TτΕ: Η ελληνική στατιστική βάση μέρος της βάσης των χωρών της Ν.Α. Ευρώπης
Τροχοπέδη για τη συστηματική μελέτη της νομισματικής ιστορίας του νεότερου ελληνικού κράτους ήταν η έλλειψη και η μη συστηματική συλλογή στατιστικών δεδομένων.
Προς άρση αυτής της αδυναμίας, από το 2006 η Τράπεζα της Ελλάδος εργάστηκε, στο πλαίσιο ενός ερευνητικού δικτύου ευρωπαϊκών εθνικών κεντρικών τραπεζών, για τη δημιουργία για πρώτη φορά μιας πλήρους, εναρμονισμένης και συγκρίσιμης μακροχρόνιας στατιστικής βάσης για κρίσιμα μακροοικονομικά και νομισματικά μεγέθη των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Μέρος της μεγάλης αυτής στατιστικής βάσης αποτελεί η ελληνική βάση, που καλύπτει μια περίοδο 100 και πλέον ετών (1833 - 1949), επισημαίνεται σε μελέτη που συμπεριλαμβάνεται στο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η μελέτη της Σοφίας Λαζαρέτου με τίτλο: «Πώς η χρήση των ιστορικών μακροοικονομικών χρονολογικών σειρών στηρίζει την οικονομική ανάλυση και το σχεδιασμό πολιτικής; Η νέα ελληνική ιστορική στατιστική βάση 1833 - 1949 ως μέρος της μεγάλης στατιστικής βάσης των χωρών της Ν.Α. Ευρώπης» αποσκοπεί στην παρουσίαση της ελληνικής στατιστικής βάσης και στην ανάδειξη της σημασίας της για την εμπειρική τεκμηρίωση των διαχρονικών ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας και την αξιολόγηση της ασκηθείσας πολιτικής.
Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην ανάλυση συγκεκριμένων παραδειγμάτων πολιτικής, με τη χρήση ποσοτικών στοιχείων, όπως είναι οι νομισματικοί δείκτες, το κόστος δανεισμού και τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν ότι το νήμα της νομισματικής ιστορίας της Ελλάδος ήταν εν πολλοίς κοινό με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Χαρακτηρίζεται δε από την επανειλημμένη προσπάθεια ένταξης της χώρας σε μια οικονομική και νομισματική λέσχη ισχυρών οικονομιών.
Η υιοθέτηση μιας νομισματικής «άγκυρας» υπαγορευόταν από την ανάγκη ενθάρρυνσης του εξωτερικού εμπορίου καιπροσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, καθώς και από την προσπάθεια τερματισμού περιόδων έντονης οικονομικής και πολιτικής αστάθειας.
Οι στατιστικές σειρές δείχνουν ότι το όφελος ήταν μετρήσιμο και σημαντικό, όπως αποτυπώνεται από το μειωμένο κόστος δανεισμού που αντανακλά την ευκολία άντλησης φθηνών δανειακών κεφαλαίων, τα οποία ήταν απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης λόγω του πολύ χαμηλού επιπέδου εθνικής αποταμίευσης.
Σημαντικοί ήταν, ωστόσο, και οι κίνδυνοι που ελλόχευαν, σε εκείνες μάλιστα τις περιπτώσεις που η ένταξη της χώρας δεν συνοδευόταν πάντοτε από τη λειτουργία στέρεων και αξιόπιστων δημοσιονομικών και νομισματικών θεσμών.
Η διάθεση της νέας αυτής στατιστικής βάσης στη διεθνή επιστημονική κοινότητα προσδοκάται ότι θα διευκολύνει τη συστηματική μελέτη θεμάτων οικονομικής, νομισματικής και τραπεζικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδος, αναφέρεται στα συμπεράσματα της μελέτης.