Οι ανησυχίες του Κώστα Καραμανλή για τα εθνικά και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Στην παρουσίαση του βιβλίου του Βαγγέλη Πλάκα «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Θεσσαλονίκη» ο κ. Κώστας Καραμανλής έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο έργο του Εθνάρχη, αλλά και στην αγάπη που είχε ο αείμνηστος ιδρυτής της ΝΔ στη συμπρωτεύουσα
Στην ομιλία του ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε στα εθνικά θέματα λέγοντας ότι οι προβληματισμοί και ανησυχίες που εκφράζονται για τα εθνικά μας θέματα είναι εύλογες και υπαρκτές. «Τους δημιουργεί άλλωστε η επιθετικότητα και ο αυξανόμενος αναθεωρητισμός της Τουρκίας. Η ανάδειξή τους στην ουσία ενισχύει τις πάγιες εθνικές μας θέσεις, ιδίως όταν εκφράζονται από υπεύθυνα χείλη. Είναι λάθος να αντιμετωπίζονται ως επικριτικές, εφ’ όσον μάλιστα η χώρα παραμένει προσηλωμένη στην εθνική γραμμή», υπογράμμισε.
Αναφέρθηκε στη βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας και της ομαλής λειτουργίας της που είναι όπως είπε η κοινωνική δικαιοσύνη και η συνοχή. Τόνισε ότι πρέπει να υπάρχει σεβασμός στους θεσμούς και την διάκριση των εξουσιών. Έκανε ιδιαίτερη μνεία στο ήρεμο πολιτικό κλίμα και τα ήπια πολιτικά ήθη. «Η δημοκρατία δεν ανθεί εκεί όπου τον πρώτο λόγο έχουν οι ύβρεις, οι προσωπικές διαμάχες, οι άκρατοι κομματικοί ανταγωνισμοί, η διχόνοια και ο διχασμός».
Τόνισε ότι παρακαταθήκες του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή έχουν ξεχωριστή σημασία και σήμερα και εντόπισε τρία σημεία:
«Πρώτον, ότι βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας και της ομαλής λειτουργίας της είναι η κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή. Παραθέτω τα λόγια του: «όταν ένας λαός δεν μπορεί να επιτύχει την κοινωνική δικαιοσύνη στα πλαίσια της δημοκρατίας, κλονίζεται η εμπιστοσύνη του στην ιδέα της Δημοκρατίας». Ή όπως έλεγε ο Πλούταρχος «η ανισορροπία μεταξύ πλουσίων και φτωχών, είναι η αρχαιότερη και πιο μοιραία ασθένεια κάθε δημοκρατίας».
Δεύτερον, ο σεβασμός στους θεσμούς και την διάκριση των εξουσιών. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι ελευθερίες των πολιτών, οι περιορισμοί της κρατικής παρέμβασης, οι διακριτοί ρόλοι κάθε εξουσίας, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η ασφάλεια του πολίτη είναι εξ ίσου σημαντικές προτεραιότητες. Δημοκρατία δεν είναι μόνο το δικαίωμα ψήφου και οι εκλογές. Είναι και, πρωτίστως ίσως, ο σεβασμός στους νόμους και τους κανόνες του παιχνιδιού.
Τρίτον, το ήρεμο πολιτικό κλίμα και τα ήπια πολιτικά ήθη. Η δημοκρατία δεν ανθεί εκεί όπου τον πρώτο λόγο έχουν οι ύβρεις, οι προσωπικές διαμάχες, οι άκρατοι κομματικοί ανταγωνισμοί, η διχόνοια και ο διχασμός. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε αντίθεση με πολλούς προκατόχους του, ούτε κατέλυσε ποτέ το πολίτευμα, ούτε απόπειρες κινημάτων έκανε, ούτε δίχασε τους Έλληνες. Ακόμα και έναντι των πολιτικών του αντιπάλων υπήρξε αυστηρός μεν, αλλά πάντα ευπρεπής και με σεβασμό στην άλλη άποψη».
Εξήρε ένα από τα χαρακτηριστικά του Εθνάρχη λέγοντας ότι:
«Παρ΄ ότι συκοφαντήθηκε, λοιδορήθηκε, εξυβρίσθη όσο λίγοι, ο ίδιος δεν ανήγαγε ποτέ την πολιτική διαφωνία σε προσωπική αντιπαράθεση. Αυτή η ανωτερότητα και ποιοτική υπεροχή στην δημόσια, και όχι μόνο, συμπεριφορά του επενεργούσε υποδειγματικά και παιδαγωγικά σε όλο τον δημόσιο βίο προς όφελος του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Ακόμα χειρότερα στα μάτια πολλών το σύστημα έχει απολέσει την νομιμοποίησή του. Μεταβάλλονται είτε σε «φυγάδες της πολιτικής» δηλαδή απορρίπτουν την συμμετοχή τους στα κοινά, είτε σε «πολιτικούς νομάδες» εγκαταλείποντας ιστορικά κόμματα και στρέφονται σε πιο ακραίες φωνές και σχήματα. Η δε δυσαρέσκεια και απογοήτευσή τους οδηγεί και τον δημόσιο βίο σε όλο και μεγαλύτερη οξύτητα, επιθετικότητα, λεκτική και όχι μόνο βία, τραυματίζοντας και με αυτόν τον τρόπο την σταθερότητα και την δημοκρατική διαδικασία. Τα όσα συμβαίνουν στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες αυτές. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη η Δύση να διαμορφώσει ένα νέο κοινωνικό – οικονομικό μοντέλο που θα απαντά στις αγωνίες, τα αδιέξοδα, τον αποκλεισμό που αισθάνονται ιδίως οι λιγότερο ευνοημένοι πολίτες.
Στην ομιλία του ο κ. Καραμανλής αναφέρθηκε εκτενώς σε όσους αισθάνονται κοινωνικά αποκλεισμένοι υπογραμμίζοντας ότι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού ωθεί αυξανόμενο αριθμό πολιτών στην αποχή και άρνηση της πολιτικής διαδικασίας προσθέτοντας ότι:
«Κανένα πολιτικό σύστημα, ακόμα και η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν, αν δεν έχει ισχυρή νομιμοποίηση και αξιοπιστία στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Και ρίχνουν λάδι στην φωτιά όσοι υπεροπτικά και αλαζονικά υποτιμούν τους δυσαρεστημένους και διαμαρτυρόμενους πολίτες ως οπισθοδρομικούς, ψεκασμένους ή εξτρεμιστές. Είναι σοκαριστική η αποκάλυψη σε πρόσφατη έρευνα της κοινής γνώμης, το 50% των ερωτηθέντων να δηλώνουν ότι αισθάνονται «εκτός των τειχών» εκτός κοινωνίας δηλαδή, αποκλεισμένοι και απροστάτευτοι. Το ογκούμενο χάσμα μεταξύ λίγων εχόντων και πολλών μη εχόντων είναι βόμβα στα θεμέλια της δημοκρατικής ομαλότητας και σταθερότητας και μάλιστα όχι βραδυφλεγής».
Έκανε ιδιαίτερη μνεία στην αυξανόμενη έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς. «Η ανομία, η κάθε μορφής εγκληματικότητα, από την παιδική βία και τον χουλιγκανισμό ως τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος δείχνουν καθαρά ότι η νομιμότητα αμφισβητείται όλο και περισσότερο. Το ίδιο συμβαίνει με την δικαιοσύνη. Πλανάται σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες μια αίσθηση μεροληψίας προς τους ισχυρούς, και αυστηρότητας προς τους αδύναμους. Ακόμα και κράτη μέλη της ΕΕ μπαίνουν στον πειρασμό να χειραγωγήσουν την δικαιοσύνη. Θα έπρεπε να είναι αδιανόητο κι όμως συμβαίνει».
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην παραπληροφόρηση και στα fake news: «Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στο πεδίο της επικοινωνίας και ενημέρωσης, οι ασύλληπτες δυνατότητες του Διαδικτύου, αλλά και οι κίνδυνοι αποπροσανατολισμού, επιλεκτικής ενημέρωσης, παραπληροφόρησης και μαζικής διασποράς fake news καθιστούν το θέμα μια από τις προκλήσεις της εποχής μας. Ευκρινές παράδειγμα των ημερών μας, οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και την Μέση Ανατολή. Πέρα από τα θύματα και τις καταστροφές, αναδεικνύεται ο τεράστιος ρόλος της σύγχρονης προπαγάνδας. Και αν για τα αυταρχικά καθεστώτα αυτό ήταν συνήθης πρακτική ανά τους αιώνες, βλέπουμε και την δημοκρατική Δύση να τα ανταγωνίζεται επάξια, τραυματίζοντας όμως το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της, την ποιοτική και ηθική υπεροχή που εξ ορισμού πρέπει να έχει μια ελεύθερη δημοκρατική πολιτεία. Το τελευταίο το επισημαίνω, καθώς τείνει να γίνει κανόνας η προπαγάνδα της στοχοποίησης και κατασυκοφάντησης όσων δεν ταυτίζονται με το εκάστοτε κυρίαρχο αφήγημά της. Στην αντιδημοκρατική λογική του «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός».
Το «εθνικό συμφέρον»
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε εκτενώς στον Κωνσταντίνο Καραμανλή λέγοντας ότι ο Εθνάρχης δεν θα έμπαινε ποτέ σε πολιτικά παζάρια με τους Τούρκους: «σε όλη την μακρά διαδρομή του στον δημόσιο βίο υπερασπίστηκε και στήριξε όσο λίγοι τα εθνικά συμφέροντα. Με ρεαλισμό, χωρίς μεγαλοστομίες, αλλά με στρατηγικό στόχο και συγκεκριμένες δράσεις. Άλλωστε η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια είναι η κορυφαία πράξη προώθησης του εθνικού συμφέροντος. Το ίδιο έπραξε πάντα και έναντι της Τουρκίας. Ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας, αλλά με σταθερές θέσεις, πάντοτε διατυπωμένες με απόλυτη διαύγεια. Ο ισχυρισμός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν έτοιμος να μπει σε εφ' όλης της ύλης διαπραγμάτευση με την Τουρκία όπως ακούγεται από κάποιες πλευρές τελευταία, δεν ευσταθεί. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία, η οριοθέτηση δηλαδή της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο θα έπρεπε να επιλυθεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, αν χρειαστεί και με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης βάσει συνυποσχετικού. Και ήταν η Τουρκία που υπαναχώρησε τότε. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Με άλλα λόγια ο υπαινιγμός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει επί θεμάτων που μονομερώς και αυθαίρετα επιχειρεί να προσθέτει διαχρονικά η Τουρκία στην ατζέντα είναι ανακριβής, έωλος και ίσως εκ του πονηρού».
Τέλος, υπογράμμισε ότι είναι εύλογες οι ανησυχίες για το πού μπορεί να καταλήξει ο διάλογος με τους Τούρκους: «Θέλω να υπογραμμίσω, οι προβληματισμοί και ανησυχίες που εκφράζονται για τα εθνικά μας θέματα είναι εύλογες και υπαρκτές. Τους δημιουργεί άλλωστε η επιθετικότητα και ο αυξανόμενος αναθεωρητισμός της Τουρκίας. Η ανάδειξή τους στην ουσία ενισχύει τις πάγιες εθνικές μας θέσεις, ιδίως όταν εκφράζονται από υπεύθυνα χείλη. Είναι λάθος να αντιμετωπίζονται ως επικριτικές, εφόσον μάλιστα η χώρα παραμένει προσηλωμένη στην εθνική γραμμή».