Έρευνα: Κατάλληλη η χαλαρή πολιτική της ΕΚΤ
Το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων, που συμβουλεύει την κυβέρνηση της καγκελαρίου 'Αγγελα Μέρκελ, ανέφερε την περασμένη εβδομάδα ότι η ΕΚΤ πρέπει να μειώσει το πρόγραμμά της αγορών ομολόγων με δεδομένη την ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Έρευνα, όμως, που έγινε μεταξύ 64 Ευρωπαίων ακαδημαϊκών από το Κέντρο Μακροοικονομικής (Center for Macroeconomics) και το Κέντρο Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής (Center for Economic Policy Research) έδειξε ότι το 78% των ερωτηθέντων διαφωνεί ή διαφωνεί ισχυρά με τη γερμανική άποψη.
Επιδιώκοντας να ενισχύσει την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα, κυρίως κρατικά, αξίας 80 δισ. ευρώ κάθε μήνα και έχει μειώσει τα επιτόκια σε αρνητικό έδαφος. Η ΕΚΤ θα αποφασίσει τον επόμενο μήνα για το αν θα παρατείνει το πρόγραμμα αγορών και μετά τη προγραμματισμένη για τον Μάρτιο του 2017 λήξη του.
Με τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης να προβλέπεται να αυξηθεί στο 1,3% τον Μάρτιο, το υψηλότερο επίπεδο 3,5 ετών, αυξάνονται οι φωνές που ζητούν από την κεντρική τράπεζα να σηκώσει το πόδι της από το πετάλι της νομισματικής στήριξης.
Υποστηρίζοντας ότι τα χαμηλά επιτόκια αποδιαρθρώνουν τις αποταμιεύσεις και πλήττουν τους απλούς Γερμανούς πολίτες, το Βερολίνο έχει πάρει ανοικτά εχθρική θέση στην πολιτική της ΕΚΤ, με την κεντρική τράπεζα να σημειώνει ότι η σύγκρουση μπορεί να απειλήσει την ανεξαρτησία της και να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητά των πολιτικών της.
Οι συμμετέχοντες στη σημερινή έρευνα, μεταξύ των οποίων ο πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Τσάρλι Μπιν και ο υποδιοικητής της ιρλανδικής κεντρικής τράπεζας Στέφαν Γκέρλαχ διαφώνησαν επίσης με τη γερμανική άποψη ότι η πολιτική της ΕΚΤ συγκαλύπτει τα διαρθρωτικά προβλήματα. «Δεν πιστεύω ότι συγκαλύπτει τα διαρθρωτικά προβλήματα - εξακολουθούν να είναι απόλυτα φανερά, αν και σίγουρα μειώνει την πίεση στις εθνικές κυβερνήσεις να τα αντιμετωπίσουν», δήλωσε ο Μπιν.