Ευρωεκλογές: Ποια ατζέντα για την επόμενη μέρα;
Τι δηλώνουν Στράτος Φαναράς, Γιάννης Μπαλαμπανίδης και Γιάννης Δέτσης
Εάν θέλαμε να συνοψίσουμε τα ευρήματα και τους προβληματισμούς που προέκυψαν από την έρευνα «Ευρωεκλογές: Η επόμενη μέρα», θα λέγαμε ότι το κρίσιμο ζήτημα που τίθεται είναι αυτό της πολιτικής και κοινωνικής ατζέντας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Παρατηρώντας τη μεγάλη εικόνα, βλέπει κανείς ότι στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου η Άκρα Δεξιά ενισχύθηκε, αν και κατά τι λιγότερο από ό,τι αναμενόταν. Ο κυρίαρχος «συνασπισμός» στο Ευρωκοινοβούλιο του 2019-2024 διατηρεί την πλειοψηφία, με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ενισχυμένο, την ομάδα των Σοσιαλιστών σταθερή, και με απώλειες για το κεντρώο-φιλελεύθερο Renew Europe.
Ωστόσο, το πολιτικό βάρος της Άκρας Δεξιάς είναι αυξημένο, και έτσι ενδέχεται να επιδράσει στις πολιτικές κατευθύνσεις της ΕΕ το επόμενο διάστημα. Παρότι δεν αποτελεί ενιαία ομάδα, αφού είναι μοιρασμένη ανάμεσα στους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές (ECR) και στην Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID), με κόμματα όπως το ορμπανικό Fidesz και τη γερμανική AfD να παραμένουν προσώρας εκτός ομαδοποιήσεων, ωστόσο ο βαθμός συνοχής της είναι πια σημαντικός. Έχει διαρρήξει την «υγειονομική ζώνη» που την κρατούσε μακριά από την εξουσία, κατακτώντας το πολύτιμο αγαθό της κυβερνησιμότητας, και αποκτά πολιτική ορατότητα αναδεικνύοντας πρόσωπα-παίκτες όπως η Τζόρτζια Μελόνι και η Μαρίν Λεπέν.
Το κυριότερο: καταφέρνει να επιβάλει τη δική της ατζέντα (μεταναστευτικό, αντίδραση στις πράσινες πολιτικές κ.ο.κ.) εργαλειοποιώντας υπαρκτές επισφάλειες της εποχής της «perma-crisis» και προσελκύοντας «πληβειακά», νεανικά και «αντι-συστημικά» ακροατήρια που αισθάνονται έλλειμμα προστασίας. Ταυτόχρονα, η αντιλαμβανόμενη «απόσταση» της ΕΕ από τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών έχει δημιουργήσει ένα επικίνδυνο μίγμα πολιτικής απάθειας που φτάνει μέχρι την κρίση εμπιστοσύνης. Ένα μίγμα που εκφράστηκε τόσο με την επιλογή ψήφου, ενισχύοντας περαιτέρω το δεξιό φάσμα του πολιτικού συστήματος, όσο και δια της αποχής (ειδικά στη χώρα μας αλλά και σε άλλες), που οδηγεί σε απονομιμοποίηση τους ενωσιακούς δημοκρατικούς θεσμούς.
Έτσι, όπως αποτυπώθηκε και στην έρευνά μας, η αντιλαμβανόμενη ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς πανευρωπαϊκά (αλλά και στην Ελλάδα) είναι ενδεχομένως μεγαλύτερη απ’ ό,τι πράγματι έδειξαν οι κάλπες – και δη μέσα σε ένα κλίμα απαρέσκειας για το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης και σχετικής απαισιοδοξίας για το μέλλον της ΕΕ, ιδίως σε πεδία πολιτικής όπου το βάρος της Άκρας Δεξιάς θα μπορούσε να έχει επίδραση: ανθρώπινα δικαιώματα, περιβάλλον, μεταναστευτικό. Ειδικότερα δε όσον αφορά τη χώρα μας, η δυσφορία αυτή εκφράζεται σε ένα πλαίσιο εκτεταμένης αποχής, που οι αιτίες της εκτείνονται από την απάθεια έως την καχυποψία προς το πολιτικό σύστημα. Ταυτόχρονα, το εκλογικό αποτέλεσμα θεωρείται ότι ρευστοποιεί περαιτέρω το πολιτικό σύστημα, καθώς ενισχύεται η άποψη ότι η κυβερνητική σταθερότητα δεν είναι δεδομένη αλλά και αποτυπώνεται το αίτημα σύγκλισης των δυνάμεων της κατακερματισμένης Κεντρο-Αριστεράς, σε «ασυμμετρία» ενδεχομένως του εκλογικού σώματος με τις στρατηγικές των πολιτικών παικτών.
Όπως επισημαίνεται πάντως και στην έρευνα, οι τάσεις που καταγράφονται δεν είναι εθνικές αλλά πανευρωπαϊκές. Ως εκ τούτου, αναδύεται ένα μείζον ερώτημα για την επόμενη ημέρα των Ευρωεκλογών: Ποιες δυνάμεις θα καταφέρουν να συγκροτήσουν μια πειστική πολιτική ατζέντα που θα ευθυγραμμίζεται με τις μέριμνες των πολιτών για υλική ασφάλεια, κοινωνική πρόνοια/συνοχή, γεωπολιτική σταθερότητα (όπως αποτυπώνονται τόσο σε διεθνείς έρευνες όσο και στη δική μας), και εν τέλει με το αίτημα των πιο ευάλωτων για προστασία απέναντι στις επισφάλειες της εποχής. Μία τέτοια ατζέντα θα ήταν ίσως ικανή να ανακόψει την περαιτέρω ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς, να προστατεύσει το ευρωπαϊκό δημοκρατικό και κοινωνικό μοντέλο και να πολιτικοποιήσει εκ νέου το ευρωπαϊκό σχέδιο.
Λύσεις, όχι ιδεολογικές συγκολλήσεις, για τα προβλήματα της καθημερινότητας
Μεγάλη ρευστότητα αλλά και αυξημένη αποστασιοποίηση από το πολιτικό σύστημα, χαρακτηρίζει το μετεκλογικό τοπίο, σύμφωνα με την έρευνα «Ευρωεκλογές: Η επόμενη μέρα», που διενεργήθηκε αμέσως μετά τις κάλπες της 9ης Ιουνίου.
Περισσότερο και από τις επιδόσεις τον κόμματων, αυτό που σημάδεψε τις τελευταίες εκλογές, ήταν η υψηλή αποχή. Μόλις 41% των συμπολιτών μας κατέφυγαν στις κάλπες, ένα ιστορικά χαμηλό ποσοστό που δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τη δευτερεύουσα σημασία των Ευρωεκλογών (second-order elections).
Επιπλέον, η αποχή δεν περιορίζεται πια μόνο στους νέους, αλλά επεκτάθηκε και στις κατεξοχήν παραγωγικές ηλικίες 25-54.
Όπως δείχνουν όλες οι τελευταίες μετρήσεις, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, στις πιο δυναμικές, μάλιστα, ηλικίες νιώθει αποξενωμένο από το πολιτικό σύστημα, αισθάνεται ότι δεν τον αφορά, ότι δεν μπορεί βελτιώσει τη ζωή του.
Αν οι μεγαλύτεροι έχουν ακόμα αναμνήσεις από τότε που η πολιτική μετρούσε, αυτό δεν ισχύει για τις νεότερες γενιές ή ισχύει όλο και λιγότερο.
Οι πολίτες, άλλωστε, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, ψήφισαν (ή δεν ψήφισαν) με βασικό κριτήριο τα ζητήματα της καθημερινότητας - την ακρίβεια, τη φτώχεια, το στεγαστικό, την υγεία, την ασφάλεια, την παιδεία, αλλά αυτά ελάχιστα απασχόλησαν την προεκλογική συζήτηση. Διόλου τυχαία, η συντριπτική πλειονότητα των ερωτώμενων δηλώνουν είτε αδιάφοροι, είτε δυσαρεστημένοι από το αποτέλεσμα των εκλογών.
Η οικονομία και η καθημερινότητα έχουν επιστρέψει με φόρα στο επίκεντρο της πολιτικής σε όλη την Ευρώπη, αφήνοντας πίσω τους θέματα όπως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η πράσινη μετάβαση που στο παρελθόν ήταν ψηλά στην ατζέντα των Ευρωπαίων πολιτών, αλλά πλέον αντιμετωπίζονται σχεδόν ως πολυτέλεια.
Η μαζική αποξένωση των πολιτών από τα κόμματα και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς έχει δραματικές επιπτώσεις και στην ίδια την άσκηση της πολιτικής. Αυξάνει τις αντιστάσεις απέναντι στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, στις μεγάλες τομές που θα είχαν πραγματικό αντίκρισμα στη ζωή των ανθρώπων και είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να αναθερμάνουν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική.
Μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα, όπως η ουσιαστική αξιολόγηση στο Δημόσιο που είναι προϋπόθεση για να βελτιωθεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες.
Ταυτόχρονα, αυτή αποξένωση καθιστά τα κόμματα όλο και πιο διστακτικά στις πρωτοβουλίες τους, γεγονός που αυξάνει ακόμα περισσότερο την απόσταση των πολιτών από το κομματικό σύστημα, ενισχύοντας την παραίτηση και την αντιπολιτική.
Ποια θα μπορούσε να είναι η διέξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο; Η έρευνα μας δείχνει το πώς και το με ποιους. Το μεγάλο στοίχημα της εποχής είναι να ξανακερδηθούν οι νέοι και οι παραγωγικές ηλικίες, με όχημα, όμως, τα θέματα που καίνε τη ζωή τους. Άρα η απάντηση δεν μπορεί να είναι μια γραμμική συνάρθρωση δυνάμεων, με βάση τους παραδοσιακούς πολιτικούς διαχωρισμούς. Αυτήν ακριβώς τη λογική έχουν απορρίψει οι πολίτες ξανά και ξανά στις κάλπες.
Το προβάδισμα, με δυο λόγια, θα έχει όποιος καταφέρει να δώσει πειστικές απαντήσεις και να δημιουργήσει μια νέα εθνική συναίνεση γύρω από τα προβλήματα της καθημερινότητας, ανάλογη με αυτή που έχει επιτευχθεί για τα εθνικά θέματα. Ο κόσμος ψάχνει λύσεις και όχι διαφορετικές ιδεολογικές περιγραφές των προβλημάτων.
Αν αυτό το στοίχημα χαθεί, τότε θα ενταθεί η ψυχική απομάκρυνση των πολιτών από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και οι ακραίες φωνές θα γίνουν ο κανόνας.
Γιάννης Δέτσης, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της Choose Strategic Communication Partner
Ρευστότητα στο πολιτικό σύστημα
Ένα ρευστό και ασταθές πολιτικό σκηνικό αποτυπώνει η πρώτη μετεκλογική δημοσκόπηση που πραγματοποίησαν η Choose και η Metron Analysis. Η πανελλαδική έρευνα «Ευρωεκλογές: Η επόμενη μέρα» διεξήχθη στις 10-12 Ιουνίου και παρουσιάστηκε στη Διεθνή Διάσκεψη για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα.
Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ευρώπη
Αρνητικά αξιολογούν το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ευρώπη οι ερωτώμενοι, με τη δυσαρέσκεια να είναι μεγαλύτερη από την ικανοποίηση, και μάλιστα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Στο ερώτημα ποιες πολιτικές δυνάμεις ενισχύθηκαν στην Ευρώπη, το 60% απαντά η Άκρα Δεξιά και μόνο το 20% η Δεξιά, παρότι η ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς στο Ευρωκοινοβούλιο ήταν σημαντική αλλά μικρότερη από το αναμενόμενο, ενώ αύξησε σαφώς τις δυνάμεις του και το κόμμα της ευρωπαϊκής Δεξιάς (ΕΛΚ).
Ταυτόχρονα, η σχετική πλειοψηφία (48%) εκτιμά ότι το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών θα αποδυναμώσει την ΕΕ στο άμεσο μέλλον παρά ότι θα την ενισχύσει (40%).
Σχετικά με την επίδραση του αποτελέσματος των εκλογών στην πολιτική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πλειονότητα δηλώνει απαισιόδοξη. Μόνο στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας εκτιμάται κατά πλειοψηφία ότι το αποτέλεσμα θα έχει θετική ή μάλλον θετική επίδραση.
Αντίθετα, σε όλα τα υπόλοιπα πεδία πολιτικής αναμένεται αρνητική επίδραση: στο κράτος πρόνοιας, στην οικονομία και στην απασχόληση, και ιδιαιτέρως στη μετανάστευση, όπου το 28% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι θα έχει θετική ή μάλλον θετική επίδραση, σε σύγκριση με το 49% που προβλέπει αρνητική ή μάλλον αρνητική επίδραση. Αρνητική εκτίμηση υπάρχει επίσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον.
Η επόμενη μέρα για την Ελλάδα
Όπως για την Ευρώπη, η δυσαρέσκεια είναι μεγαλύτερη από την ικανοποίηση, όντας πλειοψηφική σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και εντονότερη όσο αριστερότερα κινούμαστε στο φάσμα πολιτικής αυτοτοποθέτησης.
Οι λόγοι αποχής φαίνεται να ήταν κυρίως «πρακτικοί», αν και υποδηλώνουν μια γενικότερη πολιτική αδιαφορία ή απάθεια. Το 51% των ατόμων ανέφερε την εργασία ή τη μεγάλη απόσταση από την οικία ως βασικούς λόγους, με αυτό το ποσοστό να είναι ιδιαίτερα υψηλό στις νεότερες ηλικίες. Επιπλέον, η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα (38%) και στην ευρωπαϊκή πολιτική (13%) αναφέρθηκαν επίσης ως σημαντικοί λόγοι αποχής, ειδικά μεταξύ των μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων.
Στο ερώτημα ποιες πολιτικές δυνάμεις ενισχύθηκαν περισσότερο στη χώρα μας, η κοινή αντίληψη είναι ότι η Άκρα Δεξιά ενισχύθηκε, αλλά σε μικρότερο βαθμό από ό,τι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (45% έναντι 60%).
Επιπτώσεις στο κομματικό σύστημα
Το εκλογικό αποτέλεσμα θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει αλλαγές και εξελίξεις στο συνολικό κομματικό σύστημα. Ένα 42% θεωρεί ότι υπάρχει πρόβλημα κυβερνητικής αστάθειας, και αυτό περιλαμβάνει το 1/3 των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, έναντι μόλις 28% τον Μάιο πριν τις εκλογές.
Παράλληλα, το 43% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, αντί να εξαντλήσει την τετραετία, όπως προτιμά το 55%. Το σενάριο των πρόωρων εκλογών υποστηρίζεται περισσότερο από τις νεότερες ηλικιακές ομάδες και από άτομα που τοποθετούνται πιο αριστερά στο πολιτικό φάσμα. Αντίθετα, οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας κατά πλειοψηφία προτιμούν την εξάντληση της τετραετίας.
Στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, την Κεντροαριστερά, ο κατακερματισμός των δυνάμεων και η έλλειψη ενός ισχυρού κεντρικού πόλου επιβεβαιώθηκαν και σε αυτές τις εκλογές. Η πλειοψηφία των πολιτών, σε ποσοστό 69%, θεωρεί ότι τα κόμματα της Κεντροαριστεράς πρέπει να ενωθούν σε έναν κοινό σχηματισμό.
Η παραπάνω άποψη είναι πλειοψηφική σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και ακόμα πιο έντονη στους Αριστερούς (73%), τους Κεντροαριστερούς (78%) και τους Κεντρώους (81%). Αυτό υποδηλώνει ότι η δημιουργία ενός ισχυρού, ενιαίου πόλου στην Κεντροαριστερά θα είχε σημαντική ελκτική δύναμη, ειδικά για το κεντρώο τμήμα του πολιτικού φάσματος.
Συνοψίζοντας, η έρευνα αποτυπώνει ένα ασταθές πολιτικό σκηνικό. Κυριαρχεί η δυσαρέσκεια για το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών και η αντίληψη ότι θα σημάνει την περαιτέρω αποδυνάμωση της ΕΕ.
Η δε αποχή αποκαλύπτει την εντεινόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, η οποία πλέον επεκτείνεται και στις δυναμικές ηλικίες, εκτός από τους νέους. Ενώ, το κομματικό σύστημα μοιάζει να εισέρχεται σε φάση αστάθειας, με πολλούς να επιθυμούν πρόωρες εκλογές.
Τέλος, στην Κεντροαριστερά καταγράφεται έντονη επιθυμία για ενοποίηση δυνάμεων και τη δημιουργία ενός ισχυρού πόλου που θα υπερβεί τον κατακερματισμό του χώρου.
Διαβάστε όλη την έρευνα
Erevna Metron Analysis