Ποιοι δανειολήπτες μπορούν να πετύχουν «κούρεμα» οφειλών
ΑΓΩΝΑΣ ΔΡΟΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΡΥΘΜΙΣΤΟΥΝ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΑ ΧΡΕΗ ΑΠΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΡΤΕΣ
Ποιοι ευνοούνται από τη νέα ρύθμιση
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος», στους πλέον ευνοημένους αυτής της νέας ρύθμισης είναι οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες με ανεξασφάλιστα δάνεια, κυρίως κάρτες. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι τράπεζες, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν περισσότερα είτε μεταπωλώντας τα «κόκκινα» δάνεια σε funds, είτε ξεκινώντας μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των οφειλετών, τελικώς αντιπροτείνουν την εξαγορά των μη εξυπηρετούμενων χρεών σε πολύ χαμηλές αξίες.
Ας δούμε δύο παραδείγματα: Σε κάτοχο κάρτας με χρέος ύψους 25.000 ευρώ, η οφειλή του εξαγοράστηκε με μόλις 1.056 ευρώ, ενώ σε αντίστοιχη οφειλή ύψους 65.000 ευρώ, το χρέος εξαγοράστηκε με μόλις 5.300 ευρώ, με την αποπληρωμή του να «σπάει» σε τρεις άτοκες δόσεις.
Ποιοι θα βρεθούν σε πιο δύσκολη θέση
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο «Ελεύθερος Τύπος», από τη συγκεκριμένη ρύθμιση μένουν εκτός όσοι είναι κάτοχοι δανείων με εξασφαλίσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η λογική των τραπεζών θα κινείται στο πλαίσιο του «δούναι και λαβείν».
Με απλά λόγια, ο οφειλέτης θα πρέπει, βάσει αυτής της οπτικής, είτε να υποθηκεύει ένα 10% από την επιχείρηση ή τα κέρδη του ή να δίνει τα κλειδιά του ακινήτου του, γεγονός που συνεπάγεται αναπόφευκτα την ενεργοποίηση της διαδικασίας του πλειστηριασμού.
Ωστόσο, σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομική εποχή, το να δώσει κανείς 25.000 ευρώ σε μετρητά, για να τακτοποιήσει ένα μη εξυπηρετούμενο δάνειο ύψους 250.000 ευρώ με εξασφαλίσεις, μάλλον φαντάζει δύσκολο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν το εν λόγω δάνειο δοθεί σε κάποιο ξένο fund, η ωφέλεια για τον δανειολήπτη εξαρτάται από την τιμή αγοράς του δανείου αλλά και από το περιθώριο κέρδους που θα θελήσει να πετύχει το fund από την εξαγορά του δανείου αυτού.
Από την άλλη πλευρά, το όποιο «ψαλίδι» σε προβληματικές χορηγήσεις με υποθήκες, θα γίνεται με ανταλλάγματα μετοχές ή ακίνητα.
Σε κάθε περίπτωση, τα δάνεια που θα διατεθούν έως και το 2019, είτε με τη διαδικασία του πλειστηριασμού, είτε μέσω της πώλησης σε funds, υπολογίζονται σε περίπου 22,2 δισ. ευρώ.