«Η Χρυσή Αυγή δεν πρέπει να τεθεί εκτός νόμου αλλά απέναντι στο νόμο»
Σχολιάζοντας την άνοδο της Χρυσής Αυγής και την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ο κ. Τσίπρας τόνισε πως η πολιτική κατάσταση αυτή τη στιγμή είναι ρευστή στη χώρα, με «ένα μείγμα πολιτικών προσδοκιών αλλά και φόβου για την επέλαση των νεοφασιστών».
Δήλωσε όμως πεπεισμένος ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις και η Αστυνομία έχουν εκδημοκρατιστεί και δεν είναι αυτοί που αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία.
Επισήμανε ακόμη πως αν η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Αυγή υπάρχει το νομικό πλαίσιο για να το κάνει και κατηγόρησε τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη ότι απέστειλε στην εισαγγελία 31 φακέλους, σχετικά με αξιόποινες πράξεις μελών της Χρυσής Αυγής, μία ημέρα μετά τη δολοφονία και έθεσε το ερώτημα γιατί δεν το έκανε νωρίτερα, αφού προφανώς αυτοί οι φάκελοι ήταν έτοιμοι, ενώ τόνισε ταυτόχρονα πως , κατά την άποψή του, η Χρυσή Αυγή δεν πρέπει να τεθεί εκτός νόμου αλλά απέναντι στο νόμο.
Σχετικά με την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι «εμείς δεν σκοπεύουμε να κυβερνήσουμε για τρεις μήνες, αλλά για πολλά χρόνια, είμαστε έτοιμοι, αισθανόμαστε έτοιμοι και κυρίως έχουμε τη γνώση και θέλουμε να αναλάβουμε αυτό το ρίσκο, αυτή την ευθύνη».
Το πρώτο που θα κάνει η κυβέρνησή του, όπως είπε ο κ. Τσίπρας, «θα είναι να αναδιανείμει τους υπάρχοντες πόρους, προκειμένου να στηρίξει τους αδύναμους, ώστε να μην πηγαίνουν τα παιδιά πεινασμένα στο σχολείο, ώστε να μην υπάρχουν άνθρωποι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, στην Ελλάδα, χωρίς τη δυνατότητα πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς πρόσβαση σε ηλεκτρισμό και στο νερό, στα βασικά αγαθά».
Θα προσπαθήσει δηλαδή, όπως είπε, «να διασώσει τον πληθυσμό και ακολούθως θα ξεκινήσει μια ουσιαστική διαπραγμάτευση με τους εταίρους για να βρεθεί μια λύση μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο», έχοντας καταθέσει βεβαίως συγκεκριμένη δέσμη προτάσεων και εκεί θα χρειαστεί τη βοήθεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.
Είναι κρίσιμο, κατά την άποψή του που διατύπωσε ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, να πειστούν οι Ευρωπαίοι πολίτες, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δίνει μια εθνική μάχη αλλά μια ευρωπαϊκή μάχη και πως δεν είναι αντιευρωπαϊστής, όπως κάποιοι επιδιώκουν να πείσουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά τουναντίον υπέρ της Ευρώπης, αλλά της Ευρώπης των λαών, μιας Ενωμένης Ευρώπης που ή θα είναι κοινωνική με αλληλεγγύη και δημοκρατία, ή δεν θα υπάρξει.
Καταγγέλλοντας πως το πρόγραμμα που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα «δεν βγαίνει», διότι, όπως είπε, για να βγει πρέπει να κλείσουν σχολεία, νοσοκομεία, να διαλυθεί το κοινωνικό κράτος, να σταλούν στο εξωτερικό 500.000 Έλληνες για να μειωθεί η ανεργία, επισήμανε πως χρειάζεται να βρεθεί από κοινού μέσα από μια διεθνή διάσκεψη μια συμφωνία για το χρέος, ώστε διαγράφοντας ένα μεγάλο μέρος του, τόσο ώστε να γίνει βιώσιμο και οι αγορές να μπορούν να ξαναχρηματοδοτήσουν για να μην χρηματοδοτούν οι φορολογούμενοι, αλλά οι αγορές.
«Έτσι, η χώρα θα προχωρήσει μπροστά αφήνοντας πίσω την κρίση και πηγαίνοντας σε πολιτικές αναπτυξιακές, δηλαδή βάζοντας την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να χρηματοδοτεί την ανάπτυξη», πρόσθεσε.
Ο κ. Τσίπρας υπενθύμισε ότι αυτά έγιναν για τη Γερμανία το 1953, όταν βγαίνοντας, από τον καταστροφικό για την ανθρωπότητα πόλεμο, γεμάτη χρέη, έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να επανακάμψει η οικονομία της και η Σύνοδος του Λονδίνου αυτό ακριβώς έκανε, διαγράφοντας το 60% του χρέους, πάγωσαν οι τόκοι και υπήρξε και η περίφημη ρήτρα ανάπτυξης, δηλαδή η Γερμανία να πληρώνει όταν η οικονομία της πάει μπροστά και αυτή ήταν η αιτία του «γερμανικού θαύματος».
Όπως επισήμανε, από τα 200 δισεκατομμύρια και πλέον που έχει λάβει η Ελλάδα σε πρόγραμμα διάσωσης τα τελευταία τρία χρόνια, μόλις το 1,5 % των χρημάτων αυτών πήγε στην πραγματική οικονομία, ενώ το υπόλοιπο 98 % περίπου έχει δοθεί για να κλείσουν τρύπες στις τράπεζες και για την αποπληρωμή τόκων παλαιότερων δανείων.
Επιπλέον, το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε,τον περασμένο Νοέμβριο με την τρόικα, δεν είναι εφαρμόσιμο, καθώς δεν μπορεί να απαιτείται από μια χώρα που βρίσκεται σε ύφεση για πέντε χρόνια και έχει χάσει το 25 % του ΑΕΠ της, χωρίς αναπτυξιακή χρηματοδότηση να καταφέρει για τα επόμενα έξι χρόνια να έχει πλεονάσματα της τάξης του 4,5 % του ΑΕΠ της, προκειμένου να μπορέσει να αποπληρώσει τόκους,οι οποίοι μόνον για τα επόμενα έξι χρόνια είναι ύψους 83 δις ευρώ και τα 61 δις από αυτά να είναι από πλεονάσματα και τα 22 δις από την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πλούτου της χώρας.