21 Απριλίου 1967: Χούντα με γύψο και μυστρί

Από τον Ανένδοτο του Γέρου, στον Γαρουφαλλιά, την Αποστασία , στην εκτροπή, στα επτά χρόνια φαγούρας και το δράμα της Κύπρου
11'

Του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου

Πολλές φορές ακούγεται το τελευταίο διάστημα η λέξη «χούντα» και διάφορα άλλα σχετικά. Πέρασαν 45 χρόνια από εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή που βγήκαν τα τανκς στους δρόμους κι ακόμα ορισμένοι δεν κατάλαβαν τι οδήγησε την Ελλάδα στην επταετή ύπνωσή της…

Πέρα από τα συνηθισμένα θα προσπαθήσουμε να συνδέσουμε τις συνθήκες του 1967 με φαινόμενα που επαναλαμβάνονται στο πολιτικό βίο και πρέπει να μας προβληματίσουν.

Οι φήμες για τις κινήσεις των αξιωματικών, το επικείμενο πραξικόπημα ή και την ανάγκη παρέμβασης του Στρατεύματος είχαν αρχίσει να διακινούνται ήδη από το 1963. Όταν όμως επιβλήθηκε η δικτατορία δημιουργήθηκε κι ένα ερώτημα το οποίο έμενε και ίσως μένει ακόμα αναπάντητο: Γιατί ο πολιτικός κόσμος της χώρας εκείνη την εποχή δεν απέτρεψε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών για να προστατεύσει τη Δημοκρατία.

Ένας αείμνηστος δημοσιογράφος, ο τελευταίος διευθυντής της συντηρητικής «Ακροπόλεως» Γιάννης Ναζλίδης εκτιμούσε ότι η χούντα επιβλήθηκε για να συντριβεί το πρωτοφανές λαϊκό κίνημα που αναπτύχθηκε ύστερα από την πολιτική δράση του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη με πρωτοβουλίες για την ειρήνη και τη Δημοκρατία.

Σε ανάλογο μήκος κύματος, ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος ανέφερε ότι ίσως ο Λαμπράκης να ήταν όπως και ο Νίκος Μπελογιάννης στη δεκαετία του ’50, τα πρόσωπα που θα δρομολογούσαν εξελίξεις με τον θάνατό τους. Κι αυτή άλλωστε είναι η αλήθεια.

Μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1963 εξυφάνθηκε ένα σχέδιο συντριβής του λαϊκού κινήματος, το οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί καν με όσα έζησε η Γαλλία πέντε χρόνια αργότερα, είτε το θέλουν ορισμένοι, είτε όχι.

Ακόμα έχει μείνει στην ιστορία η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ξημερώματα της 21 Μαΐου, όταν πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα της περίεργης στραβοτιμονιάς του Γκοτζαμάνη και το θανάσιμο τραυματισμό του Λαμπράκη. «Μα ποιος, επιτέλους, κυβερνά αυτόν τον τόπο» είχε πει οργισμένος κι επέλεξε λίγο καιρό αργότερα την αυτοεξορία στο Παρίσι.

Από τον Λαμπράκη στη χούντα

Τα πράγματα εξελίχθηκαν λες κι όλα ήταν καλά καμωμένα: Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, τα γεγονότα στην Κύπρο, η υπόθεση του υπουργού Εθνικής Αμύνης Γαρουφαλλιά, η δολιοφθορά στα πυροβόλα της 117 Μοίρας Πυροβολικού στον Έβρο (την οποία διοικούσε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος), τα Ιουλιανά με αποκορύφωμα την Αποστασία και τον κόσμο στους δρόμους.

Επί 70 ημέρες ο λαός αψήφισε την αστυνομία και την πυροσβεστική. Λίγο καιρό αργότερα, η κυβέρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου δεν μπόρεσε να ανακόψει την εκτροπή του πολιτεύματος.

«Επέμενα να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές το ταχύτερο δυνατό. Σ’ αυτήν τη θέση, όμως, ήμουν τραγικά μόνος. Κανείς στο κόμμα δεν ήθελε τις εκλογές. Άλλωστε δεν ήλεγχα το κόμμα. Κορυφαία στελέχη πηγαινοέρχονταν στο Παρίσι και συζητούσαν με τον Κων. Καραμανλή» είχε εκμυστηρευτεί τον Νοέμβριο του 1973 στον δημοσιογράφο κ. Βίκτορα Νέτα.

Η πληροφορία επιβεβαιώνεται και από τα εκδοθέντα ντοκουμέντα που περιέχονταν στο αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το 1994. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που έμειναν στη σκιά και δίνουν μια εικόνα για την εμπλοκή της Ουάσινγκτον.

Οι μυστικές συναντήσεις

Οι παρεμβάσεις του αμερικανικού παράγοντα ήταν υποψία ή και κοινό μυστικό ήδη από την εποχή του Πιουριφόυ. Κάτι τέτοιο άρχισε να αποκαλύπτεται και από την έρευνα που έκανε ο δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος το 1967.

Δύο μήνες πριν από το πραξικόπημα ο Κων. Καραμανλής συναντήθηκε στη Νέα Υόρκη με τον απόστρατο πτέραρχο Λόρις Νόρσταντ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την ιδέα στρατιωτικής λύσης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δημητρακόπουλου, ο Νόρσταντ ήταν αρχιστράτηγος των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη επί 7 χρόνια.

Η πρόταση περί «στρατιωτικής λύσης» του πολιτικού προβλήματος στην Ελλάδα απάλλαξε από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ τον τελευταίο ηθικό ενδοιασμό που μπορεί να είχε για χούντα στην Ελλάδα. Να σημειώσουμε ότι τον Σεπτέμβριο του 1967, ο Δημητρακόπουλος διέφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Ουάσιγκτον, όπου από την προηγούμενη δημοσιογραφική δουλειά του ανέπτυξε φιλίες και είχε σημαντικές πηγές πληροφοριών.

Ντοκουμέντα Καραμανλή

Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται μερικώς από το αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στον 6ο τόμο (σελ. 257 κι εξής) περιγράφεται ότι ο Καραμανλής παρέμεινε στη Νέα Υόρκη από τις 25 Φεβρουαρίου έως τις 4 Μαρτίου 1967, επιστρέφοντας από ιδιωτικό ταξίδι στις Μπαχάμες. Εκεί, «είχε σειρά συναντήσεων με προσωπικότητες του πολιτικού και του επιχειρηματικού κόσμου. Ειδικότερα συναντήθηκε με τον κυβερνήτη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης Νέλσον Ροκφέλερ, τον πτέραρχο Νόρσταντ, παρεκάθησε σε γεύμα το οποίο δόθηκε προς τιμήν του από τον διακεκριμένο δημοσιογράφο Σάυρους Σουλτσμπέργκερ και παραβρέθηκε σε δεξίωση του γενικού προξένου της Ελλάδος Γ. Γκαβά (...)».

Λίγο παρακάτω φαίνεται ότι ο Καραμανλής ήταν πολύ προβληματισμένος διότι οι Αμερικανοί είχαν αποφασίσει να επιτρέψουν την επιβολή πραξικοπήματος στην Ελλάδα.

Ο αιφνιδιασμός

Δημοσιογράφοι της εποχής, όπως ο Σπύρος Καρατζαφέρης, λένε ότι σχεδιαζόταν πραξικόπημα από τους ανωτάτους αξιωματικούς υπό τις διαταγές του στρατηγού Σπαντιδάκη με την ανοχή του Παλατιού. Αυτά ήταν σενάρια που αφορούσαν σε πιθανή αφαίρεση της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου αν νικούσε στις προγραμματισμένες για τον Δεκέμβριο του 1967 εκλογές.

Τελικά οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι συνταγματάρχες, κινήθηκαν πιο γρήγορα και αιφνιδίασαν τους πάντες την Μεγάλη Παρασκευή 21 Απριλίου. Το καθεστώς δικαιολόγησε την κατάληψη της εξουσίας υποστηρίζοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να καταληφθεί η εξουσία από τους «κομμουνιστάς».

Αφορμή αποτέλεσε ότι δήθεν ανακαλύφθηκαν εβδομήντα φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα με ψεύτικες στρατιωτικές στολές, που οι κομμουνιστές θα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν πραξικόπημα. Ποτέ δεν παρουσίασαν κάποιο από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και σύντομα και οι ίδιοι εγκατέλειψαν τη πρόφαση του επερχόμενου κομμουνιστικού κινδύνου.

Το σχέδιο

Πρωταίτιοι ήταν οι συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος. Οι τρεις τους συναντήθηκαν στο αρχηγείο των Τεθωρακισμένων στο στρατόπεδο Ζορμπά του Γουδιού, στις 23:30΄ της 20ης Απριλίου 1967.

Σύμφωνα με ιστορικά ντοκουμέντα, ο Παπαδόπουλος δεν είχε λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και πρότεινε να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Παττακός αρνήθηκε κι η διαφωνία τους κράτησε αρκετή ώρα.

Ο ταξίαρχος των Τεθωρακισμένων ανακοίνωσε στους άλλους συνωμότες ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν, είτε όχι. Τη μαρτυρία αυτή έχει κάνει ο κ. Παττακός στη συνέντευξη που παρεχώρησε στον Αλέξη Παπαχελά, πριν από δέκα χρόνια. Στην ίδια συνέντευξη επιβεβαιώθηκε ότι ο Παπαδόπουλος δεν συμφώνησε στην «έναρξη της επιχειρήσεως» διότι το μεσημέρι της 20ης Απριλίου, η σύζυγος του συνταγματάρχου Λάζαρη δέχθηκε τηλεφώνημα αγνώστου, σύμφωνα με το οποίο «η πολιτική ηγεσία ήταν ενήμερη για τη βραδυνή κίνηση».

Μέσα σε μιάμιση ώρα, οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει αναιμάκτως υπό τον πλήρη έλεγχό τους τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα και τα ηλεκτρονικά Μέσα.

Συναγερμός στις Μονάδες

Διά ψεύτικης διαταγής, δήθεν του βασιλέως Κωνσταντίνου, ο Παπαδόπουλος κινητοποίησε τις αναγκαίες μονάδες του Στρατεύματος. Με ενέργειες ακριβείας τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο εκστρατείας «Πέλεκυς» και οι απαιτούμενοι σχηματισμοί τέθηκαν σε κατάσταση εκστρατείας «εις το όνομα της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως των Ελλήνων», αλλά με πλαστογραφημένη διαταγή.

Την ίδια στιγμή εστάλη σήμα στο ΝΑΤΟ «περί ενεργοποιήσεως του σχεδίου «Προμηθεύς» λόγω εκτάκτων αναγκών ανά την ελληνικήν επικράτειαν».

Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Όπως προέβλεπε το σχέδιο, οι στρατιωτικές μονάδες ετίθεντο υπό την άμεση ηγεσία του υπουργού Εθνικής Αμύνης ή του αρχηγού του Ελληνικού Στρατού στρατηγού Σπαντιδάκη ή του βασιλέως Κωνσταντίνου. Κάθε άλλη διαταγή ήταν ρητώς απαγορευμένη.

Σε τρίτη φάση, ο επικεφαλής του ΓΕΣ και πιστός στον βασιλέα στρατηγός Σπαντιδάκης, αντικατεστάθη από τον Οδυσσέα Αγγελή με εντολή του οποίου ο «Προμηθεύς» επεβλήθη σε κάθε μονάδα των Ενόπλων Δυνάμεων μέχρι το τελευταίο φυλάκιο.

Εισβολή στο Παλάτι

Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος βρισκόταν στην οικία του Ψυχικού καθώς συνέβαιναν όλα αυτά. Γύρω στις δύο το ξημέρωμα είδε ομάδα στρατιωτών να μπαίνει στο σπίτι ενώ ο υπασπιστής του ταγματάρχης Μιχαήλ Αρναούτης μόλις και πρόλαβε να αντιδράσει.

Με συνοπτικές διαδικασίες έγινε η σύλληψη του Κωνσταντίνου ενώ η περίεργη νυχτερινή κινητικότητα έγινε αντιληπτή ακόμα και από τη σύζυγο του Ανδρέα Παπανδρέου, Μαργαρίτα που κατοικούσε τότε σε παρακείμενη κατοικία. Σύμφωνα με μαρτυρία του κ. Γιώργου Παπανδρέου σε σχετικό αφιέρωμα του δημοσιογράφου κ. Γιώργου Δουατζή για την ΕΡΤ, λίγο μετά τη σύλληψη του βασιλιά ένας λοχαγός και τέσσερις καταδρομείς εισέβαλλαν στο σπίτι της οικογένειας Παπανδρέου.

Ο Ανδρέας προσπάθησε να διαφύγει από την ταράτσα και τον ακολούθησε ο Γιώργος, τον οποίο τελικά έπιασαν οι στρατιώτες. Με την απειλή ότι θα τον σκότωναν, ο Ανδρέας παραδόθηκε πέφτοντας από ένα πλυσταριό και σπάζοντας ένα λύχνο εξωτερικού φωτισμού.

Την ίδια στιγμή, οι στρατιωτικοί ζητούσαν από τον Κωνσταντίνο να τους ακολουθήσει στο Πεντάγωνο ενώ εκείνος αντέτεινε πως ήθελε να τηλεφωνήσει στον τότε πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Η ώρα ήταν 2:23’ το ξημέρωμα όταν έγινε η επικοινωνία των δύο ανδρών. Ο Κανελλόπουλος ενημέρωσε τον βασιλέα ότι ομάδα στρατιωτών μόλις τον είχαν συλλάβει και ήταν άγνωστο πού θα τον μετέφεραν.

Τελικά ο Κωνσταντίνος έκανε άλλη μια επικοινωνία με τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Γεώργιο Ράλλη ο οποίος δεν κατάφερε να οργανώσει έγκαιρα την αντίδραση άλλων δυνάμεων καταστολής της εξέγερσης με στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις αφού είχε τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο «Προμηθεύς». Λέγεται ότι ο Ράλλης συνέστησε στον βασιλέα ψυχραιμία και διάθεση για παθητική αντίδραση προς τους πραξικοπηματίες.

Πλήρης έλεγχος

Ως τις τρεις το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967, οι συνταγματάρχες είχαν θέσει την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη υπό τον έλεγχό τους. Οι πρώτοι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν οδηγηθεί στο στρατόπεδο Ζορμπά. Μεταξύ τους, ο Λεωνίδας Κύρκος και ο κ. Μανώλης Γλέζος. Ήταν οι πρώτοι Αριστεροί που εντοπίσθηκαν από τη στρατιωτική ασφάλεια ενώ στα γήπεδα «Καραϊσκάκη»και της Λεωφόρου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται όσοι είχαν φάκελο «κοινωνικών φρονημάτων».

Η μεγάλη νύχτα

Ύστερα από πολύωρες διαπραγματεύσεις, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να κάνει πίσω. Δέχθηκε να αναλάβουν οι πραξικοπηματίες σημαντικά υπουργεία ενώ επέβαλε το διορισμό πολιτικού προσώπου στο θώκο του πρωθυπουργού.

Ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας (ο οποίος ήταν αρεστός του Παλατού) προτάθηκε από τον Κωνσταντίνο κι όλοι έμειναν άναυδοι διότι δεν τον γνώριζαν. «Ποιος είναι τούτος, ο… Κόλλιας;»ρώτησε έκπληκτος ο Παπαδόπουλος.

Πέρασε και η δεύτερη απαίτηση του Κωνσταντίνου να γίνει υπουργός Εθνικής Αμύνης ο στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης. Αν και οι χουντικοί διόρισαν στη θέση του υφυπουργού τον στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη. Οι πρωταίτιοι Γ. Παπαδόπουλος, Στυλ. Παττακός και Νικ. Μακαρέζος ανέλαβαν αντιστοίχως τα υπουργεία Προέδριας, Εσωτερκών και Συντονισμού.

Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση του τότε πρέσβυ των ΗΠΑ στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ προς τον Κωνσταντίνο: «Ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί μπάσταρδοι, που είχαν τον έλεγχο των τανκς, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή».

Ίσως όμως και με τις ευλογίες των πολιτικών προϊσταμένων του Τάλμποτ οδήγησαν την Ελλάδα σε μια επταετία με πολύ γύψο και πολύ… μυστρί.

Ο επίλογος

Και τι προσέφεραν στην ελληνική κοινωνία ο πολιτικός «γύψος»και το χουντικό μυστρί;

Το περιγράφει γλαφυρά ο κ. Γιώργος Καραμπελιάς στο βιβλίο «Μετά 20 έτη» (Εναλλακτικές εκδόσεις 1985):

Μέσα από τη χούντα διαμορφώθηκε μια νέα φυσιογνωμία του ελληνικού λαού, μια φυσιο­γνωμία ατομισμού, καταναλωτισμού, μια φυσιογνωμία «φίλαθλου». Αυτό το καταπληκτικό υποκείμενο του 1965 είχε εξαφανιστεί για πάντα. Οι οικοδόμοι του 1965, ο εργάτης-μάζα με τις επαναστατικές απόψεις, δεν ήταν πια παρά κάποιοι «υψηλόμισθοι» καταναλωτές σκυλάδικων και τα μικροϊδιοκτητικά λαϊκά στρώματα του 1965, που αποτελούσαν την εαμογενή μάζα, είχαν μεταβληθεί σε καλοφαγωμένους και καταναλωτικούς μικροαστούληδες. (…)

Κοιτάζουμε λοιπόν γύρω μας και βλέπουμε πραγ­ματωμένα –στο μεγαλύτερο ποσοστό– τα αιτήματα του 1965, ενώ ταυτόχρονα ζούμε σε μια κοινωνία τέ­τοιας εμπορευματοποίησης και χυδαιότητας που τσι­μπιόμαστε, μήπως και ονειρευόμαστε. Και όμως όχι, έτσι είναι η Ιστορία!