Ο βουλευτής Μιχ. Ταμήλος και το ξεχασμένο δοκίμιο του Γ. Λεμπέση
Πώς οι ενέργειες και οι δηλώσεις ενός βουλευτή επιβάλλουν τη μελέτη ενός κοινωνιολογικού δοκιμίου που γράφτηκε πριν από επτά δεκαετίες
Τον περασμένο Απρίλιο στελέχη της «Νέας Δημοκρατίας» υποστήριζαν ότι το κενό που προκάλεσαν οι παραιτήσεις των κυρίων Νίκου Λέγκα και Σωτήρη Χατζηγάκη στο νομό Τρικάλων θα κάλυπτε ο κ. Μιχάλης Ταμήλος. Τον παρουσίαζαν ως τον κορυφαίο τεχνοκράτη, επειδή είναι πολιτικός μηχανικός.
Κάποιοι τον παρουσίασαν στον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά ως τον αξιόπιστο νέο πολιτικό, ο οποίος πήρε «μεταγραφή» στο πολιτικό προσκήνιο χάρη στη θητεία του ως πρώτος πολίτης του δήμου Τρικκαίων. Το πολιτικό ταλέντο του ανδρός φυσικά δεν κρίνεται από τι λένε κάποιοι που ζουν σε ένα κομματικό μικρόκοσμο αλλά από τους λόγους και τα έργα του.
Όπως αποκάλυψε ο «Βηματοδότης», ο κ. Μιχάλης Ταμήλος περιφέρεται στη Βουλή παρουσιάζοντας σχέδιο νέου τρόπου καταβολής της βουλευτικής αποζημιώσεως. Ισχυρίζεται ότι οι βουλευτές δεν πρέπει να λαμβάνουν μηνιαίο μισθό αλλά ημερήσια αποζημίωση ύψους 240 ευρώ. Προβάλλει μάλιστα αυτό το επιχείρημα για να πηγαίνουν οι βουλευτές στις διαδικασίες της Βουλής.
Λίγο καιρό πριν ο κ. Ταμήλος είχε υποστηρίξει ότι δεν θέλει να παρακολουθεί τις εργασίες στις κοινοβουλευτικές επιτροπές αν δεν πληρώνεται. Κι όταν ξέσπασε θόρυβος πήγε να παρατηρήσει τους δημοσιογράφους χρησιμοποιώντας τον πολιτικό λόγο που γνωρίζει καλύτερα κι εκφράζει την αντίληψη των ψηφοφόρων του.
«Εσείς οι δημοσιογράφοι αντί να μας κατηγορήσετε εμάς τους βουλευτές που πήγαμε και ψηφίσαμε αυτά τα μέτρα, μάς κατηγορείτε που ξύνουμε τα @ρχίδι@ μας», είπε με τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας του. Δήλωνε μάλιστα αμετανόητος και αναζητούσε τους «χαφιέδες» που σχολίασαν τη συμπεριφορά του.
Ποιότητα των πολιτικών …
Προσοχή στις ορμές!
Όλοι οι βαρύμαγκες σ’ αυτήν την κοινοβουλευτική περίοδο εκλέχθηκαν για να ψηφίσουν Μνημόνια και να εκχωρήσουν με ελαφρά την καρδία κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, έχοντας το θράσος να λένε πως σώζουν τη χώρα. Οι περισσότεροι από τους παλιούς κοινοβουλευτικούς συντάκτες συμφωνούν σε μια παραδοχή. Αν ζούσαν πολιτικοί όπως οι Αλέξανδρος Παπάγος, Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Σοφοκλής Βενιζέλος, Ηλίας Ηλιού και Γρηγόρης Λαμπράκης ούτε για σερβιτόρους στο καφενείο της Βουλής δεν θα δέχονταν πρόσωπα με τέτοιες συμπεριφορές.
Στα ιστολόγια γράφτηκε με ίσως πιο δηκτικό ύφος ότι ο κ. Ταμήλος (και κάποιοι ακόμα) μπερδεύουν το κοινοβούλιο με στάνη. Ούτε αυτό ισχύει. Διότι υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν από τα ξημερώματα ως αργά τα μεσάνυχτα στις στάνες με αξιοπρέπεια κι έχουν τέτοια σεμνότητα κι ευπρέπεια ώστε η αρετή κάποιων που παριστάνουν τους καλλιεργημένους φαντάζει αμυδρά.
Ο βουλευτής Τρικάλων αποτελεί το γνήσιο εκφραστή μιας κοινωνικής τάξης που οδήγησε τη χώρα στο σημερινό αδιέξοδο:
- Δηλώνει ότι πληρώνει όταν έχει, επειδή έτσι του αρέσει.
- Απαιτεί από τους «κολλητούς» να τον φωνάζουν «Μάικ».
- Κάνει πολιτικές αναλύσεις λες και αφηγείται ανέκδοτα.
- Αγωνίζεται για πιο πολλά λεφτά και λιγότερη δουλειά.
- Τηρεί με ευλάβεια τα μαντζούνια και την κακοδαιμονία των νεοελλήνων.
Τα ρόδια και η πολιτική
Ακόμα γελούν στα πηγαδάκια της Βουλής με τα ρόδια που έφερε σε σακούλα ο κ. Ταμήλος «για να φύγει το κακό» όταν συζητήθηκε η εμπλοκή του κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη στην υπόθεση Καρούζου. Πήγε δύο ρόδια για γούρι στον Πρόεδρο της Βουλής κι άλλα δύο στον γραμματέα της Κ.Ο. της Ν.Δ. κ. Θανάση Μπούρα.
Πώς δεν κατέβασε και τίποτε τσιγγάνες ξεματιάστρες;
Και σας ρωτώ: Είναι δυνατόν να μας πάρει κάποιος Ευρωπαίος στα σοβαρά σε τέτοιους εκπροσώπους σε ύψιστους θεσμούς της Πολιτείας;
Μια βόλτα και μια συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ευρωβουλευτές, όπως ο Αυστριακός κ. Όθμαρ Κάρας, ο Λουξεμβούργιος κ. Φράνκ Έγκελ ή οι δικοί μας κ.κ. Μαριέττα Γιαννάκου και Γεώργιος Παπαστάμκος αρκεί.
Η σύγκριση με περιπτώσεις πολιτικών, όπως ο κ. Ταμήλος, προκαλεί πολιτισμικό σοκ. Ίσως όμως και να κάνει επίκαιρο τον κοινωνιολόγο Γιώργο Λεμπέση.
Στα χρόνια της Κατοχής, ο Λεμπέσης έγραψε το δοκίμιο «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στον σύγχρονο πολιτικό βίο».
Διαβάζοντας το πάλι, κάποιος θα μπορούσε να δικαιολογήσει πολλά για τον εκφυλισμό του πολιτικού συστήματος και για τα κριτήρια επιλογής «νέων πολιτικών».
«Οι βλάκες» του Λεμπέση
«Ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται», γράφει ο Λεμπέσης και εξηγεί: «Και ο βλάκας που αναδείχθηκε με τον τρόπο αυτό θα προωθήσει μόνο πρόσωπα κατώτερά του, ώσπου μια βίαιη επέμβαση υπαγορευμένη από την ανάγκη κάποιου άλλου κοινωνικού οργανισμού ή ο φυσικός εκφυλισμός ενός τέτοιου οργανισμού από τα μέσα, επιφέρει κάποια θεμελιώδη ανατροπή ή και το τέλος του βίου του εκφυλισμένου πια οργανισμού. Έτσι π.χ. σε παρόμοια περίπτωση η κοινωνική ομάδα που ανέβηκε το 1910 ανέτρεψε την ιεραρχία των αξιών και των προσώπων και μέσα στον παλαιοκομματισμό και έκανε δυνατή την υπερφαλάγγιση των παλαιών αρχηγών του από νέους (Γούναρη, Στράτο κ.λ.π). Σαν παράδειγμα για την δεύτερη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί η χωρίς καμιά αντίσταση παράδοση της εξουσίας από την παλιά κοινωνική ομάδα στην αναίμακτη «επανάσταση» του 1909».
Σε άλλο σημείο του δοκιμίου του, ο Λεμπέσης σημειώνει: «Απόλυτη εσωτερική συνέπεια της πνευματικής αναπηρίας του βλάκα, είναι όχι μόνο η αγελαία του τάση, όχι μόνον η προώθηση του «πλάτη με πλάτη» με την λεγεώνα των ομοίων του, όχι μόνον η προσφυγή στα πιο φτηνά μέσα της επιτηδειότητας, στην έλλειψη αντίθετης γνώμης, στην προσφορά εύκολων και ανήθικων εκδουλεύσεων και στην κολακεία, αλλά και η συστηματική αποφυγή κάθε σύγκρουσης και κάθε μάχης.
»Κι όταν ακόμα ο βλάκας με την μορφή του επιτήδειου ή του απατεώνα αναγκαστεί να δώσει μάχη, θα την δώσει με τα ευκολότερα και συνεπώς ανηθικότερα όπλα: το ψέμα, την διαστροφή, την ραδιουργία και την συκοφαντία. Από δω βγαίνει και το ακλόνητο δόγμα: η ανηθικότητα είναι αποκλειστικό προϊόν των βλακών!».
Έτσι εξηγούνται πολλά για τον παθητικό (και δευτεροκλασάτο) χαρακτήρα πολιτικής εκπροσώπησης από κάποιους και την απροθυμία τους να δώσουν σκληρές διαπραγματευτικές μάχες ώστε να επικρατήσει ένα νέο πλαίσιο αντικειμενικών αρχών και αξιών που θα βγάλει τη χώρα από το φαύλο κύκλο της οικονομικής κρίσης και κυρίως της ηθικής κατάπτωσης.
Το παρόν άρθρο συνιστά κείμενο πολιτικής κριτικής που εκφράζει αποκλειστικά τον αρθρογράφο.