ΣΥΡΙΖΑ: Αποχώρησε και ο Νίκος Παρασκευόπουλος
Δεν έχουν τέλος οι εγκαταλείψεις από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μετά την αποχώρηση της ομάδας Αχτσιόγλου, Χαρίτση, Ηλιόπουλου το πρωί της Πέμπτης, που άφησε το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης με 36 βουλευτές, τα «αντί» συνεχίζονται από διάφορα μέλη του κόμματος.
Τελευταίος -μέχρι τον επόμενο- ήταν ο Νίκος Παρασκευόπουλος. Ο πρώην βουλευτής και υπουργός Δικαιοσύνης στην ανακοίνωσή του έγραψε «κάποιοι, για δεκαετίες είχαν ζυμωθεί με αυτή την ομάδα, με κοινά όνειρα και κοινές ιδέες και αγάπες: την κοινωνική ισότητα και τον κοινωνικό μετασχηματισμό, τις δημοκρατικές αξίες, το δημόσιο πανεπιστήμιο. Να φύγουμε τώρα; Αλλά, αλήθεια, ποιος είναι εκείνος που αποχωρεί;».
Μάλιστα έκανε λόγο και για νέα πορεία, τονίζοντας «δεν είμαι σίγουρος για τα κυβικά του οχήματος, αλλά βλέπω ένα καθαρό ορίζοντα».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Νίκου Παρασκευόπουλου:
«Σπανίως είναι βελούδινα τα διαζύγια, κομματικά ή οικογενενειακά. Δεν ξέφυγε από τον κανόνα ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνουν κάποιες προσφωνήσεις “αποστάτες”. Θυμήθηκα παλιά διαβάσματα, τον Γάλλο φιλόσοφο και λογοτέχνη Roland Barthes, που έγραφε ότι στον χωρισμό δεν έχει σημασία ποιος φεύγει και ποιος μένει στο σπίτι: Για τον ερωτευμένο, αυτός που φεύγει είναι πάντα ο “άλλος”, ανεξάρτητα από μετακομίσεις ή ταξίδια.
Τα σκεφτόμουν αυτά Τετάρτη απόγευμα, καθώς συναντήθηκε η ομάδα των πανεπιστημιακών του Σύριζα στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να αποφασίσουμε την πορεία μας, εντός ή εκτός. Η πολιτική ανάλυση είχε προηγηθεί, έμεναν οι αποφάσεις και η συζήτηση. Ίσως αναρωτηθεί κανείς, ποιος να ήταν ο ερωτευμένος στο στεγνό τοπίο της πολιτικής. Κι όμως η συζήτηση στην αίθουσα είχε φόρτιση και συγκίνηση πολλή. Κάποιοι, για δεκαετίες είχαν ζυμωθεί με αυτή την ομάδα, με κοινά όνειρα και κοινές ιδέες και αγάπες: την κοινωνική ισότητα και τον κοινωνικό μετασχηματισμό, τις δημοκρατικές αξίες, το δημόσιο πανεπιστήμιο. Να φύγουμε τώρα; Αλλά, αλήθεια, ποιος είναι εκείνος που αποχωρεί;
Μου είναι δύσκολος ο τριτοπρόσωπος λόγος, αφού έστω πρόσκαιρα πέρασα από το δύσκολο προσκήνιο της πολιτικής, ενώ από χρόνια μετέχω σε διαβουλεύσεις και μικρούς (συνήθως) ή μεγάλους αγώνες της ανανεωτικής Αριστεράς. Όμως εδώ που γράφω προέχει η έκφραση γνώμης και η νηφαλιότητα – προϋπόθεσή της. Γι’ αυτό θα περιορίσω τα προσωπικά σε ένα υστερόγραφο, να το διαβάσει όποιος τυχαίνει να ενδιαφέρεται. Όσο για την τελική απόφαση των πανεπιστημιακών, αυτή πιστεύω θα δημοσιευθεί το ταχύτερο.
Για τους “ερωτευμένους” λοιπόν της συνεδρίασης το πράγμα ήταν ξεκάθαρο: Εκείνοι που έφυγαν ήταν οι άλλοι, δηλαδή η σημερινή ηγετική ομάδα που στέρησε την ανανεωτική αριστερά από την πυξίδα της και την ξεστράτισε μετά το 2018. Προηγουμένως ήταν αλλιώς: Παρά την έλλειψη κυβερνητικής εμπειρίας, παρά το αλυσόδεμα λόγω μνημονίου και τα όποια λάθη (όπως το δυσερμήνευτο μήνυμα του ψηφοδελτίου στο δημοψήφισμα) τα επιτεύγματα ήταν τεράστια: Έξοδος από τα μνημόνια και επομένως παύση της ντροπιαστικής νομοθετικής χειραγώγησης, μετατροπή της χρεωκοπίας σε οικονομική επιβίωση και μάλιστα με «μαξιλάρι», θέσπιση δικαιωμάτων, στήριξη αδυνάτων κλπ.
Όμως το 2018, όταν εμφανίστηκαν συνθήκες αυτοδύναμης πολιτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε αντί να οικοδομεί, να αδρανεί. Το ίδιο κόμμα φάνηκε χωρίς πρόγραμμα διορθώσεων και αναδιανομής να αναζητεί ψηφοφόρους, αδιαφορώντας για την κοινωνική και πολιτική τους ταυτότητα και τη «βιβλιοθήκη» τους. Η κοινωνική του βάση (εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, επαγγελματοβιοτέχνες, διδάσκοντες και φοιτητές στην εκπαίδευση, όπως επίσης και οι αυτοδιοικητικές και επιστημονικές ενώσεις) συρρικνώθηκε και η οικολογική προοπτική ξεχάστηκε. Ο οργανισμός του μετεξελίχθηκε σταδιακά σε μια συγκεντρωτική δομή, όπου η λαϊκή βάση αντί να προπορεύεται έπρεπε να ακολουθεί και να προσυπογράφει. Και βέβαια, κάθε δυνατότητα ενός κόμματος με αρχηγοκεντρική δομή στο εσωτερικό του να διδάσκει στους έξω και να μεθοδεύει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις (αντιπροσώπευση, συμμετοχή, λογοδοσία), ήταν υπονομευμένη «από χέρι».
Έτσι στη συνέχεια η καθιέρωση τρόπου ψηφοφορίας για πρόεδρο χωρίς στοιχειώδη εχέγγυα πολιτικής ταυτότητας – με μόνο όρο να πληρωθεί ένα δίευρο – ήταν η κορυφαία αλλά όχι πλέον απρόσμενη πράξη απορρύθμισης και άλωσης ενός πολιτικού χώρου. Τα υπόλοιπα, η εκλογή του κ. Κασσελάκη, με τις απίθανες για την Αριστερά και αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις και τον εσωκομματικό αυταρχισμό, καθώς και η δημοσκοπική πτώση, ήταν απλώς τα απότοκα.
Ποια είναι η προοπτική τώρα; Μα, το χτίσιμο. Το κοινωνικό υπέδαφος υπάρχει, η ανάγκη για μια νέα έκφραση και γείωση είναι δεδομένη. Υπάρχουν επίσης και οι κατάλληλοι άνθρωποι. Γιατί η κατηφορική πορεία που περιέγραψα είχε τις φωτεινές εξαιρέσεις της και πολλούς ανθρώπους στο δρόμο που ήθελαν και θέλουν την αλλαγή.
ΥΓ. Η αποχώρησή μου από το ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με πολλούς συντρόφους φίλους και φίλες, δεν αποτελεί διαζύγιο από τον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, ούτε συνδέεται με πικρίες. Προσωπικά δοκιμάστηκα, ας κρίνουν οι άλλοι, απέκτησα γνώσεις και έγινα ταπεινότερος συνειδητοποιώντας πόσες δυσκολίες και δεσμεύσεις έχει η πολιτική δράση. Δεν παραλείπω όμως τις βαθιές ευχαριστίες: Όχι μόνο στους συναδέλφους μου, αλλά και στους μαθητές και στις μαθήτριές μου που προσήλθαν και εργαστήκαμε μαζί σε υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης και ύστερα της Βουλής. Θαύμαζα τη δουλειά τους, μοιραστήκαμε πολλά άγχη και λιγότερες χαρές, σήμερα είμαστε όλοι φίλοι. Επίσης, ευχαριστώ ιδιαίτερα όσους αγωνιστήκαμε για να αντιμετωπίσουμε ειδικά τις βαρβαρότητες που συνδέθηκαν με την έκδοση του γνωστού «επάρατου» νόμου. Ευχαριστώ τον Αλέξη Τσίπρα, στον οποίο οφείλω την απότομη είσοδό μου στην τότε κυβέρνηση, και τη δυνατότητα να συμβάλω σε ένα σημαντικό τομέα. Αργότερα έκανε επιλογές που καθόλου δεν με εκφράζουν, αλλά κρατώ τα θετικά. Για την πρόσφατη περίοδο, τέλος, ευχαριστώ τον Ευρωβουλευτή Κώστα Αρβανίτη, που μου έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθώ εθελοντικά με σημαντικά θέματα του Ευρωκοινοβουλίου.
Στη νέα πορεία, δεν είμαι σίγουρος για τα κυβικά του οχήματος, αλλά βλέπω ένα καθαρό ορίζοντα».