Ο Αγώνας και η πολιτική διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη
Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν αποτελεί μόνο έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους και Έλληνες μουσικοσυνθέτες.
Παράλληλα, υπήρξε πολιτικός, πρώην υπουργός, 4 φορές βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου και ακτιβιστής, τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν (1983).
Κατά τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο Πόλεμο, ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές Αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην αρμονία
Παρίσι
Το 1954 πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει για σύντομο χρονικό διάστημα μουσική ανάλυση με τον Ολιβιέ Μεσιάν καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugène Bigot. Η περίοδος 1954-1960 είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στο χώρο της Ευρωπαϊκής μουσικής.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. ΄Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, που σηματοδοτεί την στροφή του προς το λαϊκό τραγούδι. Συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση μέσα στον ελληνικό λαό. Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Το 1964 αποκτά διεθνή αναγνώριση με τη σύνθεση της μουσικής για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, Αλέξης Ζορμπάς (Zorba the Greek).
Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Δικτατορία
Την 21η Απριλίου του 1967 περνά στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του.
Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ' οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς. Πολλά από τα καινούργια έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν και άλλοι, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και βρίσκεται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.
Στο εξωτερικό αφιερώνει όλο το χρόνο του σε περιοδείες σε όλο τον κόσμο με συναυλίες, συναντήσεις με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες, συνεντεύξεις, δηλώσεις για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους.
Το 1972 επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον τότε αντιπρόεδρο της ισραηλινής κυβέρνησης Αλόν, που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Γιάσερ Αραφάτ. Πραγματικά αμέσως μετά συναντάται με τον Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της ισραηλινής κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Από τότε συνέβη πολλές φορές να παίξει τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 1994 γιορτάσθηκε πανηγυρικά στο Όσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες και Αραφάτ με την παρουσίαση του Μαουτχάουζεν με ερμηνεία από τη Μαρία Φαραντούρη -που στο μεταξύ έχει γίνει εθνικό τραγούδι του Ισραήλ- και του Ύμνου για την Παλαιστίνη που έγραψε ο Θεοδωράκης, ως αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή αυτή. Επισκέπτεται επίσης την Αλγερία, Αίγυπτο, Τύνιδα, Λίβανο και
Μεταπολίτευση
Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας γυρίζει στην Ελλάδα. Συνθέτει πάντα μουσική. Δίνει πολλές συναυλίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη . Παράλληλα συμμετέχει στα κοινά είτε ως απλός πολίτης, είτε ως βουλευτής (τις περιόδους 1981-86 και 1989-92) είτε ως υπουργός Επικρατείας (1990-92), θέσεις από τις οποίες τελικά παραιτείται.
Το 1976 ιδρύει το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης» και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα. Το 1983 του απονέμεται το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Το 1986 γίνεται πραγματικότητα κάτι που από το 1970 ακόμα έχει υποστηρίξει σε συνεντεύξεις του: η δημιουργία επιτροπών ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία με τη συμμετοχή γνωστών πνευματικών ανθρώπων όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασάρ Κεμάλ και ο Ζυλφύ Λιβανελί. Ο Θεοδωράκης δίνει πολλές συναυλίες στην Τουρκία, που τις παρακολουθούν κυρίως νέοι με συνθήματα υπέρ της φιλίας μεταξύ των δύο λαών. Αργότερα παίζει και πάλι το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης, μεταφέροντας μηνύματα των Ελλήνων πρωθυπουργών, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση.
Επίσης το 1986 (μετά την καταστροφή στο Τσερνομπίλ) πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία με συναυλίες σ' όλη την Ευρώπη κατά της ατομικής ενέργειας.
Ο Θεοδωράκης στην Ανατολική Γερμανία το 1989
Το 1988 διοργανώνονται με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη στο Τύμπιγκεν και την Κολωνία. Συμμετέχουν πολιτικοί όπως ο Όσκαρ Λαφοντέν και ο Γιοχάνες Ράου, φιλόσοφοι όπως ο Φρίντιχ Ντίρενματ, συγγραφείς, πολιτειολόγοι και καλλιτέχνες. Εκεί έχει την ευκαιρία να αναπτύξει τη θεωρία του για τον ελεύθερο χρόνο και τη σημασία του στη διαμόρφωση ελεύθερων ανθρώπων.
Το 1990 δίνει 36 συναυλίες σ' όλη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστείας. Συνεχίζει δίνοντας συναυλίες για την ηλιακή ενέργεια (υπό την αιγίδα της Εurosolar), κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών κ.λπ.
Παράλληλα, αγωνίζεται και για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες χώρες και κυρίως στις γειτονικές Αλβανία (που την επισκέπτεται και ως Υπουργός για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας) και Τουρκία. Ως πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής στο Παρίσι καταβάλλει προσπάθειες για την απελευθέρωση των Τούρκων ηγετών της αντιπολίτευσης Κουτλού και Σαργκίν, κάτι που τελικά πετυχαίνεται.
Προτείνει τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ειρήνης στους Δελφούς και υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο για μια «Ολυμπιάδα του Πνεύματος». Ιδρύει επιτροπή συμπαράστασης και βοήθειας προς τον κουρδικό λαό.
Το 1993 αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, όμως παραιτείται τον επόμενο χρόνο.
Σε περιοδεία του στην Αμερική και τον Καναδά το 1994 για την ενίσχυση Πολιτιστικού Κέντρου των ομογενών Ελλήνων, η Εθνοσυνέλευση του Κεμπέκ τον υποδέχεται με ομόφωνο ψήφισμά της, με το οποίο τον τιμά για την προσφορά του στον πολιτισμό και τους αγώνες του για τον Άνθρωπο.
Τα επόμενα χρόνια παρουσιάζονται οι όπερές του Ηλέκτρα (1995) και Αντιγόνη (1999), ενώ παράλληλα αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό (Ευρώπη, Νότια Αφρική, Αμερική) και παίρνει δυναμικά θέση σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής (ελληνοτουρκική φιλία, σεισμοί, βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία, Υπόθεση Οτσαλάν, πόλεμος στο Αφγανιστάν, πόλεμος στο Ιράκ κ.λπ.).
Το 2000 είναι υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Το 2002 παρουσιάζεται η όπερά του Λυσιστράτη, ένας αληθινός ύμνος στην Ειρήνη.
Πολιτική Δραστηριότητα
Ο Μίκης Θεοδωράκης το 1974 κατέβηκε υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο της Ενωμένης Αριστεράς, όμως δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το 1978 μετά από πρόταση που δέχτηκε αποφάσισε να κατέβει υποψήφιος δήμαρχος Αθηνών, όμως πάλι δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το 1981 καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια της Βʹ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, το ίδιο επανέλαβε και το 1985. Το 1990 με τη διάσπαση του ΚΚΕ και λόγω της διαφωνίας που είχε με αυτή την κατάσταση, αποφασίζει να εκλεγεί με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και διατελεί υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας. Την 1η Δεκεμβρίου 2010 ο Μίκης Θεοδωράκης ανακοίνωσε την ίδρυση Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών με την ονομασία «Σπίθα».
Η ταυτότητα του Μίκη Θεοδωράκη είναι υπερκομματική, πατριωτική και πανεθνική
Η ταυτότητα της Αριστεράς αποτελούσε τον πυρήνα της πολιτικής του παρουσίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπήρξε ποτέ του κομματικό «κτήμα» κανενός και ίσως και ...αυτό να πλήρωσε από τους διαχρονικά ανώριμούς πολιτικούς μας. Ειδικά, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε από το εξωτερικό και την εξορία, δεν επρόκειτο πλέον για μια κομματικά προσδιορισμένη ταυτότητα, όπως κατά την προδιδακτορική περίοδο όταν ήταν βουλευτής της ΕΔΑ και ο ίδιος τουλάχιστον αισθανόταν ως δυνάμει μέλος του ΚΚΕ. Η αριστερή ταυτότητα του Θεοδωράκη την εποχή της μεταπολίτευσης ήταν αυτή ενός αιρετικού και ανένταχτου κομμουνιστή, ο οποίος ήταν ήδη γεμάτος ερωτηματικά και αμφιβολίες, όχι μόνο για τα λάθη του παρελθόντος αλλά και για τη μελλοντική πορεία αυτού του γιγαντιαίου κινήματος.
Και ο Μίκης Θεοδωράκης διατηρούσε όμως ταυτόχρονα ολοζώντανο το όραμα της ενότητας, όπως την είχε βιώσει στο παρελθόν και την οποία έβλεπε τώρα να θρυμματίζεται με τραυματικό τρόπο στην Ελλάδα, αλλά και όχι μόνον.
Προέκταση, εν μέρει, αυτής της αντιδικτατορικής ταυτότητας ήταν αρχικά και η διεθνής απήχηση της πολιτικής παρουσίας του Θεοδωράκη. Συμπυκνώνοντας και συμβολίζοντας το πρόσωπο μίας Ελλάδας που αγωνίζεται εναντίον της βαρβαρότητας, ο Θεοδωράκης μετεξελίχθηκε σύντομα σε μία οικουμενικών διαστάσεων πνευματική προσωπικότητα, η οποία παρεμβαίνει στο πολιτικό γίγνεσθαι που διαμορφώθηκε και σημάδεψε τον 20ο αιώνα.
Ως πανεθνικό αντιδικτατορικό σύμβολο, δεν δίστασε να διατυπώσει δημόσια το αυτονόητο, ότι δηλαδή η λύση Καραμανλή αποτελούσε τη μόνη εφικτή έξοδο από τη δικτατορία χωρίς αιματηρές συγκρούσεις. Βέβαια, ο σχηματικός τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκε και, κυρίως, κωδικοποιήθηκε αυτή η αλήθεια (Καραμανλής ή τανκς) προκάλεσε αναπόφευκτα αντιδράσεις και παρεξηγήσεις, ιδίως εν όψει της συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974. Όμως η θέση του ίδιου του Θεοδωράκη σε αυτήν τη συγκυρία υπήρξε καθ' όλα σαφής. Ως ανένταχτος αλλά και ενωτικός αριστερός, ενεπλάκει προσωπικά στη συγκρότηση της Ενωμένης Αριστεράς, αυτού του θνησιγενούς σχηματισμού που συμμετείχε στις εκλογές.
Ο ίδιος επέλεξε να είναι υποψήφιος στη Β΄ Πειραιώς, εκεί όπου είχε εκλεγεί πανηγυρικά το 1964 με 12.534 σταυρούς. Όμως οι συνθήκες είχαν πλέον αλλάξει. Η Ενωμένη Αριστερά, στην κατ' εξοχήν λαϊκή και εργατική περιοχή της πρωτεύουσας, περιορίστηκε στο 23,1% των ψήφων (κερδίζοντας μόνο μία έδρα), όταν το χαμηλότερο ποσοστό της προδικτατορικής ΕΔΑ τη δεκαετία του '60 ήταν 33,8%. Αλλά και η μία αυτή βουλευτική έδρα δεν έμελλε να οδηγήσει στη Βουλή τον άνθρωπο που συμβόλιζε και είχε αγωνιστεί για την ενότητα της Αριστεράς.
Το ΠΑΣΟΚ, ενισχυμένο από την επιτυχία του στις εκλογές του 1977, δεν ήταν διατεθειμένο να αποδεχτεί καμία ισότιμη συνεργασία. Ο Θεοδωράκης αποφάσισε τότε ότι θα έπρεπε να συμπαραταχθεί και να ενισχύσει το κόμμα που είχε, εκ των πραγμάτων, αναδειχτεί σε κύριο εκφραστή του κόσμου της κομμουνιστικής Αριστεράς, ή τουλάχιστον του κόσμου που είχε απομείνει σε αυτόν τον χώρο από την ευρύτατη εαμική και εαμογενή παράταξη. Δέχτηκε έτσι να είναι υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα με την υποστήριξη του ΚΚΕ, τον Οκτώβριο του 1978, συγκεντρώνοντας το 16,7% των ψήφων. Ποσοστό σαφώς ανώτερο από αυτό του ΚΚΕ (που στις βουλευτικές εκλογές κυμαινόταν περί το 12%), όμως απολύτως ταυτόσημο με την διευρυμένη δημοτική του επιρροή, όπως αυτή καταγράφηκε αργότερα με τον Βασ. Ευφραιμίδη το 1982 και τον Θ. Κατριβάνο το 1986.
Η εκλογική συνεργασία του Θεοδωράκη με το ΚΚΕ δεν θα μπορέσει επομένως να προσφέρει μία πρόσθετη δυναμική, αφού τελικά περιοριζόταν στο να εκφράζει τη μία μόνο διάσταση από τις πολλαπλές ταυτότητες της πολιτικής του παρουσίας. Εντούτοις, ο Μίκης Θεοδωράκης παρέμεινε σταθερός σε αυτή τη συνεργασία. Συγκρότησε την κίνηση για Ενιαία Αριστερά (ΚΕΑ) φιλοδοξώντας να συσπειρώσει προσωπικότητες που επιθυμούσαν τη συνεργασία με το ΚΚΕ, χωρίς όμως και να ενταχθούν σ' αυτό. Το 1981 επανεκλέχτηκε βουλευτής με το ΚΚΕ στη Β΄ Πειραιώς (13.785 σταυροί), και το 1985, πάντα με το ΚΚΕ, βουλευτής Επικρατείας.
Ο κύκλος αυτός είχε όμως πλέον κλείσει και το Μάιο του 1986 παραιτήθηκε από βουλευτής. Είναι ίσως μία ειρωνεία της ιστορίας, ότι ο Μίκης Θεοδωράκης, παραμένοντας πάντα πιστός στις ιδέες της Αριστεράς, αποστασιοποιείται από τους κομματικούς της φορείς ακριβώς τη στιγμή που στη Σοβιετική Ένωση ξεκινά η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια για μία μεταρρύθμιση του κομμουνιστικού συστήματος και στην Ελλάδα, λίγο αργότερα, η τελευταία, επίσης αποτυχημένη, προσπάθεια για να ξαναβρεί το κομμουνιστικό κίνημα την ενότητά του. Έτσι, ο πρωταγωνιστής της Ενωμένης Αριστεράς το 1974 δεν θα συμπράξει με το Συνασπισμό του 1989.
Σε επίπεδο πολιτικής θα ακολουθήσει βέβαια, αλλά ως μοναχική πλέον προσωπικότητα, μία παράλληλη, αν και ελαφρώς ετεροχρονισμένη, πορεία. Ενώ ο ΣΥΝ θα συμπράξει στην κυβέρνηση Τζανετάκη μετά τις εκλογές του Ιουνίου 1989 και στη συνέχεια θα αρχίσει να συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ, ο Μίκης Θεοδωράκης θα αποφασίσει να επανέλθει στη Βουλή, ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με τη ΝΔ, τον Νοέμβριο του 1989. Όμως και αυτή η βουλευτική εμπειρία θα έχει περιορισμένη διάρκεια. Επανεκλεγόμενος τον Απρίλιο του 1990 θα αναλάβει, για δυόμισι χρόνια, υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου και στη συνέχεια Επικρατείας για να παραιτηθεί όμως και πάλι τον Οκτώβριο του 1992 από υπουργός και στη συνέχεια τον Μάρτιο του 1993 από βουλευτής.
Η αποχώρηση από την τρέχουσα εσωτερική πολιτική δεν σήμαινε, ούτε και μπορούσε να σημαίνει, για τον Θεοδωράκη αποχώρηση και από την πολιτική στην ευρύτερη και οικουμενική διάστασή της. Έτοιμος και διαθέσιμος να δώσει το παρόν σε διεθνές επίπεδο για να στηρίξει τους αγώνες για εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, βρέθηκε πάντα στην πρώτη γραμμή για να καταγγείλει τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις και τη σύγχρονη αυτοκρατορική βαρβαρότητα, στη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική, την πρώην Γιουγκοσλαβία κ.α.
Ο Μίκης Θεοδωράκης θα δώσει μία ύστατη πολιτική και όχι κομματική μάχη τα τελευταία 4 έτη να ενώσει πρωτίστως τον κόσμο της Αριστεράς αλλά και την Αριστερά με την Δεξιά και το Κέντρο απέναντι στις πολιτικές των μνημονίων και στους κομματικούς σχηματισμούς και συνεργασίες που το στηρίζουν και το προωθούν.
Απογοητευμένος πλέον, αυτός ο Μεγάλος Έλληνας που κατάφερε ανά δεκαετίες να εισακουσθεί στο Παγκόσμιο, δεν εισακούσθη στο ίδιο του τον τόπο που τόσο λάτρεψε και τόσο υπηρέτησε, όπως ο ίδιος αναφέρει στο τελευταίο του άρθρο με το οποίο εξηγεί την «πολιτική» του «αποστράτευση». «Φυσικά «ΤΕΛΟΣ» όχι για την Σπίθα αλλά για τη δική μου ολοκληρωτική αποστράτευση ως μαχόμενου πολίτη, έπειτα από αγώνες 70 χρόνων, μιας και οι απόψεις μου δεν έγιναν τελικά γνωστές στον Λαό ούτε αποδεκτές από τις συγγενέστερες πολιτικές ηγεσίες». Δυστυχώς οι πολιτικοί μας είναι πολύ «μικροί» για να αντέξουν να ακούσουν το ...διαχρονικά στεντόρειο κάλεσμα του Μίκη Θεοδωράκη...
Διαβάστε επίσης:
Μ. Θεοδωράκης: Αποστρατεύομαι γιατί δεν έπεισα ...
Τσίπρας και Περιστέρα στο Ηρώδειο με τον Μίκη
Θεοδωράκης για Χρυσή Αυγή: Να κοπεί το χέρι των δολοφόνων
«Τύμπανα Πολέμου» - Του Μίκη Θεοδωράκη