Σκέρτσος: Επίθεση κατά ΣΥΡΙΖΑ για υποκριτική στάση και fake news για το νερό
Ο κ. Σκέρτσος επισημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «επανέρχεται μετά από τέσσερα χρόνια και εισηγείται στον ελληνικό λαό την ίδια και απαράλλακτη ομάδα και μυαλά, έχουν επαναφέρει τον κ. Πολάκη».
Οι συνεργασίες, ο κίνδυνος ακυβερνησίας και η αυτοδυναμία ήταν τα βασικά θέματα που ανέλυσε ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος σε συνέντευξή του.
Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ ο κ. Σκέρτσος αναφέρθηκε στις αστοχίες αλλά και στην πρόοδο που έκανε σε διάφορα ζητήματα η κυβέρνηση μέσα στη θητεία της. Αναφέρθηκε, επίσης, στα μετεκλογικά σενάρια, σχολιάζοντας τις θέσεις των κομμάτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Παράλληλα, εξαπέλυσε επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορώντας το κόμμα ότι προσπαθεί να εισηγηθεί κάτι καινούριο στους πολίτες έχοντας τους «ίδιους και απαράλλακτους» ανθρώπους στην ομάδα του.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά αυτά που ακούστηκαν περί ιδιωτικοποίησης του νερού, ο υπουργός απάντησε κατηγορηματικά πως πρόκειται για fake news.
Ολόκληρη η συνέντευξη:
Ο κ. Σκέρτσος, ξεκινώντας, αναφέρθηκε στη συνέντευξη Ανδρουλάκη λέγοντας πως «προκύπτει πολύ καθαρά ο πυρήνας του προβλήματος των πολιτικών συνεργασιών. Τελικά αποκαλύπτεται ότι δεν έχουν ένα σαφές προγραμματικό περιεχόμενο και έχουν ως μεγάλο κίνδυνο να καταλήξουν σε ακυβερνησία».
Αντιθέτως, «ο πρωθυπουργός έχει αποδείξει ότι έχει διαχειρισθεί με τον καλύτερο δυνατό και αποτελεσματικό τρόπο πρωτοφανείς ιστορικές κρίσεις. Οι Έλληνες αισθάνονται ασφαλείς με αυτόν τον πρωθυπουργό στο τιμόνι. Οι δημοσκοπήσεις αυτή τη στιγμή - παρότι υπάρχει μια μικρή πτώση σε όλα τα κόμματα λόγω του δυστυχήματος των Τεμπών - δίνουν προβάδισμα στη Νέα Δημοκρατία και αναγνωρίζουν στον κ. Μητσοτάκη ότι αυτόν εμπιστεύονται να κυβερνήσει τη χώρα».
Με άλλα λόγια, «χρειαζόμαστε μια ισχυρή σταθερή κυβέρνηση με ανοιχτό πνεύμα στις συνεργασίες. Δηλαδή με ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που θα στελεχώσουν την κυβέρνηση για να διαχειρισθούν τα πολλά και διαχρονικά προβλήματα που έχει η χώρα μας και αποκαλύφθηκαν και στα Τέμπη. Εμείς δεν είμαστε κατά των συνεργασιών επί της αρχής και επί της ουσίας, το έχει αποδείξει ο κ. Μητσοτάκης. Από το 2019 έχει απευθύνει ένα μεγάλο κάλεσμα και σε ανθρώπους εκτός των στενών ορίων της Νέας Δημοκρατίας. Έχουν ανταποκριθεί άνθρωποι σε αυτό το κάλεσμα και έχουμε προσπαθήσει να δώσουμε όλοι μαζί λύση στα διαχρονικά προβλήματα».
Εξ άλλου, προσέθεσε, «δεν μπορούν να μπαίνουν όροι στο παιχνίδι που προσβάλλουν την ίδια την έννοια και την ουσία της δημοκρατίας. Οι πολίτες θα ψηφίσουν, θα σεβαστούμε την ψήφο τους αλλά δεν μπορούν να τίθενται όροι στο τραπέζι, όπως το να μην είναι στο τιμόνι της χώρας ο αρχηγός του πρώτου κόμματος». Ενώ, όπως επεσήμανε στη συνέχεια, «δεν μας ενδιαφέρει μια εγωιστική κατάληψη σε καρέκλες της εξουσίας, μας ενδιαφέρει να πάμε τη χώρα μπροστά. Και μας ενδιαφέρει να έχουμε μια ιδεολογική ειλικρίνεια και εντιμότητα σε σχέση με τις λύσεις που καταθέτουμε στο τραπέζι».
Εδώ, συνέχισε, «έχουμε συγκεκριμένα προβλήματα να αντιμετωπίσουμε. Έχουμε ένα κράτος το οποίο διαχρονικά έχει συσσωρεύσει πολλές στρεβλώσεις. Εμείς δίνουμε μια μάχη, είναι μια άνιση μάχη [...] Κάποιες φορές κερδίζουμε τη μάχη, άλλες φορές χάνουμε τη μάχη. Στα Τέμπη την χάσαμε τη μάχη, όμως δεν έχουμε χάσει τον πόλεμο. Εμείς είμαστε απέναντι σε αυτό το βαθύ αναχρονιστικό κράτος και ήδη χθες δώσαμε δείγματα γραφής για το πώς εννοούμε αυτή τη σύγκρουση. Έγιναν δύο πολύ σημαντικές κινήσεις...», είπε ακόμη.
Κίνηση πρώτη, η ανακοίνωση από τον κ. Χατζηδάκη της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε ένα σύνολο ΔΕΚΟ, στις μεταφορές, στα ΕΛΤΑ κ.α. «Οι υπάλληλοι θα ελέγχονται για το πότε ξεκινούν την εργασία τους», σημείωσε εν προκειμένω. «Στο δημόσιο τομέα έχουμε το αντίθετο πρόβλημα από τον ιδιωτικό τομέα. Έχουμε ένα χαλαρό εργοδότη, όχι ένα σκληρό εργοδότη, ο οποίος αυθαιρετεί σε βάρος του εργαζομένου, όπως μπορεί να συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα [...] εδώ θα φανεί και η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων και των συνδικαλιστικών ηγεσιών να στηρίξουμε το Δημόσιο που θέλουμε. Μια ανάληψη ευθύνης σε όλη την πυραμίδα της δημόσιας διοίκησης».
Κίνηση δεύτερη, «ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί ανακοίνωσαν ότι ερχόμαστε να συγκρουστούμε με ένα περιβάλλον ανομίας που διαπιστώνεται ότι υπάρχει στη Μύκονο. Θα ενισχύσουμε, με δυνάμεις που θα έλθουν από την Αθήνα, και την τοπική αστυνομία, και τις αρχές της πολεοδομίας. Φαίνεται ότι υπάρχει ένα κύκλωμα εκεί που καταστρατηγεί τους νόμους του κράτους», τόνισε ο κ. Σκέρτσος.
Επανερχόμενος δε, στο γενικό ζήτημα, δήλωσε ότι «η Ελλάδα είναι μια χώρα σε μετάβαση. Κινδυνέψαμε να βρεθούμε εκτός Ευρώπης πριν λίγα χρόνια. Δεν είμαστε μια χώρα τόσο "κανονική", όσο θα θέλαμε. Προσπαθούμε να γίνουμε, τα τελευταία χρόνια έχουμε πετύχει σημαντικές νίκες. Πράγματα που για την Ελλάδα πριν από οκτώ χρόνια θα φαίνονταν αδιανόητα. Διαχειριστήκαμε υγειονομική κρίση, ενεργειακή κρίση. Η Ελλάδα σημειώνει αυτή τη στιγμή διπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η ανεργία πέφτει με πάρα πολύ μεγάλη ταχύτητα. Έχουμε δώσει τρεις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, τρεις πρόσθετοι μισθοί έχουν προστεθεί στους χαμηλόμισθους».
Όμως, διευκρίνισε, «ο πυρήνας του προβλήματος είναι η αλλαγή κουλτούρας. Η ανάληψη ευθύνης είναι μια πάρα πολύ δύσκολη μάχη, θέλει χρόνο και συστράτευση σε όλα τα επίπεδα. Και της πολιτικής ζωής και της δημόσιας διοίκησης. Δεν μπορεί ο πρωθυπουργός και ο υπουργός να ξέρουν τι κάνει ο κάθε σταθμάρχης και πώς διαχειρίζονται τις υποχρεώσεις τους».
Και για το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα ειδικότερα, «έχουμε ευθύνη γιατί το σύστημα αυτό δεν ολοκληρώθηκε, όπως όφειλε να είχε ολοκληρωθεί. Έχουμε ευθύνη επίσης γιατί αυτή η χαλαρή εργασιακή κουλτούρα εντός του ΟΣΕ δεν πολεμήθηκε στη ρίζα της. Αυτές είναι οι ευθύνες μας και τις αναλαμβάνουμε στο ακέραιο. Θα συγκρουστούμε με οποιονδήποτε στέκεται απέναντι σε αυτές τις αλλαγές», διεμήνυσε ακόμη.
Στο σημείο αυτό, επιτέθηκε κατά του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία επικρίνοντας τον για το γεγονός ότι, όπως είπε, «δηλώνει αλάνθαστος παρότι ηττήθηκε πολιτικά η πρόταση διακυβέρνησης».
'Αλλωστε, συμπλήρωσε, «δεν έχει καμία αλλαγή στην κυβερνητική του ομάδα. Επανέρχεται μετά από τέσσερα χρόνια και εισηγείται στον ελληνικό λαό την ίδια και απαράλλακτη ομάδα και μυαλά, έχουν επαναφέρει τον κ. Πολάκη». Στον αντίποδα, «ο κ. Μητσοτάκης, αν έχει δείξει κάτι, είναι ότι είναι ένας έντιμος πολιτικός ηγέτης. Όταν γίνεται λάθος, το αναγνωρίζει με ειλικρίνεια και θάρρος. Παίρνει την ευθύνη και λέει ότι "εγώ, αυτό το λάθος θα το διορθώσω, θα το αλλάξω". Νομίζω ότι στη σύγχρονη πολιτική ιστορία δεν το έχουμε δει σε άλλο πολιτικό ηγέτη».
Επιστρέφοντας, δε, στην κριτική που δέχεται η κυβέρνηση από την αξιωματική αντιπολίτευση την χαρακτήρισε «απολύτως άτοπη και υποκριτική» - και αυτό γιατί «προέρχεται από έναν πολιτικό φορέα που δεν έχει κάνει τη δική του αυτοκριτική. Εγώ θα περίμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ, που απαρτίζεται και από νέα στελέχη και απευθύνεται σε νέους ανθρώπους, να έχει δείξει μια στοιχειώδη αυτοκριτική. Να μας πει τι λάθος έκανε το 2015 - 2019 και καταψηφίσθηκε».
Συνεπώς, συμπέρανε για το θέμα, «έχουμε ένα κόμμα της αντιπολίτευσης που είναι ίδιο και απαράλλακτο. Κουνάει τη σημαία της ηθικής ανωτερότητας και του ηθικού πλεονεκτήματος, το οποίο έχει καταρρεύσει τα προηγούμενα χρόνια. Έχουμε και το ΠΑΣΟΚ που θέτει κάποιους εξωπραγματικούς όρους για τη διακυβέρνηση της χώρας. 'Αρα, τίθεται το ζήτημα, "Ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα; Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη και των λαθών που έχουν γίνει αλλά και των λύσεων για να πάμε μπροστά;"», ήταν τα ερωτήματα που έθεσε.
Κληθείς, παρενθετικώς, να πάρει θέση στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης ότι η διαχείριση των υδάτινων πόρων ανατίθεται σε ιδιώτες, ο υπουργός Επικρατείας έδωσε την εξής απάντηση: «Και τα fake news έχουν τα όριά τους. Η κυβέρνηση δεν έχει καμία τέτοια πρόθεση. Το νερό είναι δημόσιο αγαθό, είναι φυσικό μονοπώλιο. Ανήκει στο κράτος, ανήκει σε εταιρείες του κράτους, εποπτεύεται από το Υπουργείο Υποδομών. Αυτό που ψηφίσθηκε αυτήν την εβδομάδα από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι άλλη μια σύγκρουση με μια κακή όψη του ελληνικού κράτους που αφήνει αρρύθμιστη τη λειτουργία των δημόσιων φορέων, των 295 δημοτικών οργανισμών που διαχειρίζονται το νερό σε όλη την Ελλάδα. Έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει σπατάλη νερού και σε πολλές περιπτώσεις και υπερκοστολόγηση».
Και περαιτέρω, «υπάρχει μια κρατική δομή στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας που δεν μπορεί να κάνει το σωστό έλεγχο στο νερό, που θέλουμε. Δημιουργούμε μια ανεξάρτητη αρχή που θα έχει τα εργαλεία, το κατάλληλο προσωπικό και τη θεσμική συνέχεια και ανεξαρτησία ώστε να μπορεί να ελέγχει τους δημοτικούς αυτούς οργανισμούς να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους. Είναι άλλη μια όψη του κράτους μας που θέλουμε να βελτιώσουμε», επιχειρηματολόγησε για το συγκεκριμένο θέμα. Ενώ, απαντώντας στην κριτική του αρχηγού της μείζονος αντιπολίτευσης κ. Τσίπρα, ο κ. Σκέρτσος αντέδρασε λέγοντας: «Όλα τα υπόλοιπα είναι ιδεοληψίες, παίζουν με ένα πάρα πολύ ευαίσθητο θέμα».
Η συνέντευξη έκλεισε με τα μετεκλογικά σενάρια εκ νέου. Με την επισήμανση ότι οι δημοσκοπήσεις δεν καταγράφουν πολιτική ανατροπή, ο κ. Σκέρτσος υποστήριξε ότι «βλέπουμε μια συνολική απώλεια εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Είναι εύλογο. Εγώ ταυτίζομαι απόλυτα και με το θυμό και με τη θλίψη που έχει προκαλέσει το δυστύχημα των Τεμπών». Είναι, άλλωστε, «πολύ εύλογη η αμφισβήτηση προς το πολιτικό σύστημα, είναι εμφανείς οι διάχυτες πολιτικές ευθύνες για την κατάσταση στον ΟΣΕ».
Και, εν κατακλείδι, «χρειαζόμαστε μια πάρα πολύ ψύχραιμη αποτίμηση των προτάσεων διακυβέρνησης που είναι πάνω στο τραπέζι. Εμείς λέμε ότι έχουμε πάει μπροστά τη χώρα από το 2019, έχουν σημειωθεί και κάποιες σοβαρές αστοχίες. Τις αναγνωρίζουμε, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να τις λύσουμε. Το περιβάλλον πολυ-κρίσεων που υπάρχει αυτή τη στιγμή διεθνώς το έχουμε αντιμετωπίσει χάρη στη μονοκομματική κυβέρνηση με σχετική επιτυχία», ανέφερε εξηγώντας ταυτοχρόνως ότι «μας έχουν χτυπήσει πολύ λιγότερο από άλλες χώρες. Έχουμε καταφέρει να προστατεύσουμε την οικονομία και να την μεγεθύνουμε παρά τις κρίσεις. Χρειάζεται μια ισχυρή αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση με πνεύμα συνεργασιών όμως. Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι είναι ένας πολιτικός που κάνει ανοίγματα πέραν των στενών ορίων της κυβέρνησης και του κόμματος», κατέληξε.