Τσακαλώτος στη FAZ : Δεν θα ζητήσουμε προληπτική πιστοληπτική γραμμή
Ο Έλληνας υπουργός παραδέχεται ότι «θα υπάρξει μια μορφή επιτήρησης, όπως υπάρχει και σε κάθε άλλη χώρα με πρόγραμμα. Στην περίπτωση της Ελλάδας η εποπτεία αυτή θα είναι ενδεχομένως περισσότερο λεπτομερής. Μόλις δείξουμε πόσο αξιόπιστοι είμαστε δεν θα γίνεται πια λόγος για πολιτικούς στόχους και τα εργαλεία που απαιτούνται, αλλά μόνο για τους στόχους, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% που πρέπει να πετυχαίνει κάθε χρόνο η Ελλάδα μέχρι το 2022».
Αναφερόμενος στο «μαξιλάρι» ασφαλείας που δημιουργεί η Ελλάδα για κάθε ενδεχόμενο ο κ. Τσακαλώτος αναφέρει «Σύμφωνα με το ΔΝΤ από το μαξιλάρι θα πρέπει να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες για ενάμιση με δύο χρόνια. Δεν θα έχουμε ωστόσο πρόσβαση στα χρήματα αυτά για τις δαπάνες του δημοσίου».
Για τα 88 προαπαιτούμενα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είπε «το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων είναι εμπροσθοβαρές και οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις βρίσκονταν στην αρχή. Τώρα το ζητούμενο είναι η ολοκλήρωση και βελτίωση μεταρρυθμιστικών βημάτων που έχουν ήδη γίνει και όχι θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα».
Ερωτηθείς πως θα επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης ο υπουργός Οικονομικών απάντησε μεταξύ άλλων: «Υπάρχουν αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις που έχουν ολοκληρωθεί, άλλες που βρίσκονται στο στάδιο της εφαρμογής και άλλες που πρέπει να ξεκινήσουν, όπως ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, αποδοτικότερη δημόσια διοίκηση, καταπολέμηση γραφειοκρατίας και καλύτερο επενδυτικό κλίμα. Ζητούμενο είναι ταυτόχρονα η χρηματοδότηση της ανάπτυξης, μιας και οι συστημικές τράπεζες είναι επιβαρυμένες με κόκκινα δάνεια. Για το λόγο αυτό έχουμε πολλές ιδέες, για μια ελληνική δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα, για το πώς θα αξιοποιήσουμε χρήματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και για το πως από κονδύλια περιφερειακής ανάπτυξης δεν θα ωφεληθεί μόνο η υποδομή, αλλά και μεσαίες επιχειρήσεις».
Επιβαρύνατε υπερβολικά με φόρους τους Έλληνες θυσιάζοντας την ανάπτυξη; ρωτά ο δημοσιογράφος της FAZ
«Για να πετύχουμε το πρωτογενές πλεόνασμα επιβαρύναμε υπέρ του δέοντος τμήματα της κοινωνίας. Τώρα όμως δημιουργούμε τα δημοσιονομικά περιθώρια για να μειώσουμε τα βάρη στα εν λόγω τμήματα της κοινωνίας. Συνολικά όμως η φορολογία δεν είναι υπερβολικά υψηλή»απάντησε ο υπουργός Οικονομικών και πρόσθεσε ότι χάρη στην ανάπτυξη του 0,8% που πέτυχε η Ελλάδα «υπάρχουν πλέον μεγαλύτερα περιθώρια για φοροελαφρύνσεις».
Ο υπουργός Οικονομικών υποσχέθηκε ότι τηρώντας τους υπάρχοντες κανόνες «καταβάλλονται προσπάθειες για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Σε περίπτωση που και το 2018 ξεπεράσουμε τους στόχους του προϋπολογισμού θα χορηγήσουμε και πάλι ένα κοινωνικό μέρισμα».
Σε ερώτηση για το μέλλον του ελληνικού χρέους, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος απάντησε στην γερμανική εφημερίδα: «Θα είναι μια δοκιμή για όλους μας να δούμε αν οι αγορές λάβουν το μήνυμα ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Σε περίπτωση ωστόσο που ζητούσαμε μια προληπτική γραμμή στήριξης τότε δεν θα αξιολογούνταν ποτέ αντικειμενικά η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Για το χρέος έχουμε δύο στόχους: μακροπρόθεσμα το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να βρίσκεται κοντά στο 2%, οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες να μην ξεπεράσουν το 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 και μετά να μην είναι υψηλότερες από 20%. Έτσι διασφαλίζουμε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για τα δημοσιονομικά μας και είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε ποίες ελαφρύνσεις απαιτούνται».
«Θα επιθυμούσα η Ελλάδα να αντιμετωπιστεί όπως η Γερμανία το 1952»
Ο υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκε και στον «γαλλικό μηχανισμό» που συζήτησε με τους ομολόγους του από τη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και το ΔΝΤ: «Η Ελλάδα θα λάβει αρχικά ορισμένες ελαφρύνσεις. Αν η ανάπτυξη βρίσκεται στα επίπεδα που προβλέπουν οι Ευρωπαίοι τότε όλα καλά. Σε περίπτωση όμως που οι αναπτυξιακοί ρυθμοί είναι χαμηλότεροι, όπως προβλέπει το ΔΝΤ, τότε θα υπάρξει δεύτερος γύρος ελαφρύνσεων».
Στο ερώτημα τέλος αν θα ήταν ικανοποιημένος από μια μείωση της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους ο Ευ. Τσακαλώτος τόνισε: «Θα επιθυμούσα η Ελλάδα να αντιμετωπιστεί όπως η Γερμανία στη Συμφωνία του Λονδίνου το 1952 (σσ. με τη γενναία διαγραφή του χρέους), η οποία αποδείχθηκε χρήσιμη για το μετέπειτα οικονομικό θαύμα. Είμαι ωστόσο ικανοποιημένος με όσα συμφώνησαν οι υπουργοί Οικονομικών ήδη τον Ιούνιο του 2017».