη διευκόλυνση της επιστροφής στις αγορές μέσω της δημιουργίας αποθεματικών ρευστότητας και περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Προβλέπουμε ότι ο λόγος του καθαρού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα συνεχίσει να μειώνεται, μετά την άνοδο στο 170% το 2016, αλλά δεν θα υποχωρήσει κάτω από το 150% του ΑΕΠ μέχρι το 2021.
Το καθαρό δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει το δεύτερο υψηλότερο από τα 130 κράτη που αξιολογούμε.
Ωστόσο, το κόστος των νέων δανείων για την Ελλάδα, υπό το υφιστάμενο πρόγραμμα, είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για την πλειοψηφία των κρατών στην κατηγορία «Β». Αναμένουμε ότι ακόμη και με την επανένταξη της Ελλάδας στις αγορές χρέους, το ποσοστό του ελεύθερα συναλλασσόμενου χρέους θα παραμείνει λιγότερο από το 15% του συνόλου του χρέους της γενικής κυβέρνησης μέχρι το τέλος του 2020. Ως εκ τούτου, αναμένουμε μια σταδιακή μείωση του κόστους των τόκων σε σχέση με τα δημόσια έσοδα.
Η μέση υπολειπόμενη διάρκεια του χρέους της Ελλάδας εκτιμάται ότι είναι 18 χρόνια, δηλαδή μία πό τις μεγαλύτερες μεταξύ των κρατών που αξιολογούνται. Για το λόγο αυτό, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας, καθώς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν θέσει ως σημείο αναφοράς για τη μέτρηση της βιωσιμότητας του χρέους το λόγο των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας προς το ΑΕΠ, μαζί με το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ.
Το οutlook
Το θετικό outlook καταδεικνύει την εκτίμηση μας ότι, τους επόμενους 12 μήνες, υπάρχει τουλάχιστον μιας στις τρεις πιθανότητες να αυξήσουμε την αξιολόγηση «B-» της Ελλάδας.
Μπορεί να εξετάσουμε μια αναβάθμιση, αν εγκριθούν οι δεσμεύσεις από το Eurogroup για την παροχή περαιτέρω ελάφρυνσης χρέους, που θα επιτρέψει μια επιπλέον μείωση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και μια περαιτέρω βελτίωση του προφίλ του κρατικού χρέους.
Μια ανοδική προοπτική για την αξιολόγηση μπορεί να προέλθει και από μια περίοδο σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και μια ανάκαμψη της αγοράς εργασίας. Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε μια αναβάθμιση του τραπεζικού τομέα αν μειώσει περαιτέρω την εξάρτηση του από την επίσημη χρηματοδότηση, με μια σταδιακή επιστροφή της εμπιστοσύνης και των καταθέσεων ή με πρόσβαση στη χρηματοδότηση από τις αγορές.
Θα μπορούσαμε να υποβαθμίσουμε το outlook σε σταθερό αν τα μέτρα που έχουν ψηφιστεί, τα οποία είναι κρίσιμα για την παροχή στήριξης από τους πιστωτές, αντιστρέφονταν, βάζοντας σε κίνδυνο τα μέτρα περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους ή αν η ανάπτυξη είναι αρκετά πιο αδύναμη από τις προβλέψεις μας, περιορίζοντας την δυνατότητα της Ελλάδας να συνεχίσει την δημοσιονομική προσαρμογή ή τη μείωση του χρέους.
Πηγή μετάφρασης: Euro2day