Έρευνα: Οι γνώσεις καλές, αλλά το ενδιαφέρον περιορισμένο
Τα βασικά ευρήματα της μελέτης που δημοσιεύθηκε πριν από μερικές ημέρες από τους ερευνητές της ομάδας «Meteo» του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών αφορούσε τον κλιματικό εγγραμματισμό των μαθητών.
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στην εφημερίδα «Καθημερινή» η Κατερίνα Παπαγιαννάκη, ειδική λειτουργική επιστήμονας στο Ινστιτούτο, οι μαθητές οι οποίοι συμμετείχαν στην έρευνα, διαθέτουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο γνώσης αναφορικά με τα καιρικά φαινόμενα και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτά. Εκεί που υπολείπονται όμως, είναι στο ενδιαφέρον τους για αυτά τα ζητήματα. Κι αυτό σύμφωνα με την ίδια δημιουργεί προβληματισμό, ιδιαίτερα για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή είναι ήδη ορατές.
«Βασιστήκαμε στη μεθοδολογία της PISA»
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω ερωτηματολογίων που μοιράστηκαν σε 474 μαθητές ηλικίας 12-16 ετών από 30 δημόσια σχολεία. Το έργο πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Erasmus+ «TripGift» και την έγκριση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Οπως εξήγησε η κ. Παπαγιαννάκη, τα ερωτηματολόγια στάλθηκαν διαδικτυακά στους μαθητές «πριν από περίπου δυόμισι χρόνια και τα στατιστικά συμπεράσματα δημοσιεύτηκαν στα τέλη του περασμένου Αυγούστου. Τα σχολεία που επιλέχθηκαν βάσει γεωγραφικών κριτηρίων βρίσκονται σε πολλές περιοχές της χώρας».
Πέραν των ερωτήσεων γνώσεως, υπήρχε μεθοδολογική προσέγγιση μέσω συμπεριφορικών μοντέλων και ψυχοκοινωνικών παραμέτρων. Με αυτόν τον τρόπο θέλαμε να δούμε πώς επηρεάζεται ο κλιματικός εγγραμματισμός των μαθητών.
Σύμφωνα με την ίδια, σημαντικό κίνητρο για την εκπόνηση της μελέτης ήταν ότι «διαβάζοντας την επιστημονική βιβλιογραφία των τελευταίων ετών, διαπιστώσαμε ότι υπάρχει μεγάλη τάση στη μελέτη του κλιματικού εγγραμματισμού».
Τα ερωτηματολόγια που δόθηκαν στους μαθητές, βασίστηκαν σύμφωνα με την ίδια, «στην PISA, που κυρίως ασχολείται με γνώσεις μαθηματικών και γλώσσας. Διαβάσαμε πολύ τη μεθοδολογία της PISA, ώστε να φτιάξουμε ερωτήματα που αντιστοιχούν σε διάφορες παραμέτρους, τις οποίες μετέπειτα αναλύσαμε στατιστικά. Δηλαδή, πέραν των ερωτήσεων γνώσεως, υπήρχε μεθοδολογική προσέγγιση μέσω συμπεριφορικών μοντέλων και ψυχοκοινωνικών παραμέτρων. Με αυτόν τον τρόπο θέλαμε να δούμε πώς επηρεάζεται ο κλιματικός εγγραμματισμός των μαθητών».
«Διαθέτουν καλή γνώση των καιρικών φαινομένων»
Τα διαδραστικά ερωτήματα που δόθηκαν στους μαθητές, αφορούσαν μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την ίδια, «την αναγνώριση της επικινδυνότητας μέσα από έναν καιρικό χάρτη ή το πώς μπορούν να προστατευθούν εν μέσω συγκεκριμένων καιρικών φαινομένων». Οπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στη μελέτη, ως εγγράμματος μαθητής θεωρείται αυτός που μεταξύ άλλων «γνωρίζει πώς να συλλέγει και να ερμηνεύει πληροφορίες για τα καιρικά φαινόμενα, αναγνωρίζει την επικίνδυνη φύση τους και τον σχετικό κίνδυνο και λαμβάνει επιστημονικά τεκμηριωμένες και υπεύθυνες αποφάσεις για την προστασία από τους φυσικούς κινδύνους που σχετίζονται με τον καιρό».
Οι ερωτήσεις γνώσεων περιεχομένου εμβάθυναν σε ζητήματα σχετικά με την εμφάνιση καιρικών φαινομένων και τους σχετικούς κινδύνους στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, ζητήθηκε από τους μαθητές να επιβεβαιώσουν την ορθότητα προτάσεων όπως «η εξάπλωση των δασικών πυρκαγιών ευνοείται από την υψηλή υγρασία (λάθος)» ή να επιλέξουν τη σωστή εξήγηση «για το γεγονός ότι οι διαφορές θερμοκρασίας προκαλούν πλευρικές και κατακόρυφες κινήσεις του αέρα». Οι βαθμολογίες αθροίστηκαν για να δημιουργηθούν οι μεταβλητές που αφορούν τη γνώση περιεχομένου, τη διαδικαστική γνώση, την ικανότητα αξιολόγησης και την ικανότητα προσαρμοστικότητας των μαθητών.
Οι μαθητές διαθέτουν καλή γνώση και κατανόηση των καιρικών φαινομένων αλλά και δεξιότητες για την αξιολόγησή τους. Είναι επίσης σημαντικό ότι υπάρχει εμπιστοσύνη στην επιστήμη.
Όπως προέκυψε από την ανάλυση των ερωτηματολογίων, σύμφωνα με την κ. Παπαγιαννάκη, «οι μαθητές διαθέτουν καλή γνώση και κατανόηση των καιρικών φαινομένων αλλά και δεξιότητες για την αξιολόγησή τους. Είναι επίσης σημαντικό ότι υπάρχει εμπιστοσύνη στην επιστήμη. Επίσης, έχουν γνώση για την προσαρμογή στους κινδύνους που απορρέουν από αυτά τα φαινόμενα, ενώ είδαμε ότι η γνώση επιδρά θετικά στο επίπεδο των δεξιοτήτων, επομένως είναι απαραίτητη».
Παράλληλα, βάσει της μελέτης, «οι μαθητές με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επιστήμη κατανοούν καλύτερα τα φαινόμενα που σχετίζονται με τον καιρό και τους σχετικούς κινδύνους (γνώση περιεχομένου) και έχουν μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής και λήψης μέτρων για τη μείωση του κινδύνου (ικανότητα προσαρμοστικότητας)». Οπως αναγράφεται στη μελέτη, η αναγνώριση της αξίας της επιστημονικής γνώσης από τους μαθητές, «πιθανόν να οδηγεί τις επιδόσεις τους στις γνώσεις και τις ικανότητες, ακόμη και αν το προσωπικό ενδιαφέρον και τα κίνητρά τους είναι χαμηλά».
«Δεν φαίνεται να υπάρχει ευαισθητοποίηση»
Αυτό που σύμφωνα με την ίδια έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην ομάδα του «Meteo» είναι ότι «το συνολικό τους ενδιαφέρον και η ενασχόληση για μάθηση με αυτά τα αντικείμενα ήταν αισθητά χαμηλά. Δεν φαίνεται να υπάρχει ευαισθητοποίηση. Εκτός από το χαμηλό προσωπικό ενδιαφέρον, αξιολόγησαν πολύ χαμηλά και την ενθάρρυνση από εκπαιδευτικούς και γονείς. Αντί να ενθαρρύνονται να ενισχύσουν το ενδιαφέρον τους για αυτά τα ζητήματα, περισσότερο εισπράττουν πίεση για ικανοποίηση προσδοκιών. Οταν όμως η ενθάρρυνση κινούνταν προς θετική κατεύθυνση, τότε υπήρχε θετική επίδραση όχι μόνο στο επίπεδο της γνώσης, αλλά και στο συνολικό ενδιαφέρον των μαθητών».
Πρόκειται για ένα εύρημα που σύμφωνα με την κ. Παπαγιαννάκη, προέκυψε από «ερωτήματα που αφορούσαν μεταξύ άλλων το ενδιαφέρον τους να μάθουν περαιτέρω για αυτά τα ζητήματα και να τα διερευνήσουν εκτός σχολείου. Υπάρχει ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί. Δεν αρκεί η γνώση, χρειάζεται η καλλιέργεια μιας σύνδεσης με τα βαθύτερα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, των επιπτώσεών της και της επιστήμης που συνδέεται με αυτά».
«Θέλουμε ευαισθητοποιημένους ανθρώπους»
Τις γνώσεις που έχουν οι μαθητές, «τις έχουν λάβει κυρίως από δομημένα προγράμματα από το σχολείο. Η εκπαίδευση όμως μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική όταν ενσωματώνει πιο καινοτόμες μεθόδους, ελαφρώς διαφοροποιημένες από αυτές που εφαρμόζονται στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο είναι ίσως λίγο βαρετό για τα παιδιά. Αυτό μπορεί να γίνει με την ενσωμάτωση πραγματικών σεναρίων με εργαλεία εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας. Αυτά τα εργαλεία τα χρησιμοποιούμε ήδη στο Αστεροσκοπείο Αθηνών και βλέπουμε ότι τα παιδιά ενδιαφέρονται περισσότερο για το αντικείμενο. Αυτός είναι ο λόγος που σκοπεύουμε να τα εφαρμόσουμε πιλοτικά σε σχολεία εντός του επόμενου έτους. Η ενίσχυση των δεξιοτήτων των μαθητών θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω στατιστικών αναλύσεων, της χρήσης υπολογιστών και τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης».
Η εκπαίδευση μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική όταν ενσωματώνει πιο καινοτόμες μεθόδους, ελαφρώς διαφοροποιημένες από αυτές στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο είναι ίσως λίγο βαρετό για τα παιδιά.
Παράλληλα, σύμφωνα με τη μελέτη, «οι εκπαιδευτικοί μπορούν να αξιοποιήσουν τα μετεωρολογικά δεδομένα ανοιχτής πρόσβασης και τους δωρεάν δορυφορικούς πόρους για να δημιουργήσουν ελκυστικές και βασισμένες στη διερεύνηση μαθησιακές εμπειρίες».
Η μελέτη, σύμφωνα με την κ. Παππαγιαννάκη, απέδειξε ότι «η διδασκαλία ως προς τη διασύνδεση των παιδιών με το ζήτημα είναι αρκετά ελλιπής. Δεν αρκεί η ανανέωση των βιβλίων που ήδη πραγματοποιείται, αλλά μια περισσότερο διαδραστική διδακτική εμπειρία. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, επειδή θέλουμε ευαισθητοποιημένους ανθρώπους απέναντι στην κλιματική αλλαγή η οποία είναι από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που ήδη αντιμετωπίζουμε και θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον».