Κήρυξε πτώχευση ο Δήμος Αχαρνών
Την χρεοκοπία του Δήμου Αχαρνών ανακοίνωσε σήμερα, Τετάρτη (03/08/2016) ο δήμαρχος της πόλης, Γιάννης Κασσαβός, αναφέροντας ως αίτια την αδυναμία ισοσκέλισης του προϋπολογισμού για το 2016.
Σύμφωνα με τον κ. Κασσαβό, ο δήμος οδηγείται σε χρεοκοπία, καθώς το ταμειακό έλλειμμά του έφτασε τα 10,27 εκατ. ευρώ, ενώ το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων απάντησε αρνητικά στην αίτηση για δανεισμό, επικαλούμενο άδηλη πιστοληπτική ικανότητα του δήμου, η οποία οφείλεται στον υψηλό δανεισμό των προηγούμενων ετών.
Πρόκειται για τον τρίτο δήμο που κηρύσσει πτώχευση, καθώς το 2015 είχαν προηγηθεί οι Δήμοι Σαλαμίνας και Γόρτυνας.
Σε σχετική ανακοίνωση αναφέρεται, ότι, «γνωρίζοντας εξ' αρχής τη δεινή οικονομική θέση του δήμου Αχαρνών, η δημοτική αρχή μείωσε δραστικά τις δαπάνες, ενώ παράλληλα αναζητήθηκαν πηγές εσόδων, όπως η επιβολή του τέλους διαμονής παρεπιδημούντων, η είσπραξη ΤΑΠ σε ηλεκτροδοτούμενα και μη ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, ο καθορισμός του τέλους ακαθαρίστων εσόδων και ο καθορισμός τελών για χρήση κοινόχρηστων χώρων, που επί σειρά ετών παρέμεναν στα "αζήτητα"».
Ωστόσο, παρά τις διαβουλεύσεις του κ. Κασσαβού, με τον υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Παναγιώτη Κουρουμπλή, τον υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ Τέρενς Κουΐκ, τους βουλευτές της περιφέρειας Αττικής και φυσικά το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, δεν βρέθηκε τρόπος να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός.
Για την οικονομική εξυγίανση του δήμου, ενεργοποιείται αυτοδίκαια το οικονομικό παρατηρητήριο του υπουργείου Εσωτερικών.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η υπαγωγή σε πρόγραμμα εξυγίανσης προβλέπει την υποχρέωση εφαρμογής σειράς παρεμβάσεων, όπως μέτρα είσπραξης των οφειλών προς τους ΟΤΑ, αναστολή προσλήψεων, επιβολή υποχρεωτικών μετατάξεων προσωπικού, αύξηση των ιδίων εσόδων από φόρους, τέλη, δικαιώματα και εισφορές, αύξηση του ανώτατου συντελεστή επιβολής του Τέλους Ακίνητης Περιουσίας σε ποσοστό έως και 3‰ (τρία τοις χιλίοις), αύξηση του συντελεστή επιβολής του τέλους επί των ακαθαρίστων εσόδων και παρεπιδημούντων από 0,5% έως και 2% και περιορισμός των δαπανών μόνο σε υποχρεώσεις μισθοδοσίας και λοιπές, απολύτως ανελαστικές, δαπάνες.