Φορολογικές δηλώσεις 2018: Ποιοι κινδυνεύουν με πρόστιμα
Αντιμέτωποι με «τσουχτερά» πρόστιμα ενδέχεται να βρεθούν χιλιάδες μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες φορολογούμενοι οι οποίοι συμπλήρωσαν τους κωδικούς 049-050 του πίνακα 7 των φετινών τους φορολογικών δηλώσεων με ψευδή ποσά δαπανών για την κάλυψη του αφορολογήτου.
Σύμφωνα με τις τροποποιηθείσες διατάξεις του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος οι οποίες τέθηκαν φέτος για πρώτη φορά σε ισχύ, οι φορολογούμενοι οι οποίοι απέκτησαν το 2017 εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις, καθώς και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες που απέκτησαν εισοδήματα από τις γεωργικές τους δραστηριότητες, για να δικαιούνται τα αφορολόγητα όρια εισοδήματος των 8.636-9.545 ευρώ, όφειλαν να έχουν καλύψει ποσοστά από 10% έως 18,75% των ατομικών εισοδημάτων τους με δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Εξαίρεση αποτελούν οι φορολογούμενοι των κατηγοριών αυτών ηλικίας 70 ετών και άνω, καθώς και ορισμένες άλλες ειδικές περιπτώσεις φορολογουμένων (ανάπηροι, φυλακισμένοι, υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις κ.λπ.) οι οποίοι όφειλαν να έχουν καλύψει τα παραπάνω ποσοστά με δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών εξοφληθείσες με μετρητά και αποδεικνυόμενες με βάση τις ληφθείσες αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.
Τα ποσοστά ατομικού ετησίου εισοδήματος που έπρεπε να έχουν καλυφθεί με δαπάνες κλιμακώνονται ως εξής:
- 10% για τα πρώτα 10.000 ευρώ του ετησίου ατομικού εισοδήματος
- 15% για τα επόμενα 10.000 ευρώ του ετησίου ατομικού εισοδήματος, δηλαδή για το τμήμα του ετησίου ατομικού εισοδήματος από τα 10.000,01 έως τα 30.000 ευρώ
- 20% για το υπερβάλλον των 30.000 ευρώ τμήμα του εισοδήματος.
Για όσους δεν κάλυψαν το απαιτούμενο ποσό δαπανών, προβλέπεται η επιβολή επιπλέον φόρου εισοδήματος ίσου με το 22% της ακάλυπτης διαφοράς.
Το συνολικό ποσό των δαπανών του έτους 2017 για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών βάσει του οποίου κατοχυρώνεται το αφορολόγητο όριο έπρεπε να δηλωθεί στον κωδικό 049 του πίνακα 7 της δήλωσης από τον υπόχρεο και στον κωδικό 050 του ίδιου πίνακα από την σύζυγο ή τη συμβία του (εφόσον υπήρχε σύμφωνο συμβίωσης).
Προς διευκόλυνση των φορολογουμένων οι αρμόδιες για την εκκαθάριση των δηλώσεων υπηρεσίες της ΑΑΔΕ είχαν λάβει σε ηλεκτρονική μορφή από τις τράπεζες όλα τα στοιχεία για τις ηλεκτρονικές αγορές ανά φορολογούμενο και είχαν αναρτήσει τα συνολικά ποσά δαπανών ανά τράπεζα σε πληροφοριακούς πίνακες από τους οποίους οι φορολογούμενοι μπορούσαν να αντλήσουν τις αναγκαίες πληροφορίες και να δηλώσουν τα σωστά ποσά δαπανών στους κωδικούς 049-050.
Ωστόσο, οι κωδικοί 049-050 του πίνακα 7 ήταν «ανοικτοί» για τη δήλωση οποιουδήποτε ποσού, ώστε οι φορολογούμενοι να μπορούν να διορθώσουν τα ποσά εάν οι πραγματικές τους δαπάνες ήταν περισσότερες από εκείνες που αναφέρονταν στα στοιχεία των τραπεζών. Η διόρθωση των στοιχείων του TAXISnet απαιτεί οι υπόχρεοι να έχουν στη διάθεσή τους τα αποδεικτικά πληρωμής δαπανών, για την περίπτωση που κληθούν για έλεγχο.
Κατά την εκκαθάριση των φετινών φορολογικών δηλώσεων εντοπίστηκαν χιλιάδες περιπτώσεις φορολογουμένων, που ανέγραψαν ποσά υψηλότερα, από αυτά που προκύπτουν με βάση τα στοιχεία που απέστειλαν οι τράπεζες στην ΑΑΔΕ.
Στις περιπτώσεις αυτές η ΑΑΔΕ είναι πολύ πιθανό να καλέσει τους φορολογούμενους για έλεγχο και θα πρέπει να πρπροσέλθουν στις αρμόδιες ΔΟΥ προσκομίζοντας το σύνολο των απαιτούμενων δικαιολογητικών προκειμένου να αποδείξουν ότι έκαναν όλες τις δαπάνες που δήλωσαν στους κωδικούς 049-050.
Σε περίπτωση που κάποιος κληθεί για έλεγχο και δεν έχει τα απαραίτητα παραστατικά για τις δαπάνες του, τότε για το ποσό δαπανών που δεν κατάφερε να δικαιολογήσει θα κληθεί να πληρώσει τον επιπλέον φόρο εισοδήματος του 22%.
Ακόμη, εφόσον η διαφορά φόρου που θα προκύψει είναι μεγαλύτερη του 5% του αρχικά προσδιορισθέντος φόρου θα επιβαρυνθεί με πρόστιμο υποβολής ανακριβούς δήλωσης κλιμακούμενο από 10% έως και 50% της διαφοράς, καθώς και με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής επί της διαφοράς αυτής. Οι τόκοι θα υπολογιστούν με ποσοστό 0,73% ανά μήνα για το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη στιγμή της λήξης της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης μέχρι και την ημερομηνία διαπίστωσης της παράβασης από τον έλεγχο.