Eιδική εισφορά αλληλεγγύης: Τι πληρώνει ο κάθε φορολογούμενος - Ποιοι απαλλάσσονται
Πέραν του φόρου εισοδήματος, οι Έλληνες φορολογούμενοι καλούνται να πληρώσουν κάθε χρόνο και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης (EEA). Το μέτρο αυτό υιοθετήθηκε στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τη χώρα μας, αποσκοπώντας «στο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον».
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης (ΕΕΑ) υπολογίζεται κλιμακωτά σε όλα τα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ ως εξής:
- Για εισόδημα 12.001 ευρώ – 20.000 ευρώ: 2,2%
- 20.001 ευρώ – 30.000 ευρώ: 5,00%
- 30.001 ευρώ – 40.000 ευρώ: 6,50%
- 40.001 ευρώ – 65.000 ευρώ: 7,50%
- 65.001 ευρώ – 220.000 ευρώ: 9,00%
- ποσά άνω των 220.000 ευρώ: 10,00%
Σημειώνεται ότι από το 2020, και υπό την προϋπόθεση της επίτευξης των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης αναμένεται να καταργηθεί για εισοδήματα χαμηλότερα των 30.000 ευρώ και να μειωθεί για τα λοιπά εισοδήματα. Η εισφορά επιβάλλεται στο σύνολο των εισοδημάτων του φορολογουμένου ανεξαρτήτως πηγής, δηλ. στο εισόδημα από μισθωτή εργασία και στις συντάξεις, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου κ.λπ.
Κατ’ εξαίρεση δεν επιβάλλεται η ΕΕΑ:
(α) σε πρόσωπα που είναι ολικά τυφλοί και με βαριές κινητικές αναπηρίες
(β) στην αποζημίωση για τη λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης
(γ) στους μακροχρόνια ανέργους και όσους λαμβάνουν επίδομα ανεργίας εφόσον δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα
Για τους έγγαμους, η οφειλή για εισφορά που αναλογεί στα εισοδήματά τους υπολογίζεται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο. Στους μισθωτούς και συνταξιούχους η ΕΕΑ παρακρατείται από τον εργοδότη ή από το φορέα που καταβάλλει τη σύνταξη. Πρέπει να τονιστεί ότι η εισφορά υπολογίζεται στο συνολικό μεικτό εισόδημα του φορολογουμένου, δηλαδή στο ποσό του εισοδήματος πριν από την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου εισοδήματος.
Ετσι ένας μισθωτός ή ελεύθερος επαγγελματίας με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα
• 40.000 ευρώ υπόκειται σε φόρο εισοδήματος με μέσο συντελεστή 27,5% συν 3,32% ΕΕΑ, δηλ. τελικά φορολογείται με 30,82%
• 60.000 ευρώ υπόκειται σε φόρο εισοδήματος με μέσο συντελεστή 33,3% συν 4,71% ΕΕΑ, δηλ. τελικά φορολογείται με 38,04%
• 80.000 ευρώ υπόκειται σε φόρο εισοδήματος με μέσο συντελεστή 36,25% συν 5,69% % ΕΕΑ, δηλ. τελικά φορολογείται με 41,94%
Προφανώς, όσο μεγαλύτερα είναι τα φορολογητέα έσοδα ενός φορολογουμένου τόσο μεγαλύτερη είναι και η σχετική επιβάρυνση από την εισφορά. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έκρινε πρόσφατα (ΝΣΚ 13/2018) ότι οι ισχύουσες συμβάσεις για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, που έχει συνάψει η Ελλάδα, δεν καλύπτουν την ΕΕΑ, αφού δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με τον φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων».
Το σκεπτικό βασίζεται στην πάγια νομολογία του ΣτΕ, ότι η έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης δεν αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι η εισφορά αλληλεγγύης ναι μεν συνιστά φόρο, δεν έχει όμως ως αντικείμενο τα εισοδήματα επί των οποίων επιβλήθηκε, αλλά τα εισοδήματα αυτά θεωρήθηκαν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ως τα πλέον ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της φοροδοτικής ικανότητας, στην οποία απέβλεψε (ΝΣΚ 130/2017).
Σε αυτή τη βάση κρίθηκε ότι οι κάτοικοι εξωτερικού, εφόσον αποκομίζουν κέρδος από την πώληση μετοχών ή μεριδίων ελληνικής εταιρείας, οφείλουν να καταβάλλουν φόρο υπεραξίας 15% και εισφορά αλληλεγγύης έως 10%, όπως οι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδος (φυσικά πρόσωπα). Ιδιαίτερα, οι κάτοικοι εξωτερικού που είναι αποδεδειγμένα φορολογικοί κάτοικοι χώρας με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας απαλλάσσονται βάσει της εν λόγω σύμβασης από τον φόρο υπεραξίας, αλλά κατ’ αρχήν υπόκεινται σε εισφορά αλληλεγγύης.
Kατ’ εξαίρεση, εάν αυτά τα φυσικά πρόσωπα δεν έχουν υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης στην Ελλάδα από άλλη αιτία, λόγω δηλαδή της ύπαρξης άλλων εισοδημάτων πηγής Ελλάδος (π.χ. μισθώματα ακινήτων, τόκοι καταθέσεων κ.λπ.), δεν υποβάλλουν δήλωση μόνο για τον λόγο της πώλησης των μετοχών ή μεριδίων και συνεπώς δεν υπόκεινται ούτε σε εισφορά αλληλεγγύης.