Πικραμμένος: Το ΣΤΕ να γνωμοδοτεί για την συνταγματικότητα των μέτρων
Το Συμβούλιο της Επικρατείας να γνωμοδοτεί για τη συνταγματικότητα και τη νομιμότητα ή μη των νομοσχεδίων που κατατίθενται στη Βουλή και οι δικαστές να αμείβονται ανάλογα με την απόδοσή τους, είναι δύο από τις προτάσεις που έκανε απόψε ο τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμμένος κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης στην Κομοτηνή.
Ο Παναγιώτης Πικραμμένος σε ομιλία του κατά την τελετή αναγόρευσης που πραγματοποιήθηκε στο κεντρικό αμφιθέατρο της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, στην Πανεπιστημιούπολη Κομοτηνής, αναφέρθηκε στη μελλοντική εξέλιξη του Συμβουλίου της Επικρατείας στο οποίο διετέλεσε πρόεδρος επί σειρά ετών, στη σύνδεση του μισθού των δικαστών ανάλογα με την παραγωγικότητά τους και θα καθορίζει την οριοθέτηση της συνταγματικότητας του δεύτερου μνημονίου, ενώ δεν παρέλειψε να υπομνήσει προς τους συναδέλφους του ότι δεν πρέπει να αυτοκαταργούνται με μεγάλης διάρκειας αποχές από τα καθήκοντά τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον τέως υπηρεσιακό πρωθυπουργό, πρέπει στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο να χορηγηθεί η αρμοδιότητα να επεξεργάζεται νομοτεχνικά και να γνωμοδοτεί και για τα νομοσχέδια, όπως ακριβώς κάνει με τα σχέδια Προεδρικών Διαταγμάτων. Ακόμη, τόνισε ότι πρέπει να ενισχυθεί ο χαρακτήρας του ΣτΕ ως συνταγματικού δικαστηρίου και παράλληλα να απαλλαγεί από το μεγάλο όγκο των υποθέσεων που το απασχολούν.
Παράλληλα, ο κ. Πικραμμένος σημείωσε ότι οι δικαστές θα πρέπει να αμείβονται ανάλογα με την απόδοσή τους, ενώ συγχρόνως θα πρέπει να καταρτίζεται ένας ιδιαίτερος προϋπολογισμός για τη Δικαιοσύνη που θα δημιουργείται από τους δικούς της πόρους (παράβολα, εξαγορά ποινών κ.λπ.). Συγκεκριμένα, ο τέως πρόεδρος του ΣτΕ ανέφερε ότι η «Δικαιοσύνη έχει τους δικούς της πόρους και νομίζω ότι κανένας δεν αμφισβητεί την ικανότητά της να τους διαχειρίζεται η ίδια. Πιστεύω λοιπόν ότι τόσο τα οικονομικά όσο και τα ποσοτικά αποτελέσματα θα είναι πολύ καλύτερα εάν τη διαχείριση όλων των οικονομικών της Δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένων και των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, την επωμιζόταν ένα ανεξάρτητο όργανο. Η κατάρτιση ενός ιδιαίτερου προϋπολογισμού για τη Δικαιοσύνη και η διαχείρισή του από ένα ανεξάρτητο όργανο συμβαδίζει με την αρχή του αυτοδιοίκητου της Δικαιοσύνης και περιορίζει τον κίνδυνο άσκησης πιέσεων στους δικαστές από την πολιτική εξουσία».
Ταυτόχρονα, όμως, συνέχισε ο κ. Πικραμμένος, «αυξάνει και το μερίδιο ευθύνης των τελευταίων και συντελεί, με τον τρόπο αυτό, στην αύξηση της αποδοτικότητάς τους με αποτέλεσμα την επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης. Η αλλαγή στη νοοτροπία του δικαστή ως προς τον τρόπο εργασίας του είναι επιβεβλημένη στην παρούσα συγκυρία. Οι δικαστικοί λειτουργοί δεν πρέπει να φοβούνται την αξιολόγηση της απόδοσής τους διότι είναι, και αυτοί, εργαζόμενοι. Προς την κατεύθυνση λοιπόν αυτή θεωρώ ότι θα πρέπει να συνδεθεί το ύψος των αποδοχών τους με την απόδοσή τους, όπως γίνεται π.χ. στο Conseil d' Etat. Μου είναι πράγματι αδιανόητο να αμείβονται με τον ίδιο τρόπο εκείνοι που κυριολεκτικά δίνουν κάθε ικμάδα των δυνάμεών τους για την άσκηση του λειτουργήματός τους με αυτούς που δεν εργάζονται χρησιμοποιώντας μύρια όσα προσχήματα». Ακόμη, εξέφρασε την ευχή η πρότασή του για κατάρτιση ιδιαίτερου προϋπολογισμού της Δικαιοσύνης να υλοποιηθεί έτσι ώστε να «απελευθερωθεί η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της, αλλά και να σταματήσει αυτή η μεμψίμοιρη κουβέντα με το υπουργείο Οικονομικών για τις αποδοχές, οι οποίες θα κατανέμονται δίκαια αλλά παράλληλα να σταματήσουν και οι δικαστικοί λειτουργοί να διεκδικούν τα δικαιώματά τους με κινητοποιήσεις που οδηγούν μάλλον σε οιονεί υπαλληλοποίηση του κλάδου».
Στο σημείο αυτό ο τέως πρόεδρος του ΣτΕ απηύθυνε έκκληση προς τους συναδέλφους του να μην αυτοκαταργούνται με τις μακράς πνοής κινητοποιήσεις τους. «Δεν είναι νοητό οι δικαστικοί λειτουργοί να στερούν τον Έλληνα πολίτη από το υπέρτατο αγαθό και θεμελιώδες δικαίωμά του που είναι η απονομή της Δικαιοσύνης. Τους παρακαλώ να αναλογιστούν ότι, σε τελευταία ανάλυση, έτσι πράττοντας η Δικαιοσύνη στρέφεται τελικά κατά του ίδιου της του εαυτού και αυτοκαταργείται», υπογράμμισε. Με αφορμή την οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας, ο Παναγιώτης Πικραμμένος αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της απόφασης του ΣτΕ (668/2012) που έκρινε συνταγματικό το πρώτο μνημόνιο και, εμμέσως πλην σαφώς, θα περιχαρακώσει τα όρια της συνταγματικότητας του δεύτερου μνημονίου, το οποίο εκκρεμεί για εκδίκαση στο ΣτΕ. Για αυτό το επίμαχο θέμα ανέφερε:
«Πάντως, το δικαστήριο δεν παρέλειψε να θέσει και τα όρια της δράσης του νομοθέτη, τόσο στην παρούσα όσο και σε μελλοντικές φάσεις της κρίσεως. Σχετικά, λοιπόν, αναφέρει ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως δύναται ο νομοθέτης να θεσπίσει μέτρα περιστολής δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερούμενη από το άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη, αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, καθώς και την καθιερούμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τούτο σημαίνει ότι η επιβάρυνση αυτή πρέπει να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα.
Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος αξιώσεως του κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους, και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων –κυρίως στο πεδίο της εκπληρώσεως των φορολογικών τους υποχρεώσεων– προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία».