Δεν γνωστοποιεί η ΤτΕ στη Βουλή τα σχέδια χρηματοδότησης της αγοράς
Εμπιστευτικές πληροφορίες συνιστούν, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα επιχειρηματικά σχέδια των τραπεζών και δεν γίνεται αυτά να γνωστοποιηθούν από την Τράπεζα στη Βουλή.
Πληροφορίες για τα 3ετή επιχειρηματικά σχέδια των τραπεζών, που υποβλήθηκαν τον Ιανουάριο του 2012 στην ΤτΕ, είχαν ζητήσει, με ερώτησή τους στο υπουργείο Οικονομικών, 40 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, με επικεφαλής τους Παναγιώτη Κουρουμπλή, Γιάννη Δραγασάκη και Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Οι βουλευτές είχαν ζητήσει να ενημερωθούν ποιες είναι οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι ανακεφαλαιοποιούμενες τράπεζες για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και πόσοι από τους οικονομικούς πόρους που θα δοθούν για την ανακεφαλαιοποίηση, θα διατεθούν για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Ζητούσαν, εξάλλου, ενημέρωση για τα κριτήρια με τα οποία οι τράπεζες διαχωρίστηκαν σε συστημικές και μη συστημικές, αλλά και τον τρόπο που αξιολογήθηκαν η Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Προς απάντηση των ερωτημάτων που έθεταν οι βουλευτές, από τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα διαβιβάστηκε στις 29 Μαρτίου στη Βουλή έγγραφο της ΤτΕ, στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων και τα εξής:
• Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν θα μπορούσε να αξιώσει έγγραφες δεσμεύσεις ως προς την πολιτική των τραπεζών στον τομέα των δανείων και πιστώσεων. Προφανώς βέβαια, η ανακεφαλαιοποίηση θα συμβάλει στη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών και των καταθετών. Η βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης και της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών θα τους επιτρέψει να στηρίξουν την πραγματική οικονομία, συμβάλλοντας έτσι στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.
• Τα ζητούμενα στοιχεία εμπίπτουν στις εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες περιέρχονται σε γνώση της ΤτΕ και των οργάνων της κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η γνωστοποίησή τους.
• Η στρατηγική αξιολόγηση (αξιολόγηση βιωσιμότητας) του τραπεζικού τομέα έγινε με βάση δύο ομάδες κριτηρίων: τα εποπτικά και τα επιχειρησιακά. Ο συνδυασμός των δύο ομάδων κριτηρίων αποτέλεσε τη βάση για την τελική αξιολόγηση κάθε τράπεζας. Τα εποπτικά κριτήρια αξιολογούν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ρευστότητας, ποιότητας περιουσιακών στοιχείων, καθώς και τη μετοχική διάρθρωση και την επάρκεια διοίκησης. Κάθε δείκτης συγκρίνεται με αντίστοιχους δείκτες αναφοράς (είτε με γνώμονα κριτήρια που έχουν τεθεί από το Ευρωσύστημα είτε με ευρωπαϊκούς δείκτες αναφοράς), όπως π.χ. ο δείκτης άντλησης ρευστότητας από το Ευρωσύστημα. Τα επιχειρησιακά κριτήρια αναφέρονται στους δείκτες μεριδίου αγοράς, συνεργειών και σταυροειδών πωλήσεων, σταθερότητας καταθετικής βάσης, επάρκειας συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, αποδοτικότητας και εκτιμώμενης μελλοντικής κερδοφορίας/εκτιμώμενου χρόνου αποπληρωμής της κρατικής ενίσχυσης. Κατά την αξιολόγηση της βιωσιμότητας ελήφθησαν υπόψη τα αντίστοιχα ιστορικά και τρέχοντα μεγέθη, καθώς και μελλοντικές εκτιμήσεις κερδοφορίας. Από την ανάλυση αυτή προέκυψε η αναμενόμενη από την τράπεζα μελλοντική κερδοφορία της και η τεκμαιρόμενη ικανότητα να αποπληρώσει το ποσό της κεφαλαιακής ενίσχυσης σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η ικανότητα αυτή εξηγεί ουσιαστικά και την έννοια της βιωσιμότητας. Από την αξιολόγηση προέκυψε ότι οι τέσσερις τράπεζες, Εθνική, Eurobank, Alpha Bank και Πειραιώς, είναι βιώσιμες.
• Για τον κλάδο των συνεταιριστικών τραπεζών (σ.σ. οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ρωτούσαν γιατί δεν περιελήφθησαν στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης) το επικαιροποιημένο Μνημόνιο του Δεκεμβρίου του 2012 προβλέπει την εκπόνηση ειδικής μελέτης αξιολόγησης και μέχρι τα τέλη Μαϊου 2013 τον καθορισμό της στρατηγικής αναφορικά με την εφαρμογή των συστάσεων που θα προκύψουν από την συγκεκριμένη μελέτη.
• Τα κριτήρια με βάση τα οποία διεξήχθη η στρατηγική αξιολόγηση (αξιολόγηση βιωσιμότητας) ήταν κοινά για όλες τις ελληνικές εμπορικές τράπεζες ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Δεν συμπεριελήφθησαν στην αξιολόγηση οι συνεταιριστικές τράπεζες και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων που είναι ίδρυμα ειδικού σκοπού. Ως γνωστόν η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο δεν ήταν ιδρύματα ειδικού σκοπού, αλλά πιστωτικά ιδρύματα που υπάγονταν στις διατάξεις του Ν. 3601/2007.
• Το ποσό των 50 δισ. ευρώ επαρκεί να καλύψει το κόστος ανακεφαλαιοποίησης και αναδιάταξης του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Το ποσό αυτό περιλαμβάνει και ένα απόθεμα ασφαλείας 5 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων εξελίξεων που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις κεφαλαιακές ανάγκες .
• Στο αίτημα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ να κατατεθούν στη Βουλή όλα τα στοιχεία και οι συμβάσεις που έχουν υπογραφεί από τις Διοικήσεις των Τραπεζών για την τοποθέτηση επιτρόπων, τις συμφωνίες και τις αμοιβές τους, αλλά και τις αμοιβές των διοικήσεων των ανακεφαλαιοποιούμενων τραπεζών η Τράπεζα της Ελλάδος απαντά ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν από την ίδια, αλλά θα μπορούσαν να αναζητηθούν από τους Επιτρόπους του Ελληνικού Δημοσίου που μετέχουν στα Δ.Σ. των Τραπεζών.
• Στην επισήμανση του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ΑΤΕ βρισκόταν στο μέσο επίπεδο των ελληνικών τραπεζών και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο εμφανιζόταν καλύτερο στους δείκτες πιστωτικού κινδύνου, η ΤτΕ αναφέρει ότι, όπως αναλύεται και στην έκθεση για την Ανακεφαλαιοποίηση και Αναδιάταξη του Ελληνικού Τραπεζικού Τομέα, η διαγνωστική μελέτη της BlackRock δεν συμπεριλαμβάνει τις απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Στην περίπτωση της ΑΤΕ, που ήταν τράπεζα με το συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό τέτοιων απαιτήσεων, το ποσοστό της ζημιάς προς το σύνολο των δανείων θα ήταν σημαντικά υψηλότερο εάν είχαν ληφθεί υπόψη. Σημειώνεται επιπλέον ότι δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι η Αγροτική Τράπεζα εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα, παρουσίαζε χαμηλή αποδοτικότητα και ελλείψεις στην οργανωτική και λειτουργική της διάρθρωση και κυρίως, παρά τις συνεχείς ενέσεις κεφαλαίων από το Δημόσιο, η Αγροτική Τράπεζα αντιμετώπιζε σημαντικού ύψους κεφαλαιακή ανεπάρκεια και δεν υπήρχε προοπτική ο βασικός μέτοχος να την ανακεφαλαιοποιήσει.
• Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο ήταν πιστωτικό ίδρυμα ειδικού σκοπού έως το 2005. Από το 2006 και μετά λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα και συνεπώς ορθώς αξιολογήθηκε με τα ίδια κριτήρια, όπως και τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα. Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είχε σημαντικού ύψους αρνητική εκτιμώμενη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου για την περίοδο 2012-2014, που σημαίνει ότι όχι μόνο δεν θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει την κρατική ενίσχυση σε εύλογο χρονικό διάστημα, αλλά ενδεχομένως θα χρειαζόταν και νέα κεφαλαιακή ενίσχυση με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.