ΣΥΡΙΖΑ: Μαζικές αποχωρήσεις από τη Νεολαία Θεσσαλονίκης – «Διχαστικός ο Κασσελάκης»
Με τη συνδιάσκεψη της ομάδας «6+6», ήτοι των Έφης Αχτσιόγλου, Αλέξη Χαρίτση, Νάσου Ηλιόπουλου, Δημήτρη Τζανακόπουλου και των στελεχών που συσπειρώνονται γύρω τους, να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και όλα να δείχνουν «έξοδο» όπως μετέδωσε το Newsbomb.gr, γνωστοποιήθηκε η αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της Νεολαίας Θεσσαλονίκης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσω επίσημης ανακοίνωσης.
«Η αξιοπιστία και η σοβαρότητα του χώρου θίγεται συνεχώς, καθώς γινόμαστε μάρτυρες δημόσιων τοποθετήσεων που πηγαίνουν κόντρα στις αποφασισμένες θέσεις του κόμματος, όπως η ομιλία του νέου Προέδρου στο ΣΕΒ, η ανακοίνωση του κόμματος για την Παλαιστίνη, αλλά και η σταδιακή αποδόμηση της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, εγκολπώνοντας επιχειρήματα του αντί – ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», τονίσθηκε στη γραπτή τοποθέτηση, μεταξύ άλλων.
Αναλυτικά το κείμενο αποχώρησης:
«Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εθνικές εκλογές έφερε στην επιφάνεια σειρά προβλημάτων που ενυπήρχαν στο κόμμα, τα οποία σήμερα έχουν πάρει τη μορφή μιας πρωτοφανούς κρίσης. Η κρίση αφορά όλα τα επίπεδα: την στρατηγική, την πολιτική κινητοποίηση, τις διαδικασίες απόφασης, τις συμμαχίες, ακόμα και την ίδια την ταυτότητα και τοποθέτηση του κόμματος. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα κάθε οργάνωση του κόμματος και της νεολαίας οφείλει να τοποθετηθεί και επαναπροσδιορίσει το ρόλο της και τη θέση της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε το μοναδικό αριστερό εγχείρημα στη μεταπολεμική Ευρώπη που κατάφερε να βρεθεί στη θέση της κυβέρνησης. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης οι κυρίαρχες δυνάμεις επιδίωξαν να βγουν από αυτή με την επίθεση στο κόσμο της εργασίας, αναπτύσσοντας σε πλήρη ένταση ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο, όπως αυτό εκφράστηκε από τα μνημόνια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να οργανώσει τις αντιστάσεις, να τις εκφράσει πολιτικά αλλά και να προτείνει ένα εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από τη κρίση. Αποτέλεσμα της στρατηγικής αυτής ήταν η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς.
Ο συντριπτικός συσχετισμός δύναμης όμως οδήγησε σε έναν επώδυνο συμβιβασμό και στην εφαρμογή του 3ου μνημονίου. Παρόλα αυτά η διατήρηση της κυβέρνησης επέτρεψε σημαντικές μικρές και μεγάλες νίκες. Η μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων, σημαντικά βήματα στη δικαιωματική πολιτική, η συμφωνία των Πρεσπών κ.α. είναι μόνο μερικές στιγμές.
Η ήττα του 2019, βρήκε τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει απωλέσει σημαντικό μέρος της εκλογική του δύναμης και αποκομμένο από τμήματα της κοινωνίας και των κινημάτων. Η λάθος ανάλυση των αιτιών της ήττας οδήγησε σε μια επίσης λάθος νέα στρατηγική, όπως αυτή εκφράστηκε από την λεγόμενη οργανωτική και πολιτική «διεύρυνση».
Επί της ουσίας αυτή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια προσπάθεια πολιτικού ανοίγματος προς τις αποτυχημένες συνταγές του κέντρου, και μια συγκόλληση μηχανισμών από τα πάνω. Αυτά οδήγησαν στη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα χωρίς σαφή πολιτική ταυτότητα. Δημιουργήθηκε ένα κόμμα με ασαφές στίγμα αναφορικά με τις κοινωνικές ομάδες και τα πολιτικά ακροατήρια που στόχευε να εκφράσει.
Ταυτόχρονα, η αρχηγοκεντρική απεύθυνση, η απουσία του κόμματος από κινηματικές διεργασίες και η ρευστοποίηση των δομών του, στέρησε τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με την κοινωνία και τις δυναμικές που αναπτύχθηκαν.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν, ο ΣΥΡΙΖΑ να αδυνατεί να αντιληφθεί την κοινωνική κίνηση και πολύ περισσότερο να την επηρεάσει, ενώ στην ίδια τη βάση του κόμματος δεν υπήρχε κανένα σχέδιο οργανωμένης παρέμβασης στη κοινωνία.
Μετά τις εκλογικές ήττες του 2023 υπήρξε μια ευκαιρία για την πραγματοποίηση μιας ειλικρινούς συζήτησης και αναστοχασμού για την πορεία του κόμματος. Διαψευστήκαμε ακόμα μια φορά. Παρότι τα αποτελέσματα των εσωκομματικών εκλογών που ακολούθησαν μας απογοήτευσαν, η πραγματικότητα ξεπέρασε τους χειρότερους φόβους μας.
Από τις πρώτες κινήσεις της νέας ηγεσίας ήταν ο διορισμός νέων προσώπων σε θέσεις ευθύνης και η ανακοίνωση διαγραφών από τα κοινωνικά δίκτυα, παρακάμπτοντας συνολικά τα όργανα και τις συλλογικές διαδικασίες του κόμματος. Η αδιαμεσολάβητη σχέση αρχηγού-λαού, με περιθωριοποίηση των αντιπροσωπευτικών οργάνων, δεν είναι ανώτερη μορφή δημοκρατίας, αλλά η πεμπτουσία ενός επικίνδυνου λαϊκισμού.
Η αξιοπιστία και η σοβαρότητα του χώρου θίγεται συνεχώς, καθώς γινόμαστε μάρτυρες δημόσιων τοποθετήσεων που πηγαίνουν κόντρα στις αποφασισμένες θέσεις του κόμματος, όπως η ομιλία του νέου Προέδρου στο ΣΕΒ, η ανακοίνωση του κόμματος για την Παλαιστίνη, αλλά και η σταδιακή αποδόμηση της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ εγκολπώνοντας επιχειρήματα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου.
Αποκορύφωμα αποτέλεσε το διάγγελμα του νέου Προέδρου στο οποίο πρότεινε την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος σε σχέση με τις διαγραφές. Η ομιλία του στην Κ.Ε. αποτέλεσε μια διχαστική τοποθέτηση, προσβάλλοντας με ύβρεις την ιστορία και τους αγώνες του χώρου, και επιβεβαιώνοντας ένα αυταρχικό μοντέλο λειτουργίας της νέας ηγεσίας, όπου επικρατεί μόνο μία άποψη, αυτή που εκφράζεται από τον πρόεδρο.
Για τους παραπάνω λόγους γίνεται αντιληπτό ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί έναν χώρο σύνθεσης διαφορετικών απόψεων και παραδόσεων της αριστεράς, δεν μπορεί να αποτελέσει τον χώρο ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου που θα εκφράζει τις σύγχρονες ανησυχίες και διεκδικήσεις της νέας γένιας και όσων υφίστανται κάθε είδους εκμετάλλευση.
Καταλήγοντας δεν είμαστε διατεθειμένες και διατεθειμένοι να δώσουμε με τη παρουσία μας άλλοθι στην τελική μετάλλαξη του κόμματος και αποχωρούμε από το κόμμα το οποίο υπηρετήσαμε και ήταν κάποτε στη πρωτοπορία της κινηματικής και κυβερνώσας Αριστεράς.
Η ακρίβεια, η κλιματική κρίση, η στεγαστική κρίση, οι έμφυλες διακρίσεις και ο αυταρχισμός της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αποτελούν μόνο μερικά από τα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνική πλειοψηφία και την νέα γενιά.
Η συγκρότηση ενός ισχυρού πόλου της οικολογικής και ριζοσπαστικής αριστεράς που παλεύει για την κοινωνική και φεμινιστική χειραφέτηση και την δημοκρατία, αποτελεί αναγκαιότητα για την άμεση απάντηση στα σημερινά επίδικα. Από τη μεριά μας θα συμβάλλουμε ενεργά σε αυτή την προσπάθεια, παλεύοντας για τις κοινωνικές ομάδες από τις οποίες προερχόμαστε και τις οποίες θέλουμε να εκπροσωπούμε.
Όσο η πλειοψηφία καταπιέζεται και υποφέρει, θα γεννιούνται διεκδικήσεις και αγώνες, θα γεννιούνται συλλογικά αιτήματα. Η αριστερά σε αυτές τις κοινωνικές διεργασίες γεννήθηκε, σε αυτές θα ξανασυναντηθεί».