Αλήθειες και ψέματα για τις μειώσεις επιτοκίου της ΕΚΤ
Αν η σύγκριση γίνει με βάση ένα μέσο στεγαστικό, της τάξης των 100.000 ευρώ, σε ημερήσια βάση αντιστοιχεί με κάτι λιγότερο από ένα πακέτο τσιγάρα.
Ωστόσο, όπως υποστηρίζεται αρμοδίως, δεν είναι τόσο το υλικό κέρδος από αυτή την εξέλιξη, όσο το ψυχολογικό.
Ο δανειολήπτης αισθάνεται ότι κάπως υποβοηθείται κι αυτό του δίνει κουράγιο για να συνεχίζει να τακτοποιεί κανονικά τις υποχρεώσεις του.
Άλλωστε, το όφελος, όταν οι μειώσεις αντιμετωπισθούν αθροιστικά, είναι ασφαλώς μεγαλύτερο.
Η ΕΚΤ έχει κάνει το τελευταίο διάστημα 2 μειώσεις, των 25 μονάδων, που μας κάνουν 50 μονάδες, δηλαδή μισή ποσοστιαία μονάδα επί του επιτοκίου.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η μείωση αυτή περνάει αυτόματα στο επιτόκιο των ιδιωτών, καθώς τα περισσότερα από τα δάνεια σήμερα, σε ποσοστό που ξεπερνά το 60%, είναι συνδεδεμένα με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ.
Όπερ σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν έχουν περιθώριο να μην την λάβουν υπόψη τους.
Βεβαίως, το πρόβλημα εν προκειμένω έχει να κάνει με το spread, που ανά περίπτωση προβλέπεται και το οποίο είναι αυτό που σαν «καπέλο» αυξάνει το κόστος του χρήματος.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται το παράδειγμα ενός μέσου επιχειρηματικού δανείου, του οποίου το επιτόκιο είναι σήμερα στο 7,50%.
Εν προκειμένω, υπάρχει ένα spread της τάξης του 4,50%, το οποίο εκτοξεύει το τελικό κόστος του δανείου στο 12% κι ενίοτε παραπάνω.
Εννοείται δε ότι η μείωση που ανακοινώνει κάθε φορά η ΕΚΤ στο δικό της, βασικό, επιτόκιο, δεν επηρεάζει το spread…