Κοντογεώργης για αγρότες: «Η κυβέρνηση συνεχώς αναζητά λύσεις για ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα»
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών, τα νομοσχέδια για την ανώτατη εκπαίδευση, αλλά και η ακρίβεια βρέθηκαν επί τάπητος στη συνέντευξη του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, Θανάση Κοντογεώργη, στην «Αυγή της Κυριακής».
«Είναι απολύτως λογικό να υπάρχει αναστάτωση στον αγροτικό κόσμο, αφού η κλιματική κρίση και οι φυσικές καταστροφές επαναπροσδιορίζουν προτεραιότητες και χρηματοδοτικά μέσα. Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι και συνεχώς αναζητά λύσεις για ενίσχυση της στήριξης του πρωτογενούς τομέα», ήταν το εισαγωγικό του σχόλιο για τις αγροτικές κινητοποιήσεις.
Παράλληλα, έστειλε το μήνυμα πως «γνωρίζουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αγρότης με τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το κόστος της κίνησης και το ντίζελ. Είμαστε εδώ να τα συζητήσουμε, είμαστε ανοιχτοί στο διάλογο».
Επιπροσθέτως, «η κυβέρνηση συστηματικά έχει στηρίξει τους αγρότες με μία πληθώρα μέτρων. Μόνο τα τελευταία δύο χρόνια έχουν καταβληθεί περίπου 160 εκατ. ευρώ σε σχεδόν 290.000 αγρότες, μειώθηκε ο ΦΠΑ για την αγορά αγροτικών μηχανημάτων από το 24% στο 13%, μειώθηκε κατά 50% η φορολογία στα κέρδη των αγροτών που συμμετέχουν σε συνεταιριστικές δομές, ενώ καταργήθηκε και η φορολόγηση των κοινοτικών ενισχύσεων», δηλώνει ακόμη.
Σύμφωνα με τον κ. Κοντογεώργη, «η κυβέρνηση επιδιώκει και διαμορφώνει συνθήκες παραγωγικού διαλόγου και δεν δημιουργεί αχρείαστα μέτωπα. Θα υπενθυμίσω ότι έχουμε διαθέσει έως σήμερα, μέσω όλων των εμπλεκομένων υπουργείων, πόρους που πλησιάζουν το μισό δισ. ευρώ για τη στήριξη και αποκατάσταση της περιοχής, ενώ με ταχύτατα βήματα οργανώνεται η επόμενη μέρα.
Συνεχίζουμε τις πληρωμές των αποζημιώσεων κανονικά και μάλιστα με την καταβολή τους δύο μήνες νωρίτερα απ’ ό,τι ορίζεται στην ισχύουσα νομοθεσία. Οι πληρωμές των αποζημιώσεων θα είναι στο 100% της υπολογιζόμενης αξίας, σύμφωνα με τα πορίσματα του ΕΛΓΑ, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με όσα ακούστηκαν για οριζόντια μείωση των αποζημιώσεων προς τους παραγωγούς».
Αναφορικά με την Παιδεία, σημείωσε ότι «η ελάχιστη βάση εισαγωγής ήρθε για να θέσει ένα πλαίσιο στον αριθμό που μπορούν τα Πανεπιστήμια να προσφέρουν ποιοτική ανώτατη εκπαίδευση. Από εκεί και πέρα, προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Σε λίγες εβδομάδες ψηφίζεται στη Βουλή μία εμβληματική μεταρρύθμιση η οποία θα έχει πολλαπλά οφέλη τόσο για τον Έλληνα φοιτητή όσο και για το δημόσιο Πανεπιστήμιο», διαβεβαιώνει και εξειδικεύει:
«Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δίνεται η δυνατότητα στα δημόσια Πανεπιστήμια να πάρουν συνολικά 1 δισ. ευρώ, μειώνεται η γραφειοκρατία, ενισχύονται συνεργασίες στο πλαίσιο προγραμμάτων με Πανεπιστήμια του εξωτερικού, προσελκύονται φοιτητές από το εξωτερικό και το σημαντικότερο, σταματάμε την αιμορραγία τόσο με τους Έλληνες φοιτητές που φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό όσο και με το ακαδημαϊκό προσωπικό της διασποράς».
Ενδεικτικό, εξάλλου, «του βάρους που δίδεται στην ενίσχυση της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι ότι από τα 200 άρθρα του νομοσχεδίου, τα 170 αναφέρονται στο δημόσιο Πανεπιστήμιο και τα 30 στην ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, και αυτό υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πρόκειται για μία κομβική μεταρρύθμιση και θεωρώ ότι η ελληνική κοινωνία είναι ώριμη πλέον να ακούσει και να αποδεχτεί τους παραγωγικούς λόγους για τους οποίους προχωρήσαμε σε αυτή την αλλαγή, ώστε να πάψουμε να αποτελούμε εθνική εξαίρεση», σημειώνει κλείνοντας τη συγκεκριμένη απάντηση.
Στο πεδίο της οικονομικής καθημερινότητας, «η αντιμετώπιση της ακρίβειας αποτελεί την πιο άμεση εθνική μας επιδίωξη και το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτήν τη στιγμή το ελληνικό νοικοκυριό. Δυστυχώς πρόκειται για ένα διεθνές πρόβλημα και σε αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία της Eurostat που δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στον ευρωπαϊκό μέσο όρο των ανατιμήσεων μαζί με την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η κυβέρνηση εμπράκτως προσπαθεί να ελαφρύνει τον Έλληνα πολίτη από τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις».
Ειδικότερα, «ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας έχει αυξηθεί κατά 20% τα δύο προηγούμενα χρόνια και ο μέσος μισθός κατά 14,5%. Επιπλέον, έχουμε προχωρήσει σε σημαντικές μειώσεις 50 φόρων και σε αύξηση συντάξεων το 2023, ενώ έχουμε χορηγήσει κρατικές ενισχύσεις που φτάνουν τα 58 δισ. ευρώ κατά την περίοδο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Όμως, χρειάζονται και άλλα βήματα στο πεδίο των ελέγχων και της λειτουργίας της αγοράς», αναγνωρίζει.
Από την άλλη, «η μείωση του ΦΠΑ δεν έφτασε στους καταναλωτές πουθενά στην Ευρώπη αφού και η Ισπανία από την 1η Ιανουαρίου πέρασε πλέον σε σημαντικές αυξήσεις ΦΠΑ κυρίως στην ενέργεια. Αποδεδειγμένα λοιπόν, η ορθή και αποτελεσματική κοινωνικά και δημοσιονομικά συνταγή έχει αποδειχθεί πως είναι η απευθείας στήριξη των εισοδημάτων και ο έλεγχος της αγοράς. Οποιαδήποτε άλλη πολιτική δημιουργεί δημοσιονομικού κινδύνους και υπονομεύει τις κατακτήσεις το ελληνικού λαού».