ΣΥΡΙΖΑ: Ενισχύονται τα φαινόμενα διαφθοράς στη χώρα
Με αφορμή την έναρξη της δίκης Τσοχατζόπουλου, ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει τον έντονο προβληματισμό του για την κατάσταση στη χώρα, κυρίως στους τομείς της διαφάνειας και της λειτουργίας των θεσμών, εκτιμώντας ότι «η πολιτική διαφθορά και διαπλοκή, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται σήμερα αποτελεσματικά, αλλά, απεναντίας, υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις ότι τα φαινόμενα αυτά συνεχίζονται, ενδεχομένως ενισχύονται».
Σε άτυπο ενημερωτικό αναλυτικό σημείωμά του για τα θέματα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει ότι «ο Τσοχατζόπουλος υπήρξε «διαπρεπές» μέλος εκείνου του μέρους του πολιτικού συστήματος (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, τα ΜΜΕ της διαπλοκής, κλπ) που φέρει την ευθύνη για την χρεοκοπία της Ελλάδας και την εξαθλίωση ενός μεγάλου και συνεχώς διευρυνόμενου τμήματος του ελληνικού λαού. Ο Τσοχατζόπουλος δεν ήταν απλό μέλος του ΠΑΣΟΚ. Ήταν επί σειρά ετών κορυφαίος υπουργός των αλλεπάλληλων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, υποψήφιος πρόεδρος του κόμματος και εν δυνάμει πρωθυπουργός».
Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει, ότι «ο Άκης Τσοχατζόπουλος δεν θα μπορούσε να δρα μόνος του, χωρίς να γνωρίζουν, να ανέχονται, ακόμη και να συμμετέχουν και άλλα μέλη των κυβερνήσεων ή/και κομματικοί - κυβερνητικοί παράγοντες». «Αυτό», προσθέτει, «σημαίνει ότι η ποινική τιμωρία (έστω και για μέρος μόνο των επιλήψιμων πράξεων, αφού οι περισσότερες από αυτές έχουν διαγραφεί) ενός παροπλισμένου πρώην πολιτικού δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την διαφθορά και την διαπλοκή στα υψηλά κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας». Και παραθέτει «ορισμένες από τις κυριότερες ενδείξεις, για να τεκμηριώσει τη θέση ότι σήμερα η διαφθορά και η διαπλοκή δεν αντιμετωπίζονται:
1. Συγκάλυψη από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με τη βοήθεια των ΜΜΕ της διαπλοκής, των σκανδάλων που σχετίζονται με τη Siemens, παρόλο που υπάρχουν ρητές αναφορές στη δικογραφία στη Γερμανία για χρηματισμό των δύο κομμάτων και των στελεχών τους, κάτι που παραδέχτηκε και ο Θ. Τσουκάτος.
2. Συντονισμένη πολιτική και επικοινωνιακή προσπάθεια συγκάλυψης πολιτικών και ποινικών ευθυνών στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Αντί να αναζητηθούν οι ευθύνες για το γεγονός ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με ότι συνέβη σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, οι κυβερνήσεις φρόντισαν να προστατεύσουν τους μεγαλοκαταθέτες της λίστας με αποτέλεσμα να μην μπει ούτε μισό ευρώ στο δημόσιο ταμείο, η τρικομματική κυβέρνηση, έχοντας συρρικνώσει την υπόθεση στην απαλοιφή μερικών ονομάτων, καθυβρίζει με κάθε ευκαιρία τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του που αξιώνουν να αποδοθούν οι ευθύνες.
3. Η σκανδαλώδης τροπολογία στο παραπέντε της διαδικασίας ψήφισης του τελευταίου επενδυτικού νόμου, η οποία «πέρασε» με μεθοδεύσεις που προσβάλουν τη δημοκρατία και το κοινοβούλιο και με βάση την οποία απαλλάσσονται των ποινικών ευθυνών τους τα στελέχη των τραπεζών για τα θαλασσοδάνεια εκατοντάδων εκατομμυρίων που έδιναν χωρίς εγγυήσεις σε ημετέρους του πολιτικού συστήματος, μεταξύ των οποίων κυρίως τα ίδια τα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
4. Οι σκανδαλώδεις μεθοδεύσεις για το εξελισσόμενο πλιάτσικο της δημόσιας περιουσίας, μέρος των οποίων ανέδειξε στη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τη συζήτησης της ερώτησής του προς τον Πρωθυπουργό για το ΤΑΙΠΕΔ. Από τη συζήτηση εκείνη, ο ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζει ορισμένες επισημάνσεις που τεκμηριώνουν ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα νέο εκτροφείο σκανδάλων»:
Α) Το ΤΑΙΠΕΔ λειτουργεί έξω από τον κοινοβουλευτικό, κοινωνικό, δημοκρατικό έλεγχο. Λειτουργεί με αδιαφάνεια, δεν αναρτά στο διαδίκτυο τριμηνιαίες εκθέσεις, αλλάζει τους όρους των διαγωνισμών, διαρρέει εμπιστευτικές πληροφορίες, η διοίκησή του νομιμοποιήθηκε αναδρομικά, εκπαραθυρώνονται στελέχη της διοίκησης που διαφωνούν με την πλειοψηφία, σχεδόν όλα τα θέματα που το αφορούν περνούν με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, δεν υπάρχει απολύτως κανένας κοινοβουλευτικός έλεγχος, δεν υπάρχει πρόσβαση στα πρακτικά του Ταμείου από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (παρόλο που το ζήτησε) και από κάθε άλλο κόμμα. Αυτά είναι πρωτοφανή.
Β) Στον πίνακα ιδιωτικοποιήσεων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2013-2016, όπως ψηφίστηκε τον περασμένο Νοέμβρη στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου, προβλέπεται για το 2013 ότι θα ιδιωτικοποιηθούν 15 δημόσιοι οργανισμοί και ακίνητα, τα οποία αποτιμώνται σε περίπου 2,6 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η αποτίμηση αυτή υποκοστολογεί κατάφωρα τη δημόσια περιουσία, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για να κλαπούν περιουσιακά στοιχεία και αξίες από τον ελληνικό λαό».