Γεραπετρίτης: Δημοσιονομική ασφάλεια – κυβερνητική συνέπεια

Το δίπτυχο των κυβερνητικών θέσεων, δημοσιονομική ασφάλεια - κυβερνητική συνέπεια, ανέπτυξε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του. Και, επί λέξει, «δεν θα δώσουμε το ο,τιδήποτε, το οποίο θα διακινδυνεύσει τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας», επιπλέον, «ό,τι υποσχόμαστε, το πράττουμε».
Intime

Ξεκινώντας από τον απολογισμό στήριξης των πολιτών - «45 δισ. για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, περισσότερα από 10 δισ. για την ενίσχυση από την ενεργειακή κρίση -, ο υπουργός Επικρατείας επέμεινε μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό "Open" ότι «όλες οι παροχές είχαν ένα σαφέστατο αντίκρισμα, διατηρήθηκε η κοινωνική συνοχή [...] ενόσω όλες οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης είχαν αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εμείς είχαμε μείωση έξι μονάδων. Ενόσω οι υπόλοιπες χώρες αντιμετώπισαν μεγάλα ζητήματα με την ανάπτυξη, εμείς είχαμε μεγάλη αύξηση εσόδων και διαρκώς αναθεωρημένους στόχους όσον αφορά την ανάπτυξη».

Συνέχισε δε, με τη δέσμευση, «δεν θα δώσουμε το ο,τιδήποτε, το οποίο θα διακινδυνεύσει τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας». Αναγνωρίζοντας εξ άλλου ότι στη χώρα μας «έχουμε τον πολιτικό εθισμό όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές να θεωρούμε αυτονόητο να αδειάζουν τα ταμεία του κράτους σε προεκλογικές παροχές», διαβεβαίωσε, όπως είπε, ότι «(αυτό) δεν θα γίνει από την παρούσα κυβέρνηση. Στο σχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε την Δευτέρα, έχουν ενσωματωθεί όλες οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού από την Θεσσαλονίκη, δεν είναι λίγες. Είναι εξαγγελίες που αφορούν κυρίως τους ευάλωτους, τα μεσαία και μικρά στρώματα [...] αλλά και ειδικές κατηγορίες, όπως οι συνταξιούχοι που θα δουν πραγματικές αυξήσεις. Ο μεγάλος μας κίνδυνος είναι να βρεθούμε σε κατάσταση δημοσιονομικού εκτροχιασμού», προειδοποίησε.

Επιπροσθέτως, «έχουμε καταφέρει να μπορούμε να ενισχύουμε τους πολίτες εκεί που χρειάζεται, στην πηγή του προβλήματος, χωρίς να έχουμε οδηγήσει και σε ένα δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Μόλις διαισθανθούν οι αγορές ότι υπάρχει μία ασύμμετρη ενίσχυση, ένα άδειασμα των ταμείων, τότε θα αντιδράσουν με μεγάλη ένταση και θα δούμε αυτά που είχαμε δει. Αυτή τη στιγμή έχουμε καταφέρει ένα σημαντικό απόθεμα ταμειακών διαθεσίμων, κοντά στα 40 δισ., τα έχουμε συγκεντρώσει ακριβώς εάν υπάρξει μια μείζων κρίση», ανέφερε επίσης.

Ερωτηθείς στο σημείο αυτό για το «μαξιλαράκι» των 37 δισ. της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ο υπουργός Επικρατείας υποστήριξε ότι «δεν υπάρχουν τα ταμειακά διαθέσιμα του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό έχει εξαντληθεί από καιρό, δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα τέτοιου τύπου ταμειακά διαθέσιμα. Τα μισά ήταν διαθέσιμα και τα άλλα μισά δεσμευμένα».

Αναγνωρίζοντας, αμέσως μετά, ότι «ζούμε μια κατάσταση πάρα πολύ δύσκολη για τα περισσότερα νοικοκυριά», απέδωσε το πρόβλημα στον εισαγόμενο πληθωρισμό. «Είμαστε στο μέσο όρο, ίσως λίγο καλύτερα και η πρόβλεψη είναι ότι θα πάμε καλύτερα. Πλην όμως ο πληθωρισμός είναι ένα τέρας, κατατρώει το εισόδημα. Το ζήτημα του εισαγόμενου πληθωρισμού αντιμετωπίζεται με πολιτικές ενίσχυσης του πραγματικού εισοδήματος εκείνων που πραγματικά έχουν ανάγκη», επεσήμανε επίσης. Και παρέπεμψε σε μέτρα, όπως οι τρεις αυξήσεις κατώτατου μισθού - «προβλέπεται νέα το Μάιο του 2023», συμπλήρωσε - η αύξηση των συντάξεων, οι πολιτικές μείωσης των βαρών, όπως: «η σημαντική μείωση φόρου ακίνητης περιουσίας, του εισαγωγικού συντελεστή στο φόρο από το 22% στο 9%, η οριζόντια κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης». Και, όπως είπε, «υπάρχει, πράγματι, σοβαρό πρόβλημα ακρίβειας, θα προσπαθήσουμε να το καταπολεμήσουμε και με μέτρα κατά της αισχροκέρδειας και με στοχευμένες πολιτικές ενίσχυσης των ευάλωτων».

Κληθείς να σχολιάσει το σημερινό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Αυγή» για τη συνάντηση που είχε την Τρίτη ο Αλέξης Τσίπρας με συνταξιούχους και τις αναφορές του για επαναφορά της 13ης σύνταξης και τμηματική επιστροφή των αναδρομικών, εν πρώτοις σημείωσε: «Δεν θα υποκύψω στο δέλεαρ να κάνω σχόλιο για την αξιοπιστία των δηλώσεων και των παροχών που υπόσχεται ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Ενώ αντέτεινε ότι η σημερινή κυβέρνηση λέει: «Ό,τι υποσχόμαστε, το πράττουμε». Βεβαίως, συμπλήρωσε, «προφανώς έχουν γίνει λάθη και παραλείψεις, δεν μπορούν όλα να γίνουν σε μία τετραετία, να είμαστε δίκαιοι. Αυτά τα οποία υποσχόμαστε, γίνονται αμέσως πράξη». Ειδικώς δε, για τους συνταξιούχους, παρέπεμψε στην αύξηση 7% από το νόμο Βρούτση για εκείνους οι οποίοι εργάζονταν 30 χρόνια και πλέον, στο διπλασιασμό του ποσού εκείνων που συνεχίζουν να εργάζονται, αλλά και τη νέα αύξηση 7%. Για τα αναδρομικά που αφορούν σε επικουρικές, δώρα κ.λ.π., διευκρίνισε ότι η καθολική ικανοποίηση του αιτήματος θα συνεπαγόταν στέρηση ενός δημοσιονομικού χώρου από τομείς, όπως η υγεία και η παιδεία.

Στο θέμα του προστίμου 250 ευρώ για τους κατόχους αυθαιρέτων, ο Γ. Γεραπετρίτης είπε πως είναι «πολύ αυστηρές οι προϋποθέσεις για την προσωρινή νομιμοποίηση. Δεν είναι πάντα η βίλα με την πισίνα, μέσα στο δάσος, είναι και η παράγκα, είναι και εκείνοι που εργάζονται μέσα στο δάσος. Υπάρχει μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοούμε» και η ρύθμιση, συνέχισε, γίνεται «με απόλυτο σεβασμό στην προστασία του περιβάλλοντος», αφορά δε, «μόνο τα οικήματα από το παρελθόν, καμία εμπροσθοβαρής κατάσταση», ξεκαθάρισε.

Για τον Ν. Ανδρουλάκη

Στο θέμα των υποκλοπών, ξεκινώντας από την πολιτική διάσταση του ζητήματος, τόνισε ότι «τη "σφήνα" (μεταξύ ΝΔ και ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ) την έθεσε κατά πρώτον ο αρχηγός του ΚΙΝΑΛ, όταν δήλωσε αμέσως μετά την εκλογή του ότι δεν πρόκειται να δεχθεί να μετάσχει σε κυβέρνηση με πρωθυπουργό, τον αρχηγό του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές», ως εκ τούτου, «υπάρχει ένα πρόβλημα γέφυρας», συμπέρανε.

Ενώ για το θέμα της άρση απορρήτου του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη συγκεκριμένα, «συνέβη, πράγματι, μια σοβαρή αστοχία. Αυτό το παραδέχθηκε ο πρωθυπουργός, ανέλαβε την πολιτική ευθύνη», είπε ο υπουργός Επικρατείας επαναλαμβάνοντας πως αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση βρίσκεται στην εκπόνηση ενός συνολικού ρυθμιστικού σχεδίου που «θα θεραπεύσει τις σημαντικές παθολογίες».

Και συνέχισε: «Η ΕΥΠ, η οποία είναι στην υπηρεσία της εθνικής ασφάλειας, μπορεί κατ' αρχήν να παρακολουθεί τον οποιονδήποτε. Διότι ο οποιοσδήποτε εν δυνάμει, μπορεί να είναι πρόβλημα εθνικής ασφάλειας και αυτή είναι ένα αγαθό που δεν χωρεί παραχωρήσεις ιδιαιτέρως σήμερα».

Αναγνώρισε, πάντως, ότι «οι εγγυήσεις πρέπει να αυστηροποιηθούν. Αυτό που διαπιστώθηκε με αφορμή όσα συνέβησαν με τον κ. Ανδρουλάκη, είναι ότι υπήρχε έλλειμμα ασφαλιστικών δικλείδων ιδίως σε ό,τι αφορά πολιτικά πρόσωπα και προβεβλημένα πρόσωπα. Όταν υπάρχει μια τέτοια ειδική συνθήκη, οι δικλείδες θα πρέπει να είναι αυστηρότερες και η στάθμιση που να γίνεται με έναν τρόπο πολύ πιο ακριβή. Να υπάρχουν δηλαδή οριακώς αποδείξεις, όχι απλές ενδείξεις. Τώρα μελετούμε τα ευρωπαϊκά ρυθμιστικά πλαίσια, εκείνο το οποίο ισχύει στις περισσότερες χώρες είναι ότι μεσολαβεί και ένα επίπεδο πολιτικής έγκρισης για τα πολιτικά πρόσωπα».

Φέρνοντας δε, το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου, που «έχει ίσως το πιο προηγμένο σύστημα, (εκεί) ο υπουργός Εσωτερικών ή ο ίδιος ο πρωθυπουργός υπογράφει για τα πολιτικά πρόσωπα», παρατήρησε ακόμη και έκλεισε την απάντησή του στο θέμα με την επισήμανση, «οι παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας που γίνονται από την ΕΥΠ είναι όλες νόμιμες. Και είναι νόμιμες γιατί είναι δικαστικές αποφάσεις». Ενώ για τα πολιτικά πρόσωπα «θα πρέπει να υπάρχει ένα περαιτέρω πολιτικό φίλτρο, που έχει να κάνει με τη στάθμιση τι συνιστά κίνδυνο εθνικής ασφάλειας».

Καμία παραχώρηση

Για τα ελληνο-τουρκικά, τέλος, ο υπουργός Επικρατείας έκανε λόγο για «ένα ζήτημα που ευλόγως μας κρατά σε εγρήγορση και μας διατηρεί σε κατάσταση ανησυχίας. Όλοι ανησυχούμε όταν βλέπουμε αυτήν την ανέξοδη ρητορική της Τουρκίας, που είναι και κλιμακούμενη. Είμαστε έτοιμοι για οποιοδήποτε ενδεχόμενο. Με ψυχραιμία και σύνεση, με πίστη στο Διεθνές Δίκαιο, με στήριξη διεθνών συμμαχιών», ανέφερε με έμφαση και υπογράμμισε ότι από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε η παρούσα κυβέρνηση, «(έχουμε) ενεργητική εξωτερική πολιτική, το Υπουργείο Εξωτερικών έχει κάνει μια σπουδαία δουλειά. Να θυμίσω την επέκταση χωρικών υδάτων δύο φορές, που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα η επικράτεια μεγάλωσε. Κυρίως όμως, έχουν στηριχθεί διπλωματικές συμμαχίες». Έφερε, μάλιστα, τα παραδείγματα στρατηγικής αμοιβαίας συμμαχίας με μία υπερδύναμη, αμυντικής συνεργασίας με άλλη υπερδύναμη. Τούτων δοθέντων γίνεται αντιληπτό ότι «έχουμε χτίσει τείχος προστασίας». Και από την άλλη, «είμαι υπερήφανος για την εθνική μας άμυνα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για τη λεκτική κλιμάκωση και για την οποιαδήποτε επιχειρησιακή έξοδο».

Ο Γ. Γεραπετρίτης διαβεβαίωσε κλείνοντας ότι δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση παραχώρησης «και στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα. Έχουμε τα μέσα, έχουμε την πίστη, έχουμε την ικανότητα να μπορέσουμε να αποτρέψουμε».

Διαβάστε ακόμα