Καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια: Τι σημαίνει και πώς επηρεάζει τους Έλληνες
Έχουν μεσολαβήσει οκτώ ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που ο πρώην πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, ανακοίνωνε από το Καστελλόριζο την είσοδο της Ελλάδας σε μια μακρά κι επώδυνη περίοδο οικονομικής λιτότητας και σκληρότατης δημοσιονομικής εποπτείας. Τον Αύγουστο του 2018, οπότε ολοκληρώνεται το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα και κατά δήλωση του νυν πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, η χώρα θα κάνει ένα μεγάλο βήμα προς μια «καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια».
Ωστόσο, το μείζον είναι εάν και κατά πόσο αυτή η έξοδος είναι «καθαρή». Με απλά λόγια, εάν πράγματι η Ελλάδα θα βρεθεί κατά τα τέλη του ερχόμενου καλοκαιριού στο κατώφλι μιας νέας, ίσως πιο ελπιδοφόρας οικονομικής περιόδου ή εάν, τελικά, όλη αυτή η ρητορική δεν είναι παρά ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, το οποίο επιχειρεί με εύσχημο τρόπο να «θολώσει» τα νερά για το πώς θα επηρεάζεται στο εξής το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Με μια πρώτη ανάγνωση του όρου «καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια», θα έπρεπε κανείς να συμπεράνει το αυτονόητο: Έπειτα από οκτώ «πέτρινα» χρόνια, η χώρα βγαίνει από το στενό «μαρκάρισμα» των Θεσμών (Τρόικα, Κουαρτέτο κλπ.) και επιστρέφει στην κανονικότητα. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;
Η λήξη του τρίτου Μνημονίου μπορεί να συνεπάγεται, όπως όλα δείχνουν, το τέλος των προγραμμάτων στήριξης κι αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η Ελλάδα θα εξακολουθεί, ακόμη και αμέσως μετά τον Αύγουστο του 2018 να τελεί υπό το άγρυπνο και αυστηρό βλέμμα των Ευρωπαίων εταίρων της και κυρίως οργάνων, όπως είναι η Κομισιόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και κυρίως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM).
Με άλλα λόγια, μπορεί τα Μνημόνια να τελειώσουν, αλλά η εποπτεία θα συνεχιστεί, παραμένοντας το ίδιο αυστηρή όπως και τώρα. Όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές, «κλειδιά» για την Ελλάδα παραμένουν η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας, αλλά και η συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο… χρέος
Σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής Handelsblatt τη Μεγάλη Τετάρτη (04/04/2018), «οι δανειστές σκοπεύουν να αποφασίσουν τη λήψη των μέτρων ελάφρυνσης χρέους το καλοκαίρι, μετά την εκπνοή του τρέχοντος προγράμματος».
Από την πλευρά της, πάντως, η κυβέρνηση επιμένει πως η «καθαρή έξοδος από το πρόγραμμα» θα υφίσταται από τον ερχόμενο Αύγουστο, με την ταυτόχρονη χρήση ενός «μαξιλαριού» ρευστότητας ύψους 18 δισ. ευρώ που θα καλύπτει την αναχρηματοδότηση του χρέους μέχρι τα τέλη του 2019.
Αυτό, άλλωστε, επιβεβαίωσε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, κατά την τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου τη Μεγάλη Τρίτη (03/04/2018), υπογραμμίζοντας πως μία από τις προϋποθέσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας και της συνακόλουθης εξόδου από το Μνημόνιο είναι η σταθερή μόνιμη πρόσβαση της χώρας στις αγορές χρήματος και η εφαρμογή του «μαξιλαριού» ρευστότητας.
Διαβάστε σχετικά:
Βάσει υπολογισμών, το κόστος αυτού του μαξιλαριού θα μπορούσε να ξεπεράσει σε τόκους τα 400 εκατ. ευρώ ετησίως, υπό τον προϋπόθεση ότι θα υπολογιστούν οι τόκοι για ένα έτος από τα 9 δισ. ευρώ, τα οποία θα μπορούσαν να προέλθουν από τον ESM, και από άλλα 9 δισ. ευρώ, τα οποία θα προέρχονται από τις εκδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Μοντέλο ESM ή σχέδιο Μακρόν για το ελληνικό χρέος;
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δείχνει να ποντάρει, εξάλλου, και στην προώθηση του γαλλικού σχεδίου Μακρόν, το οποίο εμπεριέχει πολύ πιο προωθημένες προτάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους σε σύγκριση με τα όσα προτείνει ο ESM.
Υπενθυμίζεται πως το μοντέλο του ESM προτείνει, μεταξύ άλλων, την παράταση κατά επτά χρόνια του χρόνου ωρίμανσης ορισμένων δανείων στήριξης προς την Ελλάδα, που είχαν εκταμιευθεί από τον παλαιό μηχανισμό διάσωσης (EFSF). Ταυτόχρονα, προβλέπει και «πάγωμα» για μια πενταετία για τις πληρωμές επιτοκίων συνολικού ύψους 13 δισ. ευρώ.
Γράφει σχετικά η Handelsblatt: «Οι προτάσεις των Γάλλων είναι ακόμη πιο προχωρημένες. Θέλουν να παγώσουν εν μέρει την αποπληρωμή δανείων 25 δισ. ευρώ, πετυχαίνοντας έτσι μέσο όρο παράτασης των ωριμάνσεων κατά 12 χρόνια. Επιπλέον προβλέπεται να μπει πλαφόν 2% στα επιτόκια των δανείων διάσωσης της Αθήνας, κάτι που θα αντιστοιχούσε σε ελάφρυνση ύψους 18 δισ. ευρώ».
Υπογραμμίζει δε η γερμανική εφημερίδα: «Ταυτόχρονα στην Ελλάδα πρόκειται να δοθεί η προοπτική περαιτέρω ελαφρύνσεων που θα ετίθεντο σε ισχύ αργότερα. Έτσι, ένας νέος μηχανισμός πρόκειται να συνδέσει την ελάφρυνση χρέους μέχρι το 2050 με την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Εάν ο μέσος όρος ανάπτυξης σε ορίζοντα πενταετίας πέσει κάτω από 2,8%, η Ελλάδα προβλέπεται να απαλλάσσεται -κατά τη γαλλική πρόταση- από την εξόφληση δανείων. Με ανάπτυξη μεταξύ 2,8 και 3,4% η Αθήνα πρέπει να αποπληρώσει ένα μέρος των δανείων και με ανάπτυξη άνω του 3,4% το σύνολο των υποχρεώσεων που προβλέπονται για τη συγκεκριμένη περίοδο».
Ο ρόλος του ΔΝΤ
Άρρηκτα συνυφασμένο με τις προοπτικές αυτού του μηχανισμού που προβλέπει το σχέδιο Μακρόν είναι και το τελικό «ok» που θα δώσει το ΔΝΤ. Παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι στοχεύουν πλέον ολοένα και περισσότερο στο μετασχηματισμό του ESM σε ένα «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο», που θα επεμβαίνει άμεσα σε ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις χρέους, το ΔΝΤ εξακολουθεί να έχει λόγο για το ελληνικό ζήτημα.
«Το καθοριστικό σημείο θα είναι πλέον εάν και σε ποια νούμερα (σε σχέση με την απαιτούμενη ελάφρυνση χρέους) θα μπορέσουν να συμφωνήσουν το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι» σημειώνει η Handelsblatt, που υπογραμμίζει πως «είναι σαφές ότι εντείνεται η πίεση προς τη γερμανική κυβέρνηση. Διότι όχι μόνο το ΔΝΤ, αλλά και άλλα κράτη της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία, καθώς και η ΕΕ ζητούν να μειωθεί το βάρος του χρέους της Ελλάδας».
Tο σενάριο της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής – Υπέρμαχοι και πολέμιοι
Υπάρχει, ωστόσο, και μια δεύτερη παράμετρος που αφορά στην παράταση της παραμονής του ΔΝΤ σε επίπεδο επόπτη της ελληνικής οικονομίας: Η εφαρμογή ή μη της λεγόμενης προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής.
Το 2014 η Ευρωζώνη αποφάσισε, με γνώμονα την εντεινόμενη δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα, πως η ασφαλής και βιώσιμη επάνοδος μιας χώρας - μέλους της στις αγορές, προϋποθέτει τη λήψη προληπτικής χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ESM που θα έχει τη μορφή πιστωτικού ορίου με ενισχυμένους όρους (Enhanced Conditions Credit Line - ECCL).
Σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συνθήκης του ESM υπογραμμίζεται πως για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ευρωζώνης, ο ESM δύναται να παρέχει στήριξη σταθερότητας σε μέλος του, κάτω από αυστηρούς όρους και εξίσου αυστηρά προαπαιτούμενα. Στη βάση αυτή, για το χρονικό διάστημα που θα είναι ενεργή η γραμμή ECCL, η Τρόικα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) θα ελέγχει στενά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας.
Η εφαρμογή του ECCL βρίσκει σύμφωνο – όπως είναι φυσικό – το ΔΝΤ, αφού με τον τρόπο αυτό θα διατηρήσει τον ρόλο του εποπτεύοντα επί του ελληνικού ζητήματος.
Υπέρ της εφαρμογής, ωστόσο, της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής έχει ταχθεί, σε πρόσφατες δηλώσεις του, και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «μια προληπτική πιστωτική γραμμή θα αύξανε την εμπιστοσύνη των αγορών και θα μείωνε το κόστος δανεισμού τόσο για το Δημόσιο όσο και για τις τράπεζες».
Ωστόσο, η κυβέρνηση τάσσεται εναντίον του σεναρίου αυτού, με τον Αλέξη Τσίπρα να υπογραμμίζει ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου πως «κανείς στην Ευρώπη δεν συζητά σήμερα οποιαδήποτε πρόταση για την εφαρμογή προληπτικής πιστωτικής γραμμής για την Ελλάδα».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Νίκος Παππάς, ο οποίος σε συνέντευξή του στις 23/03/2018 στον ραδιοσταθμό «Στο Κόκκινο» είχε πει: «Το ερώτημα είναι τι θα γίνει με το ελληνικό πρόγραμμα. Αν υπάρξει προληπτική γραμμή, το ΔΝΤ θα έχει κάποια συμμετοχή, εάν δεν υπάρξει... πέρασε και δεν ακούμπησε. Θα ολοκληρωθεί το τρίτο πρόγραμμα και θα είναι σε μία υβριδική κατάσταση "περιμένουμε να δούμε εάν θα συμμετέχουμε και πόσο". Εκεί εντοπίζεται ο λόγος που πυροδοτείται αυτή η συζήτηση».
Διαβάστε σχετικά:
Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό πως η όλη συζήτηση για τους όρους που οδηγούν την Ελλάδα εκτός Μνημονίων, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το χρέος, με την λήξη του τρίτου ελληνικού προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο.
Υπό το πρίσμα αυτό, γίνεται κατανοητή και η αυστηρή προειδοποίηση του πρωθυπουργού προς τους υπουργούς του να μην εφησυχάζουν και να ολοκληρώσουν, άμεσα και χωρίς καμία καθυστέρηση, τις όποιες εκκρεμότητες θα μπορούσαν να βάλουν εμπόδια στην επιτυχή ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης. Η κυβέρνηση επιθυμεί να είναι καθ’ όλαν έτοιμη, ούτως ώστε να εκμεταλλευθεί τις ευνοϊκές διατάξεις του σχεδίου Μακρόν.
«Στόχος είναι να συγκεκριμενοποιηθεί ο γαλλικός μηχανισμός της “ρήτρας ανάπτυξης”. Οφείλω, όμως, στο σημείο αυτό το σημείο να σας προειδοποιήσω πως για να έχουμε αίσια έκβαση ως προς το θέμα αυτό, είναι η ολοκλήρωση της δ' αξιολόγησης. Τώρα κρίνεται η δουλειά όλων μας. Δεν θα υπάρξει άλλη αξιολόγηση, είναι η τελευταία και δεν θα δεχτώ καθυστερήσεις, κωλυσιεργίες και τεχνητά εμπόδια. Όποιος έχει αντιρρήσεις επ' αυτού, τον καλώ να εκφραστεί τώρα», είπε χαρακτηριστικά ο Αλέξης Τσίπρας ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου.