Οδ. Βουδούρης: Ο Σαμαράς εκχωρεί την κυριαρχία
Ο βουλευτής της ΔΗΜΑΡ επισημαίνει ότι χάθηκαν πέντε κρίσιμοι μήνες για μεταρρυθμίσεις και ζητεί ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση, πριν από τον ανασχηματισμό που «βρίσκεται προ των πυλών»
Συνέντευξη στον Χ.Κ. Λαζαρόπουλο
Φωτογραφίες: Γιώργος Διαμαντάκης
Στην εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας οδηγεί η ανυπαρξία «Σχεδίου Β» και ολοκληρωμένου προγράμματος εξόδου από την κρίση επισημαίνει στο “Newsbomb.gr” ο βουλευτής της ΔΗΜΑΡ κ. Οδυσσέας Βουδούρης.
Το στέλεχος της «Δημοκρατικής Αριστεράς» επισημαίνει ότι τόσο ο κ. Αντώνης Σαμαράς, όσο και οι κύριοι Γ. Παπανδρέου, Ευ. Βενιζέλος και Λ. Παπαδήμος προσήλθαν σε διαπραγματεύσεις με την τρόικα και με τους εταίρους χωρίς προτάσεις και αντεπιχειρήματα. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι η υιοθέτηση άνευ αντιστάσεως όσων απαιτούν οι δανειστές και οι διεθνείς τοκογλύφοι για να βάλουν χέρι στα φιλέτα του Δημοσίου και να μετατρέψουν τη χώρα σε «αποικία» με ένα ιδιότυπο καθεστώς Ειδικής Οικονομικής Ζώνης.
Ο κ. Βουδούρης βλέπει πολύ γρήγορα τον ανασχηματισμό και προτείνει να καταρτισθεί από τη ΔΗΜΑΡ σχέδιο εξόδου από την κρίση υπό το οποίο θα επανακαθοριστεί και η συμμετοχή της στην κυβέρνηση. Χαρακτηρίζει «κλινικά νεκρή» την προγραμματική συμφωνία, απαντά για τις αποκαλύψεις του “Newsbomb.gr” σχετικά με το «Φιλευρωπαϊκό Κόμμα» που λέγεται ότι προετοιμάζεται παρασκηνιακώς και σχολιάζει τη φράση του κ. Γιάννη Βαρουφάκη ότι «κάποιοι θέλουν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε Κοσσυφοπέδιο».
Όσον αφορά στα εσωκομματικά, το στέλεχος της ΔΗΜΑΡ εξηγεί τι έγινε με τη φράση που του αποδόθηκε και επισημαίνει στους εσωκομματικούς συντρόφους του ότι συλλογικό δημοκρατικό κεκτημένο αποτελεί η ελεύθερη έκφραση πολιτικής γνώμης ακόμα και από τη μειοψηφία.
Ακολουθεί και βίντεο με τα κυριότερα στιγμιότυπα της συνέντευξης:
Τις τελευταίες ώρες συντηρείται η συζήτηση για τη φράση: «Εγώ είμαι το κόμμα». Τελικά την είπατε ή όχι;
Εσείς τι λέτε; Θα είχα σώας τα φρένας λέγοντας μια τέτοια φράση; Είπα πως «το κόμμα είμαι και εγώ». Γνωρίζετε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα επομένως αντιλαμβάνεστε ότι ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και» στη συγκεκριμένη πρόταση αλλάζει το νόημα και περιγράφει μια κατάσταση που πρέπει να δεχθούμε.
Προφανώς δεν είμαι εγώ το κόμμα. Όμως, κόμμα είναι όλα τα μέλη. Κατά την προσωπική άποψή μου, κόμμα είναι και η άποψη της μειοψηφίας, αντίληψη η οποία αποτελεί κεκτημένο της «Δημοκρατικής Αριστεράς».
Το γεγονός ότι δόθηκε βάρος σε μια τέτοια παράλογη φράση, χωρίς να ελεγχθούν οι δημοσιογράφοι που την επικαλέστηκαν, καθώς και η αναμόχλευση του συγκεκριμένου ζητήματος στην παρούσα συγκυρία μαρτυρά πως υπάρχει συντονισμένη επίθεση.
Όταν αναφέρετε «συντονισμένη επίθεση» σε ποιον αναφέρεστε; Διότι και στο παρελθόν είδαμε πως ορισμένα πολιτικά πρόσωπα, αρνητικό δείγμα για τα δεδομένα μιας ώριμης δημοκρατίας, μεταβλήθηκαν σε «σάκκους του μποξ». Θα έλεγα για παράδειγμα εσάς, τον κ. Πάρη Μουτσινά, αλλά και τον καθηγητή κ. Γιάννη Πανούση από τη ΔΗΜΑΡ. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ο καθένας πρέπει να δώσει την απάντησή του. Αυτά τα οποία εκφράζουμε εμείς, όπως ο κ. Μουτσινάς και άλλοι σύντροφοι από τη «Δημοκρατική Αριστερά», δεν είναι δικές μας εφευρέσεις.
Λέμε, εξαγγέλλουμε, υπενθυμίζουμε και παραμένουμε αταλάντευτοι σε αρχές και αξίες που υποστηρίξαμε από την αρχή ως συλλογικότητα, ως κόμμα. Εκφράζουμε όσα δεσμευθήκαμε να κάνουμε στις εκλογές και διεκδικούμε τη συνέπεια και τη συνέχεια. Για να μη γίνει οποιαδήποτε παρεξήγηση θέλω να επισημάνω ότι η πλειοψηφική άποψη μπορεί να θεωρεί ότι υπάρχει συνέχεια και συνέπεια.
Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι εμείς θέσαμε κάποιες προϋποθέσεις, για τις οποίες θα κριθούμε. Είχαμε δεσμευθεί ότι α) δεν θα κάνουμε περικοπές μισθών και συντάξεων, β) δεν θα πωληθεί η Αγροτική Τράπεζα, γ) δεν θα γίνουν ιδιωτικοποιήσεις άνευ κοινοβουλευτικού ελέγχου και δ) με την προϋπόθεση πως το κράτος θα τηρούσε τον έλεγχο στρατηγικών Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών. Αυτές τις δεσμεύσεις θέλουμε να υπερασπιστούμε.
Επομένως υπάρχει αναντιστοιχία. Πού την αποδίδετε; Στη ΔΗΜΑΡ, στον κ. Φώτη Κουβέλη, στην περιβόητη τρικομματική επιτροπή που υποτίθεται ότι συντονίζει το κυβερνητικό έργο;
Μερικοί κάνουν λόγο για μια απόκλιση κι εμείς μιλούμε για αντιστροφή σε σχέση με την προγραμματική συμφωνία. Αυτό δεν αποτελεί ζήτημα γνώμης αλλά διαπίστωση.
Σύμφωνα με την άποψη συντρόφων της πλειοψηφίας, η απόκλιση ή η αντιστροφή αυτή οφείλεται σε ορισμένες αντικειμενικές συνθήκες.
Μιλάτε για «αντικειμενικές συνθήκες». Ποιοι τις έχουν δεχθεί; Ο κ. Κουβέλης, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος ή οι δύο κυβερνητικοί εταίροι των μικρότερων εταίρων είναι αναγκασμένοι να ακολουθήσουν τη στρατηγική που σχεδιάζει ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς και το επιτελείο του;
Η απάντηση εξαρτάται αναλόγως με την εκτίμηση του καθενός και με τα δεδομένα που εξετάζει. Το γεγονός είναι ότι λένε πως «αλλάξαμε ρότα διότι αναγκαστήκαμε». Για εμάς, τίποτε δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να μας αναγκάσει και να αλλάξουμε ρότα, εφ’ όσον θέλουμε να έχουμε συνέπεια στη στάση μας.
Προσωπικές στρατηγικές, ωστόσο, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη μετεξέλιξη υφιστάμενων πολιτικών φορέων για να δημιουργηθούν νέοι, όπως το αποκαλούμενο «Φιλοευρωπαϊκό κόμμα»; Ήδη οι σχετικές πληροφορίες περί τούτου αποτελούν στοιχεία του ρεπορτάζ, δημοσιεύονται και το ακούσαμε προηγουμένως ως συζήτηση στο εντευκτήριο της Βουλής…
Το άκουσα αυτό για πρώτη φορά. Δεν είχα ξανασκεφθεί ένα τέτοιο σενάριο. Με τα σημερινά δεδομένα μάλλον αποτελεί απότοκο πολιτικής φαντασίας. Για να εξηγούμε, δεν βλέπω πώς η ΔΗΜΑΡ θα μπορούσε να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο ενιαίο κόμμα.
Το ΠΑΣΟΚ ή μέρος του ΠΑΣΟΚ μαζί με τη Νέα Δημοκρατία πιθανώς μελετούν τη συγκρότηση νέου κόμματος που θα χαρακτηρισθεί «ευρωπαϊκό», το καταλαβαίνω και το θεωρώ αρκετά πιθανό.
Ωστόσο, ο ορισμός «Φιλοευρωπαϊκού κόμματος» δεν αποτελεί πολιτικό αναχρονισμό ο οποίος παραπέμπει στην εποχή του Κωλέττη;
Δεν νομίζω. Ο επιθετικός προσδιορισμός «φιλευρωπαϊκό» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ίσως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ψευδεπίγραφο. Ευρωπαϊκά είναι σχεδόν όλα τα κόμματα ή εν πάση περιπτώσει η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Θεωρώ ότι υπάρχει μια απόπειρα αποπροσανατολισμού όταν μιλούμε περί ευρωπαϊκού κόμματος. Αυτή τη στιγμή η πραγματική διαχωριστική γραμμή είναι άλλη.
Στην μία πλευρά εφαρμόζουμε την πολιτική της τρόικας και του Μνημονίου με: α) συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, β) απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και γ) περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας.
Στην άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχει η κατεύθυνση που ορίζει ανατροπή αυτής της πολιτικής.
Επειδή τα κόμματα του Μνημονίου -όπως η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ- δεν μπορούν να σηκώσουν τέτοια αντιπαράθεση, θέλουν να τη μετατρέψουν. Στις περασμένες εκλογές το επέτυχαν με το δίλημμα «Ευρώ ή Δραχμή» αν και πλέον αυτό ξεπεράστηκε. Πλέον ο κόσμος θα πει αν είναι να βουλιάξουμε, ας γίνει και με τη δραχμή. Επομένως δεν συγκινείται μ’ αυτό ο κόσμος.
Προσπαθούν να μετατοπίσουν τη συζήτηση στο δίλημμα «Ευρώπη ή όχι Ευρώπη». Δηλώνω ότι είμαι Ευρωπαίος και καθαρά εναντίον της πολιτικής του Μνημονίου…
Πρέπει να εγκλωβιστεί έτσι ο λαός στη λογική του διπολισμού, στη δημιουργία του λεγόμενου «ανατολικού μπλοκ» της ελληνικής πολιτικής σκηνής όπου εκεί κάποιοι θα τοποθετήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ενώ στην υποτιθέμενη Δύση το «Φιλευρωπαϊκό Κόμμα»;
Αυτό θέλουν να περάσουν. Θα είναι το δίλημμα μεταξύ ενός «φιλευρωπαϊκού» κόμματος που θα αποτελείται από δυνάμεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ ενώ στον αντίποδα πιθανώς να προκύψει μια «φιλοβαλκανική» παράταξη που θα συμπεριλαμβάνει τα υπόλοιπα κόμματα.
Κι όταν λέμε τα υπόλοιπα κόμματα συμπεριλαμβάνεται και η «Χρυσή Αυγή». Θα ενταχθεί σ’ αυτόν τον αντίποδα;
Το θέμα της «Χρυσής Αυγής» αντιμετωπίσθηκε λανθασμένα από την αρχή. Κάποιοι θεώρησαν ότι είναι ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο προέκυψε από την κρίση και με την υπέρβασή της θα αντιμετωπισθεί. Αυτό είναι λάθος.
Προφανώς και η άνοδος της «Χρυσής Αυγής» συσχετίζεται με την κρίση, συνεπώς δεν μπορούμε να την ξεπεράσουμε για να λάβουμε μέτρα. Πιστεύω πως αποτελεί κίνδυνο και λειτουργεί σαν καρκίνος μέσα στο δημοκρατικό σύστημα.
Έχει αναγνωριστεί ως κοινοβουλευτικό κόμμα ενώ δεν θα έπρεπε, επειδή η κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει κανόνες που αποτυπώνονται στο Σύνταγμα. Για παράδειγμα, το άρθρο 29 του Συντάγματος αναφέρει ότι αναγνωρίζονται ως κόμματα οι σχηματισμοί που δέχονται, αποδέχονται και υπερασπίζονται τη Δημοκρατία, κάτι που δεν φαίνεται να κάνει η «Χρυσή Αυγή».
Πρέπει να αντιμετωπιστεί δυναμικά αυτή η κατάσταση ώστε να αμυνθεί και να θωρακιστεί το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο κατακτήθηκε με αγώνες.
Για το φαινόμενο του ΣΥΡΙΖΑ τι μπορούμε να πούμε; Πέρα από τα δημοσκοπικά δεδομένα, φλερτάρει ανοικτά με την εξουσία;
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί συνδυασμό διαφόρων τάσεων και μικρών κομμάτων με μεγάλη ανομοιογένεια. Υπάρχουν ακόμα συνιστώσες που λειτουργούν ως μικρά κόμματα και ομάδες διαμαρτυρίας, χωρίς πραγματικά να έχουν μελετήσει την προοπτική της εξουσίας.
Παρατηρείται ωστόσο βούληση να μετεξελιχθεί το κόμμα. Έχει μπει ήδη στη φάση της μετεξέλιξης, επί της οποίας δεν μπορούμε κάνουμε κριτική ή να εκφράσουμε συγκεκριμένη άποψη.
Οι εφημερίδες και οι ιστοσελίδες έγραψαν ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είναι πιο αδύναμη μετά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου και του προϋπολογισμού. Σε τι οφείλεται αυτή η «αδυναμία»;
Έχει να κάνει με ένα γεγονός: Η κυβέρνηση δεν τηρεί αυτά για την οποία την εξέλεξε ο ελληνικός λαός.
Συμπεριφέρεται σαν να αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης ενώ έχει μεσολαβήσει ένας πολιτικός σεισμός, ο οποίος προκάλεσε τον καταποντισμό του δικομματισμού. Από το 44% που καταλάμβανε το ΠΑΣΟΚ έπεσε στο 12% ενώ το πραγματικό ποσοστό της Ν.Δ. αντιστοιχεί στο 19% που πήρε στον πρώτο γύρο.
Αυτό είναι το μήνυμα. Ο κόσμος θέλει αλλαγή πλεύσης και πορείας, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει αντιληπτό από την κυβέρνηση γι’ αυτό και υπάρχει ταχεία φθορά από την εξουσία.
Πάντως πρέπει να αναγνωριστεί η προσπάθεια του πρωθυπουργού για την προσέλκυση επενδύσεων και την ανάπτυξη. Αυτό δεν φαίνεται από το έργο υποδομής της ΕΡΓΟΣΕ που δόθηκε σε τρεις κατασκευαστικές έναντι 415 εκατ. ευρώ ή από την συμφωνία της Cosco με την HP και την ΤραινΟΣΕ για διακίνηση φορτίων μέσω του Πειραιά;
Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα συνολικό σχέδιο κι όχι στιγμιαίες κινήσεις με εταιρείες, στις οποίες μπορεί να υπάρχει και παρασκήνιο. Με το συνολικό σχέδιο θα αντιληφθούμε γιατί έχουμε φθάσει εδώ και θα προωθήσουμε αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Προεκλογικά τα λέγαμε, μετά τα ξεχάσαμε.
Πρέπει να γίνουν αλλαγές στη λειτουργία του Δημοσίου. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στη χώρα δεν οφείλεται στους μισθούς αλλά στη διαπλοκή και την επικοινωνία. Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα επιχειρήσεων που προσπαθούν να επενδύσουν στην Ελλάδα αλλά ταλαιπωρούνται από τη διοίκηση επί σειράν ετών. Εσείς δεν ανεβάσατε στο “Newsbomb.gr” ένα βίντεο αρχείου που έδειχνε τον πρώην πρωθυπουργό κ. Κων. Μητσοτάκη να δηλώνει ότι η γραφειοκρατία διώχνει τις ξένες επενδύσεις, το 1993;
Στη συνέχεια παρουσιάστηκε μια επίπλαστη ανάπτυξη η οποία στηρίχθηκε στο ευρώ, το οποίο μας έφερε δανεικά αλλά όχι πραγματική ανάπτυξη. Αυτό λοιπόν σήμερα είναι το κύριο θέμα: Μεταρρυθμίσεις. Ταυτοχρόνως θα πρέπει να διαμορφώσουμε τις συνθήκες ώστε να έρθουν ξένες επενδύσεις από θεσμικούς πόρους.
Υπενθυμίζω ότι το “new deal” έγινε παραβιάζοντας τους «φυσικούς νόμους» της αγοράς και ο Δημόσιος τομέας παρενέβη ενεργητικά να κάνει επενδύσεις. Πρέπει να προσελκύσουμε ιδιωτικές επιχειρήσεις, μικρομεσαίες και μεγαλύτερες, αλλάζοντας το θεσμικό πλαίσιο.
Πρέπει επιτέλους να αναδιοργανωθεί ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός. Πέντε μήνες πέρασαν κι ακόμα γίνονται δειλά βήματα. Ήρθε η ώρα να ψηφιστεί ένας σταθερός φορολογικός νόμος. Ακόμα ακούμε ότι «θα γίνει». Δεν έπρεπε να έχει γίνει από την επομένη των εκλογών;
Αυτά περιμένουμε από την κυβέρνηση.
Πριν από το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα όλοι μιλούσαν περί ενός «πολιτικού διακυβεύματος». Μήπως πρέπει τώρα να ορισθεί ένα νέο διακύβευμα κοινωνικού αγώνα ή πραγματικού πολιτικού έργου, πέρα από εντυπώσεις και επικοινωνιακή πολιτική;
Κλείνει ένας κύκλος με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου και με τον ανασχηματισμό που βρίσκεται προ των πυλών. Επομένως ήρθε η ώρα να γίνει ένας απολογισμός.
Πιστεύω ότι χάσαμε πέντε μήνες, ίσως από τους πιο πολύτιμους για τη θητεία αυτής της κυβέρνησης. Στην αρχή κάθε θητείας υπάρχει η δυναμική για να δρομολογηθούν μεταρρυθμίσεις. Μη σταθούμε όμως σε μια απαισιόδοξη διαπίστωση.
Ας αποτελέσει μάθημα ώστε στο νέο κύκλο που θα αρχίσει τώρα να κάνουμε καλό σχεδιασμό και σοβαρές κινήσεις. Η κυβέρνηση και ειδικά η «Δημοκρατική Αριστερά» πρέπει να παρουσιάσουν ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση. Εφ’ όσον γίνει κάτι τέτοιο από τη ΔΗΜΑΡ θα πρέπει αν ένα τέτοιο σχέδιο είναι συμβατό μ’ αυτά της Ν.Δ.
Αυτό είναι μήνυμα προς τον κ. Σαμαρά για την ουσία της πολιτικής που θα ακολουθήσει κι όχι για το «χρηματιστήριο υποψηφίων για κυβερνητικό θώκο», όπως έχει αρχίσει να φαίνεται με φήμες και σενάρια στον Τύπο;
Προφανώς…
Όλοι γνωρίζουμε ότι η προγραμματική συμφωνία είναι κλινικά νεκρή, αφού τα βασικά σημεία της έχουν αθετηθεί. Το πακέτο έγινε με περικοπές ενώ είπαμε πως θα γινόταν περιστολή των σπαταλών, πωλήσαμε την Αγροτική, προχωρούμε τις ιδιωτικοποιήσεις χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο και άνευ ρόλου για το κράτος.
Στην ουσία το 70 με 80% της προγραμματικής συμφωνίας έχει τελειώσει και το υπόλοιπο μάς λέει ο κ. Σαμαράς πως θα πάει «στο βάθος της τετραετίας», ίσως δηλαδή και στο τελευταίο εξάμηνο της τετραετίας. Επειδή λίγοι πιστεύουν ότι θα εξαντληθεί η τετραετία, κάθε άλλη δέσμευση ωθείται στο πουθενά. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει προγραμματική συμφωνία.
Κι αν πάμε σε ανασχηματισμό; Δεν θα αλλάξουν τα δεδομένα;
Για να έχει ουσία ο ανασχηματισμός θα πρέπει να πούμε και ποιο είναι το πρόγραμμα.
Υπάρχει πρόγραμμα;
Δεν το βλέπω. Εσείς βλέπετε να υπάρχει; Δεν βλέπω συνολικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση.
Και τα πρόσωπα που θα παίξουν ρόλο στον ανασχηματισμό;
Θα ήθελα να δω πρόσωπα καινούργια στην πολιτική και δεν βαρύνονται από αμαρτίες του πρόσφατου παρελθόντος. Θεωρώ εξαιρετικά οξύμωρο να κάνουμε όλοι σκληρή κριτική, την οποία κάνει και ο κ. Σαμαράς, για το παρελθόν. Την ευθύνη γι’ αυτό το κακό παρελθόν, την έχουν και πρέπει να το παραδεχτούν όσοι ήταν υπουργοί σε νευραλγικούς τομείς.
Είναι οξύμωρο να βλέπεις πρόσωπα που συμμετείχαν, έθρεψαν και τράφηκαν απ’ αυτό το πρόβλημα να ισχυρίζονται τώρα πως μπορούν να διορθώσουν την κατάσταση. Η κριτική είναι μια ασφαλής οδός για να αποφύγουν κάποιοι το πολιτικό έργο, το οποίο στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία μοιάζει με τον ανήφορο στον Γολγοθά.
Χρειάζεται δουλειά και όχι κριτική ενώ σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να προϋπάρξει η αυτοκριτική. Μοιάζει σαν κάποιους που πάνε στην εκκλησία να πάρουν άφεση αμαρτιών για να επαναλάβουν μετά τα ίδια αμαρτήματα.
Κι ο κόσμος; Δεν σκέφτεται κανείς το λαό τελικά απ’ όσους νέμονται την εξουσία; Ποια αμαρτήματα να επαναληφθούν όταν ο χαμηλοσυνταξιούχος της Δραπετσώνας πάει έξω από το σούπερ μάρκετ να μαζέψει τα πεταμένα και χαλασμένα λαχανικά ή όταν ο άνεργος της Καλλιθέας πάει στα συσσίτια της εκκλησίας για ένα πιάτο φακή;
Όντως, υπάρχει περίπτωση σε λίγο να χρειαστεί η χώρα ανθρωπιστική βοήθεια όπως οδεύει η κατάσταση.
Ήδη το 30% βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ η ανεργία καλπάζει σε δεδηλωμένο ποσοστό περί το 25% και διαλύονται οι κοινωνικοί μηχανισμοί στήριξης του πληθυσμού. Η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας γίνονται ολοένα και πιο δύσκολες ή και αδύνατες.
Διαμορφώνεται μια κατάσταση που είναι εξαιρετικά ανησυχητική με το δεδομένο πως δεν υπάρχει και προοπτική.
Ένας λόγος που δεν μπόρεσα να ψηφίσω αυτόν τον προϋπολογισμό είναι επειδή προδιαγράφει την κατάρρευση. Στον προϋπολογισμό κάποιοι αποτύπωσαν ότι παρά το «κούρεμα» το χρέος θα πάει στο 190% ενώ το ποσοστό του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ αυξάνεται συνεχώς χωρίς να υπάρξουν μηχανισμοί που θα επιτρέψουν το αντίστροφο.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Οι επενδύσεις εμφανίζονται σταθερές αλλά ουσιαστικώς θα μειωθούν και ταυτοχρόνως μειώνεται δραστικά η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού οπότε δεν θα υπάρξει δυνατότητα επιστροφής στην ανάπτυξη όχι μόνο με παραγωγή αλλά και με αγοραστική δύναμη για κατανάλωση. Επομένως πώς να ψηφίσεις έναν τέτοιο προϋπολογισμό;
Σε δηλώσεις που έκανε την Τετάρτη, ο κ. Γιάννης Βαρουφάκης δήλωσε ότι κάποιοι θέλουν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε Κοσσυφοπέδιο. Απέχει ή όχι από την πραγματικότητα αυτή η εκτίμηση;
Αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τέτοιες ακραίες εκφράσεις. Αυτό που λέει ο κ. Γιάννης Βαρουφάκης έχει βάση αν αναλύσει κανείς τα δεδομένα. Αφ’ ενός η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, του κοινωνικού κράτους και όσων κατακτήθηκαν οδηγεί στη δημιουργία μιας ιδιότυπης Ειδικής Οικονομικής Ζώνης. Αφ’ ετέρου η πίεση των εταίρων μας αυξάνεται όλο και περισσότερο να εκχωρούμε κυριαρχικά δικαίωμα, όπως η υπόθεση με τον Ειδικό Λογαριασμό που δεν έχει ενεργοποιηθεί ακόμα.
Η χώρα δέχεται ιδιαίτερη πίεση να ενεργοποιηθεί ο λογαριασμός, ο οποίος θα αφορά στα πλεονάσματα και τη διαχείριση των χρημάτων που δανειζόμαστε.
Εντύπωση προκαλεί επίσης πώς ορισμένοι προσπαθούν να μην υπάρχει έλεγχος της Βουλής στις ιδιωτικοποιήσεις αλλά να γίνουν μέσω συμβούλων οι οποίοι θα είναι έμπιστοι των δανειστών μας και ούτω καθεξής. Συνεπώς μπορεί να είναι ακραία η έκφραση του κ. Βαρουφάκη αλλά αντανακλά μια εξέλιξη.
Μα είναι δυνατόν να δεχθούμε εμείς ως πολίτες κι εσείς ως εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού να γίνει η Ελλάδα μια αποικία κάστας πολυεθνικών συμφερόντων, απεμπολώντας κυριαρχικά δικαιώματα;
Προφανώς και δεν το δεχόμαστε. Γι’ αυτό και υπάρχει εξ αρχής ένα ζήτημα αναφορά με τον τρόπο, με τον οποίο γίνεται η διαπραγμάτευση.
Το βασικό λάθος που γίνεται από την κυβέρνηση, κατά την άποψή μου, αφορά στην εικόνα που δίνει. Προσέρχεται σε συζητήσεις χωρίς να διαθέτει εναλλακτική λύση ή προτάσεις δίνοντας την εντύπωση πως εξαρτάται από την άλλη πλευρά γι’ αυτό δεν αρνείται και εγκλωβίζεται σε «διαπραγματευτικούς» μονόδρομους για να δεχθεί όσα της πουν.
Μα όλα αυτά δεν έπρεπε να έχουν γίνει από την εποχή που μίλησε για πρώτη φορά ο κ. Κ. Καραμανλής για την επανίδρυση του κράτους και την αναδιάρθρωση της παραγωγής; Τι έγινε το νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο επικαλέστηκαν τόσο ο Γ. Παπανδρέου, όσο και ο κ. Α. Σαμαράς; Γιατί φθάσαμε στο σημείο να σχολιάζουν πρώην υπουργοί όπως ο κ. Αλ. Κοντός ότι φιλοαγροτική πολιτική ακολουθήθηκε από το 2005 ως το 2009 και μετά τίποτε;
Όλα αυτά που αναφέρετε θέτουν τη χώρα σε δεινή κατάσταση έναντι μιας κρίσιμης διαπραγμάτευσης. Από την πρώτη στιγμή που ήρθαν τα αρνητικά προμηνύματα για την ελληνική οικονομία έπρεπε να καθοριστούν οι διαπραγματευτικές θέσεις, οι «κόκκινες γραμμές» και το «Σχέδιο Β», το οποίο δεν πρέπει να ανακοινωθεί αλλά υποχρεωτικώς πρέπει να υπάρχει.
Αν πας γυμνός σε μια συζήτηση δεν υπάρχει διαπραγμάτευση αλλά διολίσθηση στις θέσεις που επιθυμεί η άλλη πλευρά…
Είναι σαφές πως δεν προσήλθαν στις διαπραγματεύσεις οι κύριοι Γιώργος Παπανδρέου, Ευάγγελος Βενιζέλος αλλά και Λουκάς Παπαδήμος με «Σχέδιο Β». Δίνουν την εικόνα ότι η ελληνική πλευρά πήγε παρακαλώντας για βοήθεια και οίκτο.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι το εξής: Υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει «Σχέδιο Β»; Μπορεί η Ελλάδα να αντέξει «κόκκινες γραμμές»;
Αντιστρέφω το ερώτημα. Μου είπατε για τους κ.κ. Παπανδρέου, Βενιζέλο και Παπαδήμο. Σ’ αυτή τη φάση της διαπραγμάτευσης ο κ. Σαμαράς παρουσίασε «Σχέδιο Β»; Στην τελευταία φάση των διαπραγματεύσεων ο κ. Γιάννης Στουρνάρας παρουσίασε εναλλακτικές προτάσεις;
Κατά την άποψη μου, όχι! Αυτό φάνηκε εξ αρχής. Μια από τις πρώτες ενέργειες που έκαναν εντύπωση ήταν η επιστολή που απέστειλε προς τους εταίρους του όταν ήταν στο νοσοκομείο και δεν μπορούσε να παραβρεθεί σε συνεδρίαση του ευρωπαϊκού συμβουλίου τον Ιούνιο.
Με το περιεχόμενο της επιστολής αυτής ο πρωθυπουργός καθησύχαζε τους εταίρους λέγοντας να μην ανησυχούν επειδή θα κάνει ό,τι πουν ενώ δεν ανέφερε τη λέξη «επαναδιαπραγμάτευση». Δεν περίμενε κανείς να την επιβάλλει διότι δεν είχε τέτοια δυνατότητα, αλλά μπορούσε να την περάσει στην ατζέντα της συζήτησης.
Επίσης, δεν πήγε στη διαπραγμάτευση έχοντας το δικό του σχέδιο. Κάποιος είθισται να θέτει τις προτάσεις που θα συζητηθούν ενώ η άλλη πλευρά παρουσιάζει αντεπιχειρήματα. Όταν όμως η αδύναμη πλευρά εμφανίζεται χωρίς σχέδιο, προτάσεις και αντεπιχειρήματα η ισχυρή θα επιβάλλει τις θέσεις της με ελαφρές βελτιώσεις. Αντιθέτως, όταν η αδύναμη πλευρά παρουσιάσει ολοκληρωμένο σχέδιο και απαιτήσει επί ίσοις όροις θα είχε άλλη αξία. Η κυβέρνηση έπρεπε να το έχει κάνει από την αρχή.
Μιλάμε για τα ισοδύναμα κι είχαμε πει πως τα 11,5 δισ. μπορούσαμε να τα βρούμε περικόπτοντας σπατάλες στο Δημόσιο, καταπολεμώντας δραστικά την παραοικονομία, αντιμετωπίζοντας τη φοροδιαφυγή. Αν πέρα από τη διαπραγμάτευση που γίνεται παράλληλα, η κυβέρνηση προωθούσε αυτούς τους στόχους, ύστερα από δυο – τρεις μήνες θα παρουσίαζε αποτελέσματα και θα ενίσχυε ακόμα και την αξιοπιστία της. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε.
Επί πέντε μήνες πάγωσαν τα πάντα. Δεν πάρθηκε ένα μέτρο για τη φοροδιαφυγή ή την παραοικονομία και συνεχώς η κυβέρνηση έδειχνε να υποχωρεί. Ξεκίνησε να συζητεί για περικοπές 5,5 δισ. σε μισθούς και συντάξεις ενώ κατέληξε στα 9 δισ. Οι αρχικές συζητήσεις προέβλεπαν πακέτο μέτρων ύψους 11,5 δισ. ευρώ και φθάσαμε στα 14 δισ.
Στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης τέθηκαν ζητήματα που δεν περιλαμβάνονταν σε κανένα Μνημόνιο. Για μένα αυτό είναι τραγικό λάθος επειδή δεν έγινε διαπραγμάτευση κι επειδή ο κ. Σαμαράς να μην ένοιωθε σε θέση να κάνει διαπραγμάτευση.
Ύστερα από τόσες παρεμβάσεις και προτάσεις κυβερνητικού έργου που έκανε στο Ζάππειο ή κατά τα πρώτα βήματα της διακυβέρνησής του είναι δυνατόν να μην ήταν σε θέση ο κ. Σαμαράς να κάνει διαπραγμάτευση;
Όταν ένας πρωθυπουργός πηγαίνει στο εξωτερικό και στην ερώτηση δημοσιογράφου αν έχει ευθύνες, αρκείται να απαντήσει «Ουδείς αναμάρτητος», καταλαβαίνετε ότι η θέση του είναι εξαιρετικά αδύναμη.
Εάν επικεφαλής της κυβέρνησης ήταν ένα άλλο πρόσωπο που θα είχε αντιταχθεί σε όλη αυτή την πορεία, δεν θα είχε δεσμευθεί με προσωπικές επιστολές και θα παραδεχόταν ότι δεν οδηγούσε σε υπέρβαση της κρίσης το Μνημόνιο 2, θα μπορούσε ο δημοσιογράφος να κάνει τέτοια ερώτηση. Κι αν ακόμα τού έλεγε θα μπορούσε να υποδείξει στην κ. Άνγκελα Μέρκελ και στους άλλους εταίρους τα λάθη τους.
Μπήκαμε λοιπόν σε μια διαπραγμάτευση με λανθασμένο τρόπο και με διαπραγματευτές που βρίσκονταν σε αδύναμη θέση εξ ορισμού.
Έχετε υπ’ όψιν σας ότι δεν αμφισβητών την επάρκεια του κ. Γιάννη Στουρνάρα, τον οποίο γνωρίζω προσωπικώς και εκτιμώ, ασχέτως αν διαφωνώ. Δεν αμφισβητώ την πρόθεση κανενός, ακόμα και του κ. Σαμαρά, περιγράφω όμως μια κατάσταση όσο πιο αντικειμενικά γίνεται.