Δημοσκόπηση Metron Analysis: Η ακρίβεια, η μείζονα ανησυχία των πολιτών στη χώρα
Πανελλαδική έρευνα της METRON ANALYSIS για το ζήτημα της ακρίβειας και του κόστους ζωής
Η ακρίβεια έχει εδραιωθεί ως η μείζονα ανησυχία των πολιτών στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα, όπως καταγράφεται σε δημοσκόπηση της εταιρείας METRON ANALYSIS που προβλήθηκε στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα.
Μάλιστα, γίνεται αντιληπτή όχι πλέον ως «εισαγόμενο» πρόβλημα αλλά ως ζήτημα δομικού χαρακτήρα, που επιτείνει το αίσθημα της υλικής και
ψυχολογικής επισφάλειας σε μια εποχή επάλληλων κρίσεων.
Στον όρο ακρίβεια συνοψίζονται πολλαπλές πτυχές της οικονομικής ζωής, που σχετίζονται με την αντιλαμβανόμενη αύξηση του κόστους ζωής: βασικά
αγαθά, ενέργεια, στέγαση, αλλά και υγεία, παιδεία, αναψυχή.
Ενέχει και μια έντονη διάσταση χρόνου, από τις δαπάνες της καθημερινότητας έως τις τακτικές δαπάνες σε μηνιαία βάση, σε συνάρτηση με την οικονομική άνεση ή δυσκολία ενός ατόμου ή ενός νοικοκυριού καθώς περνάει ο μήνας.
Ακόμη, επιδρά στην αίσθηση του ορίζοντα προσδοκιών των πολιτών αλλά και στις επιλογές πολιτικής που θα προέκριναν.
Επίσης, σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, η τάση ενίσχυσης της απαισιοδοξίας για την πορεία της χώρας είναι εδραιωμένη, και σήμερα 3 στους 4 θεωρούν ότι πηγαίνει προς η λάθος κατεύθυνση.
Ο ορίζοντας των οικονομικών προσδοκιών στενεύει, καθώς πάνω από 2 στους 3 εκτιμούν ότι οι καταναλωτικές τους δυνατότητες έχουν χειροτερέψει.
Για τους περισσότερους, αυτό που βαραίνει περισσότερο είναι οι καθημερινές δαπάνες παρά οι μηνιαίοι λογαριασμοί.
Ανάμεσα στις δαπάνες της καθημερινότητας, οι πλέον επιβαρυντικές είναι και οι πιο ανελαστικές (σούπερ μάρκετ, μετακινήσεις, ιατρικά έξοδα) ενώ λιγότερο όσες αφορούν διασκέδαση και αναψυχή.
Στις τακτικές/μηνιαίες δαπάνες, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι σαφώς η πιο επιβαρυντική δαπάνη. Μαζί με την τηλεφωνία και το νερό, είναι οι τακτικές δαπάνες που αφορούν οριζόντια σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού.
Λαμβάνοντας υπόψιν μόνο όσους αφορά η κάθε δαπάνη, ο λογαριασμός του ρεύματος παραμένει η σημαντικότερη επιβάρυνση, ενώ ακολουθούν οι ιδιωτικές δαπάνες εκπαίδευσης και στέγασης (ενοίκιο, στεγαστικό δάνειο).
Στο άμεσο μέλλον, η προοπτική είναι κατά βάση ο περιορισμός δαπανών (ένδυση/υπόδηση, σούπερ μάρκετ, θέρμανση/ψύξη, διασκέδαση, διακοπές) ή η διατήρησή τους έστω στα ίδια επίπεδα (μετακινήσεις, υγεία, παιδεία, στέγαση).
Σε αυτό το κλίμα, οι περισσότεροι δηλώνουν ότι είτε οριακά τα βγάζουν πέρα είτε ότι τα χρήματα τελειώνουν προτού τελειώσει ο μήνας.
Τέλος, οι προσδοκίες για το μέλλον παραμένουν χαμηλές και η απαισιοδοξία επικρατεί, καθώς σχεδόν 2 στους 3 εκτιμούν ότι η αύξηση του πληθωρισμού δεν θα σταματήσει εδώ.
Συμπερασματικά, οι καταναλωτικές δυνατότητες θεωρείται ότι έχουν επιδεινωθεί, και σε μια σειρά βασικών δαπανών η τάση είναι ο περιορισμός ή έστω η συγκράτησή τους. Για τη μεγάλη πλειονότητα, το ισοζύγιο εισοδημάτων και δαπανών είναι οριακό μέσα στον μήνα.
Στο διά ταύτα, λοιπόν, και σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, προκύπτουν ορισμένα σημεία που αξίζει να συγκρατήσουμε:
-Η απαισιοδοξία παραμένει κυρίαρχη και στο επίπεδο της κατανάλωσης, επιτείνοντας την αίσθηση ενός ορίζοντα χαμηλών προσδοκιών συνολικά για τη χώρα, σε μια κρίσιμη καμπή για την οικονομία και για το πολιτικό σύστημα
-Στο πεδίο της ακρίβειας φαίνεται να προκύπτει ως ζητούμενο η παρέμβαση πρωτίστως σε εθνικό επίπεδο –αφού το πρόβλημα θεωρείται εγγενές και όχι «εισαγόμενο»– και συμπληρωματικά σε επίπεδο Ε.Ε.
-Μερίδιο ευθύνης αποδίδεται στην αγορά, χωρίς να υπάρχουν προσδοκίες από την αυτορρύθμισή της ούτε όμως από ένα οργανωμένο καταναλωτικό κίνημα στην κοινωνία πολιτών