Κίνδυνος να σβήσει το χαμόγελο από τις… χαρούμενες τράπεζες

Όλοι σχεδόν εμφανίζονται ευχαριστημένοι από τον τρόπο που θα ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.Οι μετοχές τους εκτινάχθηκαν στο Χρηματιστήριο, οι ισορροπίες κρατήθηκαν, οι ιδιώτες μέτοχοι χαμογελούν, οι φορολογούμενοι δεν θα επιβαρυνθούν, το χρηματοδοτικό κενό του προγράμματος μειώνεται, οι τράπεζες γλίτωσαν. Αλλά δεν θα είναι οι τράπεζες...

Κίνδυνος να σβήσει το χαμόγελο από τις… χαρούμενες τράπεζες
3'

Της Μαρίνας Πρωτονοταρίου

Ο κίνδυνος που δημιουργεί η έλλειψη τραπεζών σε μια οικονομία είναι μεγάλος και σε συνδυασμό με το δυσχερές οικονομικό περιβάλλον της ύφεσης και των capital controls δημιουργεί ένα εκρηκτικό μίγμα που μπορεί να εκτινάξει κι άλλο το μέγεθος των «κόκκινων δανείων», δημιουργώντας μια «μαύρη τρύπα» που μπορεί να εξαφανίσει το χαμόγελο στις... χαρούμενες τράπεζες.

Αν ο ρόλος μιας τράπεζας είναι να δανείζει και να στηρίζει την επιχειρηματικότητα και την αγορά, οι ελληνικές τράπεζες μάλλον τον έχουν ξεχάσει εδώ και καιρό και δεν πρόκειται σύντομα να τον ξαναθυμηθούν. Θέμα πιστωτικής επέκτασης δεν υπάρχει για πολύ καιρό ακόμη, τουλάχιστο όσο θα διαρκέσει η αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων».

Όμως, χωρίς ρευστότητα στην αγορά ώστε να κινηθεί η οικονομία - δίχως φθηνό χρήμα - δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα «κόκκινα δάνεια», τα οποία ανέρχονται στα 107 δισ. ευρώ. Η «ασφυξία» που θα επέλθει από τη συνεχιζόμενη έλλειψη ρευστότητας και μία νέα πιθανή εκτίναξή τους, θα έχει ως αποτέλεσμα σύντομα να συζητάμε και πάλι για νέα κεφάλαια προς τις τράπεζες…

Υπάρχουν χαμένοι από αυτήν την επιτυχία. Είναι η αγορά, οι επιχειρήσεις και όσοι περιμένουν να στηρίξουν τη δραστηριότητά τους, τη βιωσιμότητα και τη λειτουργία τους στη δύσκολη αυτή οικονομική συγκυρία. Καλούνται να ανταπεξέλθουν μόνοι τους σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί από την ύφεση, την αβεβαιότητα και τα capital controls, με την πιθανότητα να μην ανταπεξέλθουν.

Μόνη ελπίδα στους «αναπτυξιακούς σκοπούς»

Με επίγνωση του μεγάλου προβλήματος στην ελληνική οικονομία και της αδυναμίας των τραπεζών να την στηρίξουν, η ελληνική πλευρά σχεδιάζει να προτείνει στους θεσμούς, τα 15 δισ. του εναπομείναντος ποσού των 25 δισ. (αφού αφαιρεθούν τα 10 δισ.) να αξιοποιηθούν για αναπτυξιακούς σκοπούς, δημιουργώντας ένα κεφαλαιακό απόθεμα ανάπτυξης, ύψους 15 δισ. που θα στηρίξουν στοχευμένα την πραγματική οικονομία.

Αν αυτό το σχέδιο καταφέρει να λειτουργήσει πραγματικά, θα βρεθεί δίοδος ενίσχυσης της αγοράς, εν μέσω αδυναμίας των τραπεζών.

Τα θετικά της ανακεφαλαιοποίησης

Όμως, πέρα από τον κίνδυνο να μείνει η αγορά «στεγνή», οι μικρές κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών έχουν θετικά σε άλλα επίπεδα. Έχουν θετικό αντίκτυπο τόσο στους ιδιώτες επενδυτές που πέτυχαν να στηρίξουν τις επενδύσεις τους, στις τράπεζες που παραμένουν ιδιωτικές στην πλειοψηφία τους και στους φορολογουμένους που επιβαρύνονται λιγότερο, μόλις με 8 δισ. όπως υπολογίζεται από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αν και αρχικά ο υπολογισμός ήταν για 25 δις. ευρώ.

Κρατώντας χαμηλά τον πήχη στα 4,4 δισ. ευρώ, δημιουργούνται συνθήκες συμμετοχής ιδιωτών στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών. Η συμμετοχή των ιδιωτών στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών επιτρέπει στη κυβέρνηση να μιλά για «ψήφο εμπιστοσύνης» στον κλάδο και στην οικονομία και να ευελπιστεί στην προσέλκυση περισσότερων ξένων επενδύσεων στο μέλλον. Επίσης, γίνεται πιο πιθανή η αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ για αναχρηματοδότηση, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των προαπαιτουμένων και την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος.

Τις χαμηλές κεφαλαιακές ανάγκες επεδίωξαν τόσο οι διοικήσεις των τραπεζών όσο και οι εταίροι-δανειστές. Οι διοικήσεις των τραπεζών, γιατί έτσι μπορεί να παραμείνουν στις θέσεις τους και οι πιστωτές επειδή έτσι μειώνεται το χρηματοδοτικό κενό του τρίτου προγράμματος διάσωσης, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των 86 δισ. ευρώ της εκτιμώμενης συνολικής χρηματοδότησης και των 50 δισ. που είχε δεσμευθεί να βάλει το ESM.

Με 10 δισ. ευρώ ή λιγότερα για τις ανάγκες των τραπεζών, η συνολική απαίτηση χρηματοδότησης του προγράμματος κατεβαίνει στα 71 δισ. ευρώ, ποσό πιο κοντά στα 50 δισ. της συμμετοχής του ESM.

Σχετικές ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή