Άρθο-παρέμβαση του Γιάννη Οικονόμου: Γιατί η αποχή στις Ευρωεκλογές ήταν ρεκόρ
Ο βουλευτής Φθιώτιδας ανέλυσε το φαινόμενο της αποχής στην «Καθημερινή»
Η αποχή ήταν ο μεγάλος... νικητής στις Ευρωεκλογές, προκαλώντας πολιτικό προβληματισμό.
Με αφορμή τον αριθμό-ρεκόρ, ο βουλευτής Φθιώτιδας της Νέας Δημοκρατίας, Γιάννης Οικονόμου με άρθρο του στην «Καθημερινή», ανέλυσε γιατί φτάσαμε στον αριθμό των 5.752.593 Ελλήνων πολιτών που γύρισαν την πλάτη στις κάλπες.
Αναλυτικά το άρθρο του κύριου Οικονόμου:
Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές 5.752.593 συμπολίτες μας δεν προσήλθαν στις κάλπες. Φυσικά δεν πρόκειται για ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων. Θα έλεγα ότι ένα μέρος δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική συνολικά και αποδοκιμάζει το κομματικό σύστημα, ένα δεύτερο μέρος θέλησε να στείλει μήνυμα στο κόμμα που είχε ψηφίσει στις προηγούμενες εκλογές (χωρίς να θέλει προς ώρας να υπερψηφίσει άλλο κόμμα) και ένα τρίτο μέρος νιώθει ότι το πολιτικό προσωπικό υπολείπεται των διεθνών εξελίξεων και της σύγχρονης πραγματικότητας.
Σε αυτό το τελευταίο μέρος συμπολιτών μας θα ήθελα να εστιάσω. Η Ελλάδα, από συστάσεώς του κράτους μας πριν από σχεδόν 200 χρόνια, είναι μια χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Παρά τα σημαντικά βήματα που κάναμε η μόνιμη επωδός των κομμάτων εξουσίας, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το «να γίνουμε Ευρώπη».
Η στάση αυτή έχει επηρεάσει καθοριστικά τους πολιτικούς και το οικοσύστημα γύρω από αυτούς, παρωθώντας τους να μεταφέρουν στην πατρίδα μας αυτούσιες ιδέες και πρακτικές που εφαρμόζονται αλλού, πιστεύοντας πως έτσι συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας.
Η εμπειρία όμως δείχνει ότι μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Οι ιδέες αυτές εισάγονται αφιλτράριστες και με σημαντική καθυστέρηση. Δεν γίνεται καμιά εκλογίκευσή τους, καμιά προσπάθεια αξιολόγησης της επάρκειάς τους και της χρησιμότητάς τους στην ελλαδική πραγματικότητα, η οποία έχει πάρα πολλές ιδιαιτερότητες: αξιακές, πολιτισμικές, κοινωνικές, πολιτικές και ιστορικές. Επίσης, τις εισάγουμε σε χρόνο μεταγενέστερο, όταν αυτές έχουν ήδη ξεπεραστεί στις χώρες γέννησής τους.
Έτσι βρισκόμαστε ενώπιον του παράδοξου φαινομένου να καθιστούμε σημεία αναφοράς στον πολιτικό διάλογο ιδεολογήματα του Μπλερ και του Κλίντον, από τη δεκαετία του 1990, τα οποία είναι παντελώς ανεπίκαιρα, αφού το παγκόσμιο σκηνικό είναι πια εντελώς διαφορετικό. Ταυτόχρονα, ενώ στην Ευρώπη -ως αποτέλεσμα των μεγάλων κρίσεων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια- έχει επανέλθει δυναμικά η πολιτική με σαφές ιδεολογικό και αξιακό πρόσημο, στην Ελλάδα προβάλλονται ως πεμπτουσία απολίτικα ή μεταπολιτικά οράματα περί υπέρβασης των ιδεολογιών ή αποϊδεολογικοποίησης της πολιτικής, με κατάργηση κάθε σημείου αναφοράς ή διαχωριστικής γραμμής.
Ίσως έτσι και να εξηγείται η εκλογή, κυριολεκτικά από το «πουθενά», σε κορυφαία αξιώματα -είτε στην κεντρική πολιτική σκηνή, είτε στην αυτοδιοίκηση- προσώπων που επενδύουν στη φρεσκάδα, τη σαγήνη, την έλξη και τη λάμψη. Προσώπων όμως που, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, θα μπορούσε κανείς να κατατάξει σε περισσότερα από ένα κόμματα. Οι περιπτώσεις των κυρίων Κασελάκη και Δούκα είναι οι πιο χαρακτηριστικές, όχι όμως οι μόνες.
Οι τάσεις αυτές έχουν απογοητεύσει μεγάλο μέρος των πολιτών, το οποίο βρίσκεται πιο μπροστά από τα κόμματα και τους πολιτικούς. Άνθρωποι δημιουργικοί, που συμμετέχουν στα διεθνή τεκταινόμενα στους χώρους τους και στο παγκόσμιο discours. Άνθρωποι που κατανοούν καλά τις διεθνείς προκλήσεις, που γνωρίζουν τα παγκόσμια επίκαιρα διακυβεύματα. Άνθρωποι απογοητευμένοι από τον μυωπικό ελλαδοκεντρισμό μεγάλου μέρους του πολιτικού συστήματος, το οποίο επιμένει να προτάσσει ζητήματα που δεν είναι ουσιώδη στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και δεν ανταποκρίνονται στις μεγάλες προκλήσεις του σήμερα και του αύριο. Η τεχνητή νοημοσύνη, η επιτακτική ανάγκη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, ο εμπορικός ανταγωνισμός με την Κίνα, η κλιματική κατάρρευση, ο υπερτουρισμός, οι εξελίξεις στη βιοτεχνολογία, η πολιτισμική κρίση που σοβεί στη Δύση, συζητούνται ελάχιστα στα πολιτικά και τα τηλεοπτικά τραπέζια, ενώ απασχολούν έντονα το πλέον προοδευτικό και δημιουργικό κομμάτι της κοινωνίας μας.
Αρκετοί από τους ανθρώπους αυτούς, που είναι πολύ περισσότεροι από ό,τι συνήθως νομίζουμε, έστρεψαν επιδεικτικά την πλάτη τους στις πρόσφατες ευρωεκλογές και απείχαν. Απείχαν γιατί εκτός σπό όλα τα άλλα δεν αισθάνονται πια καμιά ψυχική ταύτιση με τους πολιτικούς οργανισμούς. Όλοι αυτοί ζητούν και απαιτούν έναν ουσιώδη εκσυγχρονισμό που θα επικεντρώνεται στα σημαντικά και τα κρίσιμα. Για να φέρει την Ελλάδα στο παρόν των διεθνών εξελίξεων και όχι σε όσα συνέβαιναν πριν από αρκετά χρόνια. Που θα δώσει στην πολιτική υπόσταση και περιεχόμενο, μακριά από περιτύλιγμα και φιοριτούρες χωρίς αποτέλεσμα.